Η κομψή, όμορφη και καλοντυμένη Γκρέις είναι φυγάς – κρύβεται από τη μαφία και βρίσκει ασφάλεια σε μια μικρή πόλη της κεντρικής Αμερικής. Το αντίτιμο για την προστασία της είναι να προσφέρει κάποιες υπηρεσίες στους κατοίκους που τη φιλοξενούν. Με τη διαφορά ότι σταδιακά η δίκαιη συμφωνία παίρνει τη μορφή της εκμετάλλευσης, με μοραλιστικό άλοθι.

Ο σκηνοθέτης πρωτοπαρουσίασε το «Dogville» στο Φεστιβάλ Καννών του 2003, σε αυτήν εδώ την εκδοχή των 178 λεπτών. Αργότερα η ταινία μονταρίστηκε με μικρότερη διάρκεια, 131 λεπτών, για να γίνει πιο εύπεπτη και εμπορική στις δύσκολες αγορές. Ωστόσο από σήμερα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες στην πλήρη διάρκειά της.

Είτε αρέσει είτε όχι σε κάποιον το σινεμά του Λαρς φον Τρίερ, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι ο τολμηρός και ατίθασος αυτός σκηνοθέτης φέρνει τομές στην κινηματογραφική αφήγηση και φόρμα, με τρόπο που κανείς δεν κάνει μετά την ανατροπή της νουβέλ βαγκ.

Νοηματικά η ταινία κρίνει και εκθέτει την προσποιητή αμερικανική ηθική, αυτήν όπου τα πρέπει και οι μοραλιστικές επιτεγές κρύβουν μια μεγάλη αγάπη για το συμφέρον και μια έντονη τάση για διαστροφή. Η Γκρέις γίνεται το σύμβολο του αποδιοπομπαίου τράγου στη μικρή σχηματική πόλη, η μαριονέτα την οποία η κοινή γνώμη ανυψώνει ή καθηλώνει ανάλογα με τη φιλοδοξία της στιγμής. Κι εκείνη, από την πλευρά της, χρησιμοποιεί τον επίσης χαρακτηριστικά αμερικανικό τρόπο επιβολής: την επίθεση μέχρι τελικής ισοπέδωσης.

Το «Dogville» αποτέλεσε το πρώτο μέρος της τριλογίας που ο Τρίερ σκόπευε ν’αφιερώσει στην αμερικανική κουλτούρα, η οποία συμπληρώθηκε μόνο από το «Manderley» και προς το παρόν δεν έχει ολοκληρωθεί. Η ταινία καταπιάνεται με τη μικροψυχία της μέσης, κεντρικής Αμερικής, με τη φοβισμένη και πονηρή κοσμοθεωρία των ακαλλιέργητων και άπορων κατοίκων μιας μικρής μονάδας τοπικής αυτοδιοίκησης, μιας από εκείνες που, αθροισμένες, συνιστούν την πλειονότητα της αμερικανικής κουλτούρας.

Στη φόρμα της, ανατρεπτική, η ταινία συνδυάζει στοιχεία από το «Our Town» του Θόρντον Γουάιλντερ με μια καθαρά μπρεχτική σκηνική τοποθέτηση. Είναι μια ταινία ταυτόχρονα απόλυτα και σκόπιμα θεατρική, η οποία όμως δίνει στους ήρωές της και ιδιαίτερα στην Γκρέις κινηματογραφικό μέγεθος και συγκινησιακή ένταση που είναι εφικτή μόνο στο σινεμά.

Το «Dogville» είναι μια κινηματογραφική άσκηση, ένα σκηνοθετικό παιχνίδι, μια ιδέα που σκαρφίστηκε ο Λαρς φον Τρίερ προκειμένου η κάθε ταινία του να είναι κάτι το διαφορετικό – έιναι ακόμα κι ένας στιλιστικός πλεονασμός για κάποιον που θα παραμείνει στη φόρμα. Εάν όμως ο θεατής δεχτεί τη σύμβαση της θεατρικής εικόνας και του τεχνητού περίγυρου και παρασυρθεί από τους διαλόγους, τη δράση και το περιεχόμενο που κρύβεται στην ψυχή της, θ’απογειωθεί συναισθηματικά σε όλο και πιο ψηλά σκαλοπάτια απόγνωσης, ματαιότητας, ανάγκης για τιμωρία και δικαίωση που θ’αναγκαστεί ν’αναρωτηθεί σε ποια πλευρά της ηθικής στέκεται. Κι αυτό, από μόνο του, για μια ταινία, είναι ένα πολύ μεγάλο επίτευγμα. Το συγκλονιστικό φινάλε, συμπεριλαμβανομένων των τίλων τέλους και του «Young Americans» του Ντέιβιντ Μπάουι, είναι μια σκηνή που γράφεται για πάντα στο μυαλό, όχι με κιμωλία, όπως η κάτοψη της πόλης του Ντόγκβιλ, αλλά με... αιχμηρό αντικείμενο.