Ο σκηνοθέτης της τσιγγάνας καρδιάς μεταφέρει το ενδιαφέρον του στα ελληνοτουρκικά παράλια, διατηρώντας και την ενέργεια και το ύφος και την απλοϊκότητά του - αλλά με μια εκρηκτική πρωταγωνίστρια.
Ο Τονί Γκατλίφ έχει αφήσει για πάντα τη σφραγίδα του στο ευρωπαϊκό σινεμά, αποτυπώνοντας στο φιλμ την κουλτούρα και το πηγαίο αίσθημα ανεξαρτησίας των τσιγγάνων. Διπλά βραβευμένος του Φεστιβάλ Καννών (Βραβείο Σκηνοθεσίας για το «Exils», Βραβείο στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα» με το «Latcho Drom»), παρουσιάζει τη νέα του ταινία, «Djam», γαλλοελληνική συμπαραγωγή (η Blonde και η Φένια Κοσοβίτσα, αλλά και το ελληνογαλλικό ταμείο συμπαραγωγών ΕΚΚ / CNC), που καταπιάνεται με την ελληνική πραγματικότητα και ιδιοσυγκρασία και με τη σημασία του ρεμπέτικου.
Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι το όνομα της ηρωίδας: η Ντζαμ (υποδύεται μαγνητικά η Δάφνη Πατακιά), είναι μια 25χρονη κοπέλα που ζει στη Λέσβο, μαζί με τον Κακούργο (ο θαυμάσιος Σιμόν Αμπκαριάν στο ρόλο), το σύντροφο της μητέρας της που έχει πεθάνει. Η Ντζαμ είναι ελεύθερο πνεύμα, αυτό το καταλαβαίνουμε γιατί ως επί το πλείστον δεν φοράει βρακί κι επίσης συχνά-πυκνά ακούει στο μυαλό της μουσική και χορεύει. Ο Κακούργος έχει μια βάρκα, ένα παλιό σκαρί, που χρειάζεται ανταλλακτικό για τη μηχανή του. Θα στείλει την Ντζαμ να το βρει στην Κωνσταντινούπολη και το κορίτσι θα διανύσει τη διαδρομή από το νησί στην Τουρκία και πίσω, μέσω Καβάλας και Κομοτηνής, παρέα με την καινούρια της φίλη, την Αβρίλ, αποτυπώνοντας τη σημερινή Ελλάδα, το στίγμα του τόπου, αλλά φυσικά, μέσα από τα μάτια του Γκατλίφ.
Εάν κάτι χαρακτηρίζει όλες τις ταινίες του Τονί Γκατλίφ, είναι αυτή η ανεβαστική ενέργεια, μια αγάπη για τη ζωή και τη χαρά, ακόμα και στις αντίξοες συνθήκες. Κι αυτό το στοιχείο διαποτίζει και το «Djam», ειδικά με τη βοήθεια και της ηλιόλουστης φωτογραφίας του Πατρίκ Γκιρινγκελί, ενός διάχυτου ερωτισμού και της άφθονης μουσικής. Η οποία, αυτή τη φορά και καθόλου τυχαία, είναι το ρεμπέτικο, η πρώτη μουσική της προσφυγιάς, μελωδίες λάγνες γεμάτες ουσία, που κάνουν το ζητούμενο πέρασμα από το τότε στο τώρα, της προσφυγικής δυστυχίας.
Ωστόσο, ο Γκατλίφ καταπιάνεται με τα θέματα που τον απασχολούν με μια εξίσου χαρωπή αφέλεια: τα κουφάρια από βάρκες στην παραλία της Λέσβου και τα προσεκτικά τοποθετημένα ξεβρασμένα σωσίβια καλύπτουν το προσφυγικό, η ανάμνηση του παππού της Ντζαμ καλύπτει και τη χούντα, οι τραπεζίτες είναι κακοί και φορούν κοστούμια και κλείνουν τις δουλειές των απλών ανθρώπων, ο Κίμων Κουρής είναι το θύμα της κρίσης που πρώτα σκάβει λάκκο να θαφτεί, αλλά μετά πνίγει τη λύπη του στο ούζο. Σχηματικοί ήρωες για ένα εύκολο πολιτικό σχόλιο. Κι οι ηρωίδες που εξακολουθούν να μην φορούν βρακί και να πετούν κάθε τόσο τα ρούχα τους, για να καλύψουν την επιθυμία του Γκατλίφ για ζουμερή, σφιχτή νεανική σάρκα.
Μέσα σ' αυτό το συνδυασμό, η Δάφνη Πατακιά αποκαλύπτεται (κυριολεκτικά και μεταφορικά), ως μια φιγούρα ακαταμάχητη, ένα κορίτσι πανέμορφο και ακτινοβόλο, ικανό να στηρίξει το ενδιαφέρον για την ταινία και μόνο με την παρουσία της. Και να συμπληρώσει διαστάσεις στην αφήγηση, όσο ο Τονί Γκατλίφ ασχολείται με όμορφες εικόνες και ατίθασα πνεύματα.