Σε συνάντηση με τον τραπεζίτη του, ένας ιδιοκτήτης-οδηγός ταξί διαπιστώνει ότι θα πρέπει να δωροδοκήσει προκειμένου να λάβει το δάνειο που ζητά. Όμως ο ίδιος θέλει να παραμείνει ένας έντιμος άνθρωπος. Το συμβούλιο δεοντολογίας που εξέτασε την καταγγελία του, δεν δείχνει να συμμερίζεται την εντιμότητά του και ζητά επίσης το δικό του μερίδιο στη δωροδοκία! Σε απελπιστική οργή, πυροβολεί τον τραπεζίτη και έπειτα τον εαυτό του. Το συμβάν αυτό προκαλεί μια μεγάλη εθνική συζήτηση σχετικά με το πώς η απελπισία έχει καταβάλει την κοινωνία. Εν τω μεταξύ, πέντε οδηγοί ταξί και οι επιβάτες τους κινούνται μέσα στη νύχτα –κάθε διαδρομή με την ελπίδα να βρουν ένα καλύτερο δρόμο προς τα εμπρός, μια νέα κατεύθυνση.
Οποιοσδήποτε έχει σηκώσει ποτέ το χέρι κι έχει σταματήσει ένα ταξί, τουλάχιστον στην Ελλάδα, ή σε μια άλλη χώρα των Βαλκανίων ξέρει ότι μια διαδρομή με το κίτρινο αυτό μεταφορικό μέσο αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να πάρεις την “θερμοκρασία” μιας χώρας να μάθεις τα προβλήματά της, να κατανοήσεις την νοοτροπία της.
Από την άλλη, η καμπίνα των ταξί μοιάζει να αποτελεί έναν ιδιαίτερα κινηματογραφικό χώρο, αφού από τον Κιαροστάμι, τον Παναχί μέχρι τον Τζάρμους δεν είναι λίγοι οι σκηνοθέτες που έχουν γυρίσει ολόκληρες ταινίες με το ταξίμετρο να τρέχει.
Κάπως έτσι ο Στέφαν Κομαντάρεφ ξεκινά από μια ενδιαφέρουσα αφετηρία αυτή την νυχτερινή διαδρομή του στην σύγχρονη Βουλγαρία ακόμη κι αν η εικόνα που χτίζει είναι ως επί το πλείστον σκοτεινή κι απέλπιδα. Ακόμη κι αν η χώρα όπως λέει ένας από τους χαρακτήρες “είναι γεμάτη οπτιμιστές. Ολοι οι πραγματιστές και οι απαισιόδοξοι έχουν ήδη φύγει”.
Βλέποντας την ταινία δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις το γιατί. Μέσα από τις ιστορίες πέντε ταξιτζήδων οι οποίες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με αυτή που πυροδοτεί το φιλμ, οι “Ιστορίες Μιας Νύχτας” συνθέτουν το πορτρέτο μιας χώρας όπου ελάχιστα πράγματα σε κρατούν εκεί κι αντίθετα σχεδόν όλα σε σπρώχνουν να φύγεις. Κυριολεκτικά, με τρένο ή αεροπλάνο, ή μεταφορικά με ένα πιστόλι ή πηδώντας από μια γέφυρα.
Ο Κομαντάρεφ συλλαμβάνει την αίσθηση του αδιεξόδου με την επείγουσα κινηματογραφική γλώσσα σχεδόν ενός ντοκιμαντέρ, μέσα από μια γεμάτη ενέργεια, παρατηρητική κάμερα, αλλά δυστυχώς μοιάζει να βασίζεται περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε σε όχι ακριβώς πιστευτές συμπτώσεις και μια υπερβολική μεγέθυνση του δραματικού τόνου της ιστορίας που αποδυναμώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του φιλμ του.