Αμβούργο 1970. Σε μία μικρή σοφίτα που μποχάρει από τις ακαθαρσίες δεκαετιών, μπροστά από την αυτοσχέδια ταπετσαρία από τσοντοπεριοδικά, πίσω από το τραπέζι με τα μισοάδεια μπουκάλια φτηνού αλκοόλ και το υπερχειλισμένο τασάκι με τα αποτσίγαρα, η κάμερα έχει ακινητοποιηθεί, ίσως κι από το σοκ, στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Εκεί βρίσκεται, μπρούμυτα, ημίγυμνο κι εκτεθειμένο το πτώμα μίας μεσήλικης πόρνης. Μπροστά από το φακό, περνάει κι εξαφανίζεται, στριφογυρνά και μπαινοβγαίνει, η φιγούρα ενός επίσης ημίγυμνου άντρα. Σε έξαρση και πανικό. Προσπαθεί να βρει μια λύση για αυτό που έκανε, πίνει για να πάρει κουράγιο, τραβά τα χοντρά μπούτια της πόρνης και τη σκάει στο πάτωμα, παίρνει ένα πριόνι και την κομματιάζει, το αίμα ποτίζει το χαλί και τα σανίδια, τη βάζει σε μια βαλίτσα και την πετά στον ακάλυπτο. Πίσω από ένα κομμάτι τοίχου της κουζίνας θάβει ένα κομμάτι από τον κορμό της γυναίκας, έτσι, ως αιματοβαμμένο τρόπαιο. Αυτή είναι η πρώτη μας γνωριμία με τον Φριτς Χόνκα.
Συνοικία Σανκτ Πάουλι, 1974. Στους διαβόητα κακόφημους δρόμους της «παλιάς Τρούμπας» του Αμβούργου, το μπαρ «Χρυσό Γάντι» είναι στέκι ξοφλημένων ψυχών. Τα κατακάθια μιας χώρας που δεν αναστήθηκε από τις στάχτες της για όλους. Κάποιους τους ξέρασε εκεί στο περιθώριο, σε οικονομικό αδιέξοδο και απελπισία. Γερασμένες κι άρρωστες πουτάνες, μίζεροι κι εξαθλιωμένοι «μόνιμοι» που ο καθένας έχει τα παρατσούκλια του, όλοι συναντιούνται σε αυτό το καταγώγιο γιατί βρίσκουν το μόνο ενδιαφέρον στη ζωή στο πιοτό. Ανάμεσά τους κι ο Φριτς που καραδοκεί. Ενας παραμορφωμένος Κουασιμόδος με σκαμμένο δέρμα, μαυρισμένα νύχια, σάπιο χαμόγελο, ημίτρελο αλλήθωρο βλέμμα που, όπως ομολογεί μια θαμώνας, «ούτε θα τον κατουρούσα, ακόμα κι αν είχε πιάσει φωτιά». Κι όμως, πολλές τον ακολουθούν στη σκιαχτική σιχαμερή σοφίτα του, απλά με την υπόσχεση λίγου ακόμα αλκοόλ. Η συνέχεια είναι δεδομένη, βάναυση, εξευτελιστική, ανατριχιαστική.
Οπως ακριβώς και η ταινία του Φατίχ Ακίν («Μαζί ή Τίποτα», «Η Μαχαιριά», «Ο Παράδεισος Δεν Είναι Εδώ», «Μαζί Ποτέ»). Ενός σκηνοθέτη που κι εμείς θα ακολουθούσαμε, όπου κι αν ήθελε να μας πάει, ό,τι κι αν ήθελε να μας δείξει. Και, ξαφνικά, νιώθουμε σαν την κάμερά του - ακίνητοι, μουδιασμένοι, αηδιασμένοι και με απορία: γιατί το βλέπουμε όλο αυτό;
Να είμαστε ξεκάθαροι: θα βλέπαμε τα πάντα. Είμαστε ανοιχτοί σε οποιοδήποτε διάλογο θέλει να ανοίξει ένας κινηματογραφιστής. Σε ό,τι το σινεμά θέλει να μας υποβάλει, με ό,τι κι αν επιθυμεί να μας προκαλέσει, να μας ξεβολέψει. Θα κάτσουμε μπροστά στη μεγάλη οθόνη με τα μάτια και το μυαλό ορθάνοιχτα. Αρκεί όμως να νιώσουμε ότι πίσω από την άθλια εικόνα, πέρα από το σοκ και την ανατριχίλα, κάτω από τις στρώσεις επιτηδευμένης σαπίλας υπάρχει νόημα, ουσία, πραγματικός λόγος που γύρισε το στομάχι μας.
Εδώ, ο Ακίν μάς χώνει το κεφάλι σε μία τουαλέτα με σκατά, σαν σε άσκηση αμοραλιστικού σκηνοθετικού bullying. H μεταφορά στην μεγάλη οθόνη του non-fiction βιβλίου του δημοσιογράφου Χάινς Στρανκ, πάνω στη ζωή του σίριαλ κίλερ που συγκλόνισε το Αμβούργο των 70ς, Φριτς Χόνκα, μοιάζει με ένα δίωρο κολλαστήριο εικόνων, ήχων και κακοσμίας (θα ορκιζόσουν ότι μυρίζεις την αποσύνθεση της σάρκας - ζωντανών και νεκρών), που αρχικά σε σοκάρει, σε εξοργίζει και σταδιακά (κι αν το σκεφτείτε, αυτό είναι ακόμα χειρότερο) σε αναισθητοποιεί και απλά σε δυσαρεστεί, σε θίγει και σε θυμώνει.
Πώς μπορεί ένας τόσο ταλαντούχος, σκεπτόμενος κι ώριμος σκηνοθέτης να μην ξέρει ότι με το που ανοίγεις τον προβολέα και φωτίζεις το τέρας, αυτό είναι πανέτοιμο για το κοντινό του; Πόσο επιμελημένα αγνοεί ότι ακόμα και η αντιαισθητική εικόνα μπορεί να γίνει ανήθικα ηδονοβλεπτική (ειδικά με διευθυντή φωτογραφίας τον Ράισνερ Κλάσμαν); Οταν κινηματογραφείται με τέτοια γεωμετρική λεπτομέρεια και φροντίδα, κάνει πρωταγωνιστή, τελικά, τον ναρκισσισμό σου;
Επίσης, δεν μπορείς να αλλάζεις συνέχεια γνώμη. Με τι είσαι συνεπής; Με τον γκροτέσκο, σαδιστικό ρεαλισμό των βιασμών - θέλεις να με κάνεις να κοιτάξω κατάματα την ωμή βία μιας τοξικά μάτσο κοινωνίας πάνω σε ανυπεράσπιστες γυναίκες; ΟΚ να το κάνω. Μετά όμως γιατί γίνεσαι στιλίστας, γιατί καταφεύγεις σ' ένα αλά graphic novel μακάβριο χιούμορ, γιατί κρύβεσαι στην καρικατούρα;
Γιατί και η ερμηνεία του 23χρονου Γιόνας Ντάσλερ φλερτάρει με την καρικατούρα. Θαμμένος κάτω από βαρύ προσθετικό μακιγιάζ, σκηνοθετημένος να υπερβάλει σε μία "μπου σε τρόμαξα" overacting ερμηνεία, τελικά δεν παραδίδει παράπανω από κάτι εξοντωτικά σωματικό. Ομως όταν στους τίτλους τέλους πέσουν οι πραγματικές φωτογραφίες της αστυνομικής έρευνας, αντίθετα με την εξαιρετική στη λεπτομέρεια απεικόνιση των χώρων (από τον σκηνογράφο Τάμο Κουνζ), ο Ακίν μάς έχει εξαπατήσει. Εχει υπερβάλει: ο πραγματικός Χόνκα, ούτε τόσο παραμορφωμένος υπήρξε, ούτε τόσο ξέφωνα τερατώδης. Γιατί τέτοια «ευκολία» στο σχήμα και τη φόρμα λοιπόν;
Το μεγαλύτερο «γιατί» όμως κρύβεται στο βαθύτερο νόημα. Σ' ένα «μήνυμα», τόσο θολό, όσο κι απόπατος της λεκάνης του Χόνκα. Διάσπαρτα στην ταινία βλέπουμε τη φιγούρα μιας κοπέλας που ο serial killer φαντασιώνεται - την Πέτρα, ένα νεαρό κορίτσι, ένα «ξανθό άγγελο» που πειραματίζεται με την όψιμη σεξουαλικότητά της και κάνει την εφηβική επανάσταση, συχνάζοντας στην επικίνδυνη συνοικία Σανκτ Πάουλι. Αυτό το κορίτσι θα κλείσει την ταινία. Σαν μία ανατριχιαστική υπενθύμιση τρόμου. Τι θέλει λοιπόν ο Φατίχ Ακίν; Να μας τρομάξει; Θέλει να μας φυτέψει τον πανικό του "τι μπορούμε ανά πάσα στιγμή να πάθουμε στα χέρια ενός ψυχασθενήι"; Πραγματικά, μετά από αιώνες έμφυτου εσωτερικευμένου τρόμου, πιστεύει ότι είπε κάτι καινούργιο στις γυναίκες;