Στα χαρτιά, η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Βέλγου σκηνοθέτη Ρόμπιν Προντ φέρει όλες τις σημειολογικές και δομικές υποσχέσεις για ένα τουλάχιστον ερεθιστικό παιχνίδι με τα κλισέ του σύγχρονου αστυνομικού φιλμ, μέσα από μια ιστορία που ξεδιπλώνεται σε δύο μέρη:
Στο πρώτο, το «αστικό», δύο αδέλφια ληστών ξανασμίγουν με την αποφυλάκιση του ενός, τέσσερα χρόνια μετά από μια αποτυχημένη διάρρηξη. Ο Ντέιβ, που είχε γλιτώσει τη σύλληψη, ακολουθεί τώρα τον ίσιο δρόμο παρέα με τη Σιλβί, το πρώην κορίτσι-συνεργό του έγκλειστου αδελφού, του Κένι, που όμως δε γνωρίζει τίποτα για τη σχέση τους. Απροσάρμοστος, παρορμητικός και βίαιος, ο Κένι δυσανασχετεί με την απασχόληση που του βρίσκει ο Ντέιβ στο πλυντήριο αυτοκινήτων όπου δουλεύει ο ίδιος και φλερτάρει διαρκώς με το έγκλημα. Ο Ντέιβ, ψύχραιμος και γνωστικός, μάταια προσπαθεί τόσο να τον συνετίσει, όπως θα ήθελε και η παραιτημένη πλέον μητέρα τους, όσο και να του γνωστοποιήσει τον δεσμό του με την έγκυο Σιλβί.
Στο δεύτερο μέρος, το «επαρχιακό», η δράση μεταφέρεται από την Αμβέρσα στα δάση των Αρδεννών, όπου και θα τελεστεί η αλά Κάιν και Αβελ αναμέτρηση που προανήγγειλε το πρώτο. Για να ξεφορτωθεί το πτώμα του δήθεν ερωτικού του αντίζηλου, ο όλο και πιο ψυχωτικός Κένι έχει ζητήσει τη βοήθεια ενός πρώην συγκαταδίκου του που εδρεύει σε ένα ξέφωτο-σκουπιδότοπο, όπου θα παρασύρει και τον ανήσυχο Ντέιβ.
Αυτά ωστόσο, όπως είπαμε, μονάχα στα χαρτιά. Καθότι η πορεία από κει μέχρι την εκτέλεση δεν επιφυλάσσει καμία τρέλα, πέρα απ’ αυτήν που υπαγορεύει η στείρα σινεφιλία του Προντ, και κανένα ρίσκο, κι ας μιλάμε για χαρακτήρες που ζουν στα άκρα. Για την ακρίβεια, κανένα παιχνίδι, στοιχειώδες έστω, δε γίνεται με τα κλισέ, τα οποία μένουν στη θέση τους ακούνητα, αγκιστρωμένα στις συμβάσεις που τα γέννησαν και τα σχήματα που υπηρετούν, απλά και μόνο για να «κυλήσει» η αφήγηση προς την προδιαγραμμένη κορύφωση.
Κύρια αδυναμία του νεόκοπου σκηνοθέτη, η αμφιθυμία. Να πάρει το υλικό του στα σοβαρά, ή μήπως να το τσιγκλήσει με χιούμορ και ειρωνεία; Ομως για κανένα από τα δύο δε φαίνεται να έχει ακόμα τα εφόδια. Η ταινία του δεν καταφέρνει να εκτοξευθεί ούτε προς το μέρος της αστυνομικό-οικογενειακής τραγωδίας τύπου Τζέιμς Γκρέι, όπου οι τόνοι και οι υπαινιγμοί ορίζουν και την ουσία, αλλά ούτε και προς εκείνο της μαύρης κωμωδίας αλά Κοέν, έτσι που αρνείται να παραδεχτεί την ηλιθιότητα του υποκειμένου του (του Κένι) και ρίπτει ατάκτως σύμβολα και καρικατούρες (ο ημίγυμνος γκάνγκστερ με τον κρεμαστό σταυρό! O γουνοφόρος τραβεστί βοηθός/εραστής του! Οι δραπέτες στρουθοκάμηλοι!;;;) στο ιστορικό τερέν της καθοριστικής μάχης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι έτσι μένει σφηνωμένη κάπου ανάμεσα. Αποτελεσματική μεν στους ρυθμούς και το νεύρο της, αλλά αμήχανη στη στάθμιση και τη σύνθεση των επιμέρους στοιχείων της.