Σε μια πόλη που φλέγεται από ταραχές, πέντε φίλοι μαζεύονται σε ένα σπίτι όπου ένας δικός τους έχει πεθάνει. Παγιδευμένοι στο σπίτι του δεν μπορούν να αποφασίσουν για τον τρόπο της ταφής του. Η ζέστη κάνει την κατάσταση αφόρητη αλλά εκείνοι επιμένουν στις διαφορές τους. Το πτώμα αρχίζει να αποσυντίθεται, οι σχέσεις τους δοκιμάζονται και τα μυστικά τους αποκαλύπτονται. Σύντομα, τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
Το βασικό πρόβλημα της νέας ταινίας του Στράτου Τζίτζη, μοιάζει να είναι κυρίως η καταγωγή της. Γεννημένη για την θεατρική σκηνή, μοιάζει να κουβαλά και στην κινηματογραφική της μεταφορά αρκετά από εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν συχνά την θεατρική εμπειρία προβληματική. Εναν βαρύγδουπο διδακτικό λόγο, μια καταπιεστική σοβαροφάνεια, την βαριά σκιά της αλληγορίας, τις μη ρεαλιστικές ερμηνείες.
Το τελευταίο είναι κάτι που οι ηθοποιοί του προσπαθούν να νικήσουν και συχνά το καταφέρνουν στην οθόνη, όμως το γεγονός ότι σχεδόν όλη η ταινία διαδραματίζεται σε τέσσερις τοίχους κι ότι οι ήρωες σπάνε περιοδικά τον «τέταρτο τοίχο» για να μιλήσουν κατ ευθείαν στην κάμερα δεν βοηθά. Ομως αν η κινηματογράφηση προσπαθεί να σε κάνει να ξεχάσεις ότι αυτή είναι η μεταφορά στο σινεμά ενός θεατρικού, το σενάριο, οι χαρακτήρες, οι διάλογοι, οι ιδέες, δεν σε αφήνουν να το κάνεις ούτε στιγμή.
Οι δόσεις μιας μαύρης (κατάμαυρης) κωμωδίας βοηθούν την ιστορία να αποκτήσει κατά στιγμές έναν πιο ενδιαφέροντα τόνο, αλλά πέρα του ότι δεν λειτουργούν πάντα, δεν αρκούν επίσης να αλλάξουν τον τόνο αυτού του κατά βάση υπερβολικά σοβαροφανούς δράματος.
Αυτή η βαρύγδουπη αλληγορία για την ελληνική κοινωνία του τώρα, χρησιμοποιεί πέντε ήρωες που συζητούν για τον τρόπο ταφής ή καύσης ενός συγγενή ή φίλου τους που βρίσκεται νεκρός -κι έχει αρχίσει να μυρίζει- στο δίπλα δωμάτιο, ενώ έξω η πόλη «καίγεται» από τις ταραχές. Ηρωες που μοιάζουν περισσότερο με σχήματα, με εκπροσώπους ιδεολογιών και προσωποποιημένων αγκυλώσεων της ελληνικής κοινωνίας, φορείς πολιτικών, νοοτροπιών, απόψεων και εμμονών.
Η «Καύση» τους βάζει στο ίδιο δωμάτιο κι ανεβάζει την θερμοκρασία, αλλά με τρόπο τεχνητό, με την σύμβαση ενός θεατρικού -που απαιτεί από εσένα να την αποδεχθείς όταν είσαι σε μια θεατρική αίθουσα, μα που δεν λειτουργεί το ίδιο πετυχημένα σε μια κινηματογραφική. Κάπως έτσι αυτή η κοινωνικοπολιτική αλληγορία μοιάζει υπερβολικά προφανής, υπερβολικά μεγαλόφωνη και «τεχνητή» ακόμη κι αν στην πορεία κάνει μερικές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για την Ελλάδα και τους Ελληνες του τώρα...