To γεγονός πως η Ναντίν Λαμπακί αποδεικνύει στην τρίτη της ταινία (θυμηθείτε το «Caramel» και το «Οταν Θέλουν οι Γυναίκες») πως μπορεί ως σκηνοθέτης να χειριστεί ικανά μια δύσκολη παραγωγή τόσο σε μέγεθος όσο και απαιτήσεις εξαιτίας των ερασιτεχνών ηθοποιών της, δεν κάνει απαραίτητα την ταινία της κάτι περισσότερο από μια «εύκολη» ματιά πάνω στην ανθρώπινη δυστυχία όπως αυτή απλώνεται πάνω από τη σύγχρονη Βηρυτό, εκεί όπου θα συναντηθούν οι ιστορίες του Ζεν και της Ραχήλ.
Ο 12χρονος (ή έτσι υπολογίζουν όλοι αφού ακόμη και οι γονείς του δεν γνωρίζουν την ηλικία του) Ζεν μεγαλώνει με την πολυμελή οικογένειά του στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Βηρυτού. Είναι με κάποιο τρόπο ο άντρας του σπιτού, αφού δουλεύει, κλέβει φαγητό για λογαριασμό όλων και είναι αυτός που φροντίζει τα αδέρφια του. Περισσότερος δεμένος με τη συνομίληκη αδερφή του, θα φύγει από το σπίτι, όταν οι γονείς του θα την «πουλήσουν» σε έναν ενήλικα για να την παντρευτεί, ανταλλάσσοντας έτσι διαρκές ενοίκιο για το διαμέρισμα στο οποίο μένουν. Στη διαδρομή του μέσα στην πόλη θα συναντήσει την Ραχήλ, μια γυναίκα από την Αιθιοπία που δουλεύει καθαρίστρια σε ένα λούνα - παρκ και μεγαλώνει κρυφά το παιδί της. Με τα χαρτιά της να έχουν λήξει, η Ραχήλ προσπαθεί να βρει λύση, ενώ εμπιστεύεται στον Ζεν τη φροντίδα του μωρού της.
Φυσικά και αυτή η σύνοψη είναι μόνο το περίγραμμα μιας ταινίας που δεν φοβάται να καταδείξει τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας που θα συμβούν σε ένα αθώο παιδί, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να καταγγείλει τους ενήλικες μιας ολόκληρης κοινωνίας (έτσι κι αλλιώς η ταινία εκτυλίσσεται γύρω από την εκδίκαση της αγωγής του Ζεν εναντίον των γονιών του με την κατηγορία ότι «τον έφεραν στη ζωή») και μαζί τον κόσμο όλο, παίζοντας χωρίς ενοχή ταυτόχρονα και με την αίσθηση σοκ προς τον Δυτικό θεατή ο οποίος - δυστυχώς - μοιάζει να περιμένει διαρκώς μια τέτοια ταινία για να μάθει τι συμβαίνει έξω από την πόρτα του σπιτιού του.
Και αν μια ταινία καθαρής καταγγελίας δεν έχει πλέον πολλά στο να βασιστεί, εκτός από την κινηματογραφησή της, η Λαμπακί επιλέγει όλους τους λάθος τρόπους για να γυρίσει την ιστορία του Ζεν - και δεν εννοεί κανείς μόνο την πομπώδη μουσική που τερματίζει τον μελοδραματισμό ακόμη και στις λίγες στιγμές που η κάμερα προσπαθεί να δηλώσει αποστασιοποιημένη, ούτε φυσικά τα ιντερλούδια αργής κίνησης που καταλήγουν με τη βοήθεια κάμερας σε drone σε εντυπωσιακά εναέρια πλάνα που παραπέμπουν σε διαφημιστική ταινία.
Απόλυτα χειριστική, με μελετημένη κάθε επόμενη σκηνή που θα κάνει το μέσο θεατή να αγανακτήσει για τη μοίρα αυτού του παιδιού, με ισόποσες δόσεις χιούμορ και πόνου, τρυφερότητας και βίας, η Λαμπακί θα ήθελε να κάνει την «Πόλη του Θεού», αλλά στην πραγματικότητα κάνει ένα ξεχειλωμένο «Slumdog Millionaire» και με έναν τρόπο (που ακούγεται όσο άσχημα διαβάζεται) ένα σχεδόν οσκαρικό crowd pleaser, εκμεταλλευόμενη - είμαστε σίγουροι - καταστάσεις που όντως συμβαίνουν στο Λίβανο, όπως και σε όλη τη Μέση Ανατολή, αλλά ευτυχώς όχι κινηματογραφημένες σαν να επρόκειτο για τις ανάγκες ενός πολυτελούς coffee table book.
Η τόλμη της Ναντίν Λαμπακί να καταπιαστεί με μια φέτα αληθινής ζωής καταποντίζεται από την ολοφάνερη διάθεσή της να είναι καταγγελτική, αλλά όχι και επιθετική στο θεατή. Στην ταινία της υπάρχουν (ολιγόλεπτες) στιγμές νεορεαλιστικής αυθεντικότητας (που βασίζονται κυρίως στις ερμηνείες των ερασιτεχνών ηθοποιών της) και μικρές δόσεις ανατρεπτικού χιούμορ, κόντρα στην βαρύτητα όσων δείχνει, αλλά το φλερτ της με τον μελοδραματισμό είναι τόσο έντονο που πολύ γρήγορα η «Καπερναούμ» καταλήγει σε ένα στα όρια του exploitation και μαζί αφελούς μωσαϊκού από μικρές και μεγάλες δυστυχίες - για τα μάτια σας μόνο.
Η εκδηλη αναφορά στη βιβλική ιστορία του Χριστού που επισκέφθηκε την ομότιτλη πόλη για να σηκώσει τον παράλυτο από το κρεβάτι του και έτσι να πείσει για την ταυτότητά του όσους τον αμφισβητούσαν, μένει εδώ χωρίς αντικείμενο, καθώς όσο και να προσπαθήσεις είναι αδύνατον να βρεις το παραμικρό θαύμα σε αυτήν την ταινία.