Η Γκρέτα είναι το πρότυπο της χαρωπής Αμερικανίδας (ξανά σε κίνδυνο η Λόρα Κόεν του «Walking Dead»), με το λαμπερό της, αθώο πρόσωπο, τα μακριά πόδια και την πεποίθηση ότι όλα θα πάνε καλά - μόνο που στην καινούρια της δουλειά, όλα δε θα πάνε ακριβώς καλά, όπως γνωρίζουμε από την πολύ αρχή, βλέποντάς τη να φτάνει στην όμορφη και συνάμα ανατριχιαστική βρετανική έπαυλη. Η Γκρέτα έχει αναλάβει εκεί μια δουλειά, για να ξεφύγει από τους δικούς της δαίμονες πίσω στην πατρίδα. Θα είναι η νταντά του Μπραμς, του γιου του ζευγαριού ιδιοκτητών. Μόλις συνειδητοποιήσει ότι ο Μπραμς δεν είναι πραγματικό αγοράκι, αλλά μια πορσελάνινη κούκλα, αρχικά θα βάλει τα γέλια, αλλά αυτά γρήγορα θα της κοπούν. Το ζευγάρι φεύγει διακοπές κι η Γκρέτα μένει μόνη με τον Μπραμς - αμελεί ν' ακολουθεί τις αυστηρές οδηγίες του πώς να τον ξυπνά, ντύνει, διαπαιδαγωγεί, ψυχαγωγεί κι ο Μπραμς αρχίζει να εκνευρίζεται, πρώτα με ελαφρώς kinky σκανταλιές και μετά με καταστροφική οργή.
Ο σκηνοθέτης του «The Devil Inside» παρουσιάζει μια κλασικών αρχών ταινία τρόμου, έναν φρεσκαρισμένο στιλιστικά Τσάκι και στο πρώτο μέρος της ταινίας δεν τα καταφέρνει καθόλου άσχημα. Η φωτογραφία έχει μια ανησυχητική τελειότητα, σαν το σύμπαν της Γκρέτα και του σπιτιού να είναι προσεκτικά ζωγραφισμένο από μαγικό χέρι. Η ατμόσφαιρα εγκυμονεί κινδύνους, το χιούμορ ανεβάζει το σασπένς και οι ανατροπές του σεναρίου πατούν πάνω σε γνωστά μονοπάτια, τα οποία ο θεατής ακολουθεί πρόθυμα, νιώθοντας με ενθουσιασμό πού θα καταλήξουν. Δυστυχώς στο δεύτερο μέρος η ταινία αποφασίζει να πρωτοτυπήσει και να εισαγάγει στην ιστορία αυτούσιο το παρελθόν της Γκρέτα με σάρκα και οστά κι ένα αμήχανο κατηγορώ στην οικογενειακή βία, καταλήγοντας μ' ένα φινάλε ακόμα λιγότερο πειστικό κι από την αγάπη του πορσελάνινου Μπραμς για την κλασική μουσική.