Στη Μονμάρτη η νύχτα δεν τελειώνει όταν ξημερώνει.
Κάπου ανάμεσα στη νύχτα και τη μέρα («στον παράδεισο και στην κόλαση»), την ώρα που μια καθαρίστρια τρέχει γιατί έχει αργήσει στη δουλειά της και μια κοπέλα περπατά σαν να μην σταμάτησε ποτέ σε όλη τη ζωή της, πριν κατευθυνθεί σε μια υπαίθρια καντίνα για να φάει τηγανητές πατάτες και ένας ναύτης την πάρει με τη μηχανή του για μια πρωινή βόλτα, αυτή είναι η στιγμή που τα πλάσματα της νύχτας κάνουν την τελευταία τους απέλπιδα προσπάθεια να ξεγελάσουν τους νόμους... της φύσης.
Αυτή είναι η ώρα που ο Μπόμπ κάνει την τελευταία γύρα στα μπαρ, για μια παρτίδα στα όρθια και μια ακόμη (και μια ακόμη) ζαριά, πριν πέσει για ύπνο και ξυπνήσει πάλι με το σούρουπο, πιει μια γουλιά κρασί αντί για ζεστό καφέ και ξεκινήσει ξανά από την αρχή τη δική του διαδρομή, σαν να μην σταμάτησε κι αυτός ποτέ σε όλη του τη ζωή.
Διάσημος ως ο «Μπόμπ ο Χαρτοπαίκτης», θα παραδεχτεί χωρίς καμία συστολή πως κερδίζει σπάνια και άλλωστε το προδίδει η ήττα που διαγράφεται στο κουρασμένο από το ξενύχτι πρόσωπό του, η πρακτική του να κερδίζει στον ιππόδρομο και να τα παίζει όλα απερίσκεπτα στα χαρτιά, η Ιστορία που απλώνεται πάνω στα λευκά, σχεδόν πλατινέ μαλλιά του, η σχέση «πάθους» που διατηρεί με την αστυνομία, η μοναξιά του που ξεχειλίζει στο μπουκάλι γάλα που του τοποθετεί στο πάτωμα, στην άκρη της κουζίνας, ευλαβικά, η οικονόμος του σπιτιού του την ώρα που αυτός κοιμάται.
Σε όλη του τη ζωή προσπάθησε - όχι πάντα πετυχημένα - να γίνει ένα γνήσιο τέκνο της νύχτας που μπορεί να προδόθηκε από την εποχή που άλλαξε κι έγινε πιο κυνική και πιο ανήθικη, αλλά που δεν σταμάτησε στιγμή να τηρεί απαράβατα και με… κόστος τους άγραφους κανόνες ηθικής που κάνουν ακόμη και τους πιο απόκληρους αυτού του κόσμου να αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία.
Αυτή θα έρθει, όχι μόνο δεύτερη αλλά και τελευταία της ζωής τους, στη μορφή ενός ριφιφί που θα οργανωθεί από μια συμμορία που θα συσταθεί ερασιτεχνικά, σχεδόν αυθόρμητα, σαν ένα βαλς που χορεύεις επειδή έχεις πιει λίγο παραπάνω ένα βράδυ σε ένα μπαρ. Αν καταφέρουν να μπουν στο θησαυροφυλάκιο του καζίνο της Ντοβίλ, τους περιμένουν 800 εκατομμύρια φράγκα και μαζί μια ζωή από την αρχή. Αρκεί ο Μπόμπ να θυμηθεί τη σωστή στιγμή πως το να χάνεις στα ζάρια είναι πολύ διαφορετικό απ' ό,τι όταν ποντάρεις τα πάντα στην μπάνκα.
Τέσσερα χρόνια πριν την επίσημη έναρξη της Nouvelle Vague, ο Ζαν-Πιερ Μελβίλ παίρνει την κάμερα στο χέρι, αφήνει απλήρωτους τους άγνωστους ηθοποιούς του (παρά τα αρχικά κάστινγκ πυ ήθελαν για το ρόλο του Μπομπ τον Αλέν Ντελόν και τον Ζαν Γκαμπέν - ευτυχώς για την εμβληματική φιγούρα του Ροζέρ Ντισέν στο ρόλο του Μπομπ), αφιερώνει κάθε του πλάνο στη «Ζούγκλα της Ασφάλτου» του Τζον Χιούστον και βγαίνει στο Παρίσι για να αλλάξει όλα όσα γνώριζε το ευρωπαϊκό σινεμά για το φιλμ νουάρ, το gangster film και τη δόση ρομαντισμού και μελαγχολίας που μπορείς να χωρέσεις μέσα σε ένα «αστυνομικό», αποθεώνοντας όλα τα κλισέ ενός heist movie σε μια πρωτοφανή συλλογή από νεωτερικότητες που έμοιαζαν ήδη από τη στιγμή της αυτοσχέδιας εκτέλεσής τους με αδιαφιλονίκητο, κλασικό σινεμά για τους αιώνες.
Σε απαστράπτον ασπρόμαυρο που κάνει τα έντονα κοντράστα, πρωτίστως των συναισθημάτων, να συγκρούονται χωρίς εμφανή νικητή σε κάθε πλάνο, ο Μελβίλ αφηγείται με όρους αμερικάνικου κλασικού σινεμά τη συναρπαστική οργάνωση ενός ριφιφί (γραμμένου από τον Ογκίστ λε Μπρετόν που είχε υπογράψει ένα χρόνο πριν το «Rififi» του Ζιλ Ντασέν), κρύβοντας κάτω από την επιφάνειά του μια πικρή ελεγεία για τη μεταπολεμική Γαλλία και μαζί την υποδοχή ενός νέου, θαυμαστού κόσμου όπου το «μεγάλο κόλπο» είναι να είσαι ελεύθερος - από το παρελθόν, τις ίδιες σου τις αμαρτίες, την ανομολόγητη πίστη στην αθωότητα της νεότητας.
Οση ώρα ο θεατής απολαμβάνει το στη λεπτομέρεια σκηνοθετημένο μεγάλο κόλπο (γνωρίζοντας ίσως πως δεν θα μπορεί παρά να έχει τραγική κατάληξη), ο Μελβίλ μπαινοβγαίνει στα διαμερίσματα του Παρισιού, στα γραφεία του αστυνομικού τμήματος, στα στέκια του υποκόσμου και τα ξεσκέπαστα αυτοκίνητα και μοιάζει σαν να σταματάει το χρόνο. Χορογραφεί τους ήρωές του σαν να οδηγούνται από τη μοίρα σε ένα στημένο παιχνίδι όπου κάθε τους κίνηση είναι προμελετημένη από πολύ πριν - όταν πίστεψαν ότι μπορούν να είναι κάτι περισσότερο από παίχτες μιας αυτοσχέδιας και χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο παρτίδας για να περάσει η ώρα και να ξημερώσει.
Η εικόνα του Μπόμπ μέσα στο καζίνο, λίγο πριν το φινάλε, γυρισμένη σαν ντοκιμαντέρ και την ίδια στιγμή με τεχνική που θα ζήλευε όλη η αφρόκρεμα του χολιγουντιανού νουάρ, δεν ορίζεται από τα «κόλπα» (βλ. jump cuts και περίεργες γωνίες) που άνοιξαν την πόρτα στο πιο επιδραστικό ρεύμα που γνώρισε ποτέ ο σύγχρονος κινηματογράφος, αλλά από την πεμπτουσία των καταραμένων ηρώων που λίγο αργότερα θα έφτιαχναν τη μεγάλη λίστα του γαλλικού, αρχικά και αργότερα αμερικάνικου σινεμά, από τον Μισέλ του «Με Κομμένη την Ανάσα» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ μέχρι τον Αλεξ στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, από τον Τζον στο «Hard Eight» του Πολ Τόμας Αντερσον μέχρι σύσσωμο το «Reservoir Dogs» του Κουέντιν Ταραντίνο - για να αναφέρουμε μόνο λίγους από όσους ήπιαν... αλκοόλ στο όνομα του Μελβίλ. .
Εδώ, σε αυτήν την βαθιά μελαγχολική ταινία, ήρωες για πρώτη και τελευταία φορά γεννημένοι «με έναν άσο στην παλάμη», πλάσματα που γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν την ώρα που η νύχτα γίνεται μέρα και ο παράδεισος κόλαση.