Υπάρχει ένα ανέκδοτο που λέει ότι αν νομίζεις πως έχεις δει την τελευταία ταινία του Τακάσι Μίικε, καλό θα ήταν να κάνεις ένα refresh στο imdb γιατί σίγουρα θα έχουν προστεθεί τουλάχιστον δύο ακόμα πιο πρόσφατες.
Ο μόλις 57χρονος Ιάπωνας θρύλος του cult κινηματογράφου και της μεταμεσονύχτιας ζώνης των φεστιβάλ ανά την υφήλιο συνεχίζει να σκηνοθετεί με ρυθμούς πολυβόλου και τό μόνο που συναγωνίζεται τον αριθμό των ταινιών του (δύο, τρεις, ακόμα και τέσσερις κάθε χρόνο) είναι το bodycount σε αυτές. Κι ενώ οι πιο γνωστές δημιουργίες του («Audition», «Gozu») έχουν αποτελέσει αφορμή για μερικές θρυλικές προβολές σε εγχώρια φεστιβάλ, όπως οι Νύχτες Πρεμιέρας, η ελληνική διανομή έχει παραμείνει μάλλον ασυγκίνητη από το αιματοβαμμένο και διεστραμμένο όραμα του σκηνοθέτη, με το σύνολο σχεδόν των ταινιών του (κάποιες απολύτως δικαιολογημένα, γιατί απλούστατα δεν βλέπονται) να μην έχει βρει ποτέ το δρόμο προς τις αίθουσες και με μοναδική εξαίρεση το «Sukiyaki Western Django» το 2007.
Η «Λεπίδα του Αθάνατου» είναι αισίως η 100στη (!) ταινία του Μίικε και μία από τις πιο δυνατές στιγμές του τα τελευταία πέντε τουλάχιστον χρόνια. Βασισμένη στην πολυετή σειρά manga του Χιροάκι Σαμούρα, η ταινία είναι ένα πάντρεμα της αισθητικής και της (εχμ) καρτουνίστικής βίας τόσο του πρωτογενούς υλικού, όσο και της συντριπτικής πλειοψηφίας της αχανούς φιλμογραφίας του σκηνοθέτη με τα πιο στιβαρά σαμουράι ιστορικά δράματα του, όπως το «13 Assassins» (ομολογουμένως την πιο ολοκληρωμένη, αισθητικά, σκηνοθετικά και σεναριακά, ταινία του) και το «Hara-Kiri: Death of a Samurai».
Η αριστουργηματική ασπρόμαυρη εισαγωγή, που θα έκανε τον Κουέντιν Ταραντίνο να πρασινίσει από τη ζήλεια, δίνει από την αρχή τον τόνο και το ρυθμό της ταινίας: σε ένα μαζικό ξεπάστρεμα άνευ προηγουμένου ο νεαρός σαμουράι Μάντζι εξολοθρεύει τους 100 μισθοφόρους που ευθύνονται για το θάνατο της μικρής του αδερφής, κερδίσοντας επάξια τον τίτλο του Δολοφόνου των 100. Όταν κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης τραυματιστεί θανάσιμα, μια υπεραιωνόβια μοναχή και μάγισσα, η Γιαομπικούνι, θα τον σώσει από το βέβαιο θάνατο, αλλά ταυτόχρονα θα τον καταδικάσει στην αθανασία, τοποθετώντας μέσα στο σώμα του τα ιερά σκουλήκια του αίματος (καλά διαβάσατε), τα οποία θα γιατρεύουν στο εξής κάθε πληγή του και θα επανενώνουν τα ακρωτηριασμένα του μέλη.
Πενήντα χρόνια μετά, κι ενώ ο Μάντζι έχει ήδη πάρει μια γεύση από το τίμημα της αθανασίας (κι η ταινία έχει γίνει έγχρωμη), ο σαμουράι που ζει με το βάρος και την κατάρα του θρύλου του υπόσχεται να βοηθήσει ένα κορίτσι, τη Ριν, που μοιάζει συγκλονιστικά στη νεκρή του αδερφή (την υποδύεται η ίδια ηθοποιός) και να εκδικηθεί μία ομάδα ικανότατων ξιφομάχων με επικεφαλής τον ερμαφρόδιτο κι αδίστακτο πολεμιστή Ανότσου, που ευθύνεται για τη δολοφονία των γονιών της. Η αποστολή αυτή θα αλλάξει τον Μάντζι, με τρόπους που δεν μπορεί καν να φανταστεί, αλλά κυρίως δεν μπορεί να φανταστεί ο θεατής.
Στιλιζαρισμένη κι εξωφρενική, όπως όλες οι δημιουργίες του Μίικε Τακάσι, η «Λεπίδα του Αθάντου» μας συστήνει μια πλειάδα απίθανων χαρακτήρων και πολεμιστών, προσπαθώντας να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερους χαρακτήρες από το manga στο οποίο βασίζεται και θυμίζοντας σε δομή ένα video game, που όσο προχωράει ανεβαίνει σε επίπεδο δυσκολίας και απιθανοτήτων, και είναι ακριβώς αυτή η αποσπασματικότητα και η χαοτική σεναριακή δομή που ενδεχομένως θα κουράσουν τον αμύητο στο σινεμά του Μίικε θεατή. Οι γνώστες, ωστόσο, πολλώ δε μάλλον οι θαυμαστές του σκηνοθέτη, θα εκτιμήσουν εκ νέου το χαοτικό του όραμα, όπως μετουσιώνεται για ακόμα μια φορά σε αμέτρητα αιματαοκυλίσματα, ακρωτηριασμούς, στιχομυθίες που δε βγάζουν πάντα νόημα και λογικά άλματα και κενά, τα στοιχεία που συνθέτουν δηλαδή το μοναδικό σύμπαν του Ιάπωνα δημιουργού.
«Ο θάνατος είναι ανελέητος, αλλά η αθανασία είναι ακόμα περισσότερο», θα πει σε κάποια σκηνή της ταινίας ο Μάντζι, λίγο πριν το εκπληκτικό φινάλε της τελικής μάχης με τους 300 (!) αντιπάλους, που μοιάζει να κορυφώνει τη φιλμογραφία και όλα όσα πρεσβεύει για το σινεμά και την ποπ κουλτούρα ο Μίικε. Tο ίδιο ανελέητη, όμως, είναι και η ταινία του, αμετροεπής στα 140 λεπτά της και σχιζοφρενική, με την παντελή έλλειψη του μέτρου και την επαναληπτικότητα να υποβαθμίζουν το τελικό αποτέλεσμα, αλλά, από την άλλη πλευρά, μια μοναδική αίσθηση ανόθευτου fun και φυσικά την sui generis σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του σκηνοθέτη να υπενθυμίζουν γιατί κατέχει τόσο ξεχωριστή θέση στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα.
Τώρα που η ευχή να εκατοστήσει ο Μίικε τις ταινίες του είναι ήδη παρελθόν (αισίως βρίσκεται στις 102 κι έχουν περάσει μόλις πέντε μήνες από την πρεμιέρα της «Λεπίδας» στις Κάννες!), το μόνο που μένει είναι να τις ...διακοστήσει. Του το ευχόμαστε ολόψυχα.