Ο Τζιατσίντο είναι ένας άντρας χωρίς ηθικούς φραγμούς που ζει με την πολυμελή οικογένειά του μέσα στη φτώχια και την εξαθλίωση σε μια παράγκα στις φτωχογειτονιές της Ρώμης. Η απαράδεκτη συμπεριφορά του όμως οδηγεί την υπόλοιπη οικογένεια στα άκρα και τελικά όλοι μαζί αποφασίζουν να τον βγάλουν από τη μέση.

Το «Βίαιοι, Βρώμικοι, Κακοί!» μοιάζει με κάποιο τρόπο με το κεντρικό σκηνικό μέσα στο οποίο ζει κυριολεκτικά στιβαγμένη η πολυμελής οικογένεια του μονόφθαλμου Τζιατσίντο. Θορυβώδες, αεικίνητο, αναδίδει σχεδόν ζωντανή την οσμή της φτώχιας και της εξαθλίωσης και ταυτόχρονα τολμά να διασκεδάζει με τον ίδιο του τον εαυτό επιβιώνοντας άλλοτε στο τρομακτικό σκοτάδι και άλλοτε στο εκτυφλωτικό φως.

Στον αντίποδα του φελινικού «τσίρκου», ο Ετόρε Σκόλα δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ποτίσει την κριτική του με ενέσεις μαγικού ρεαλισμού ή αναγεννησιακής φαντασίας. Δίνοντας ένα χτύπημα κάτω από τη μέση στον νεορεαλισμό, τον χρησιμοποιεί μόνο για να τον ακυρώσει. Στη θέση του, ανεβάζει το volume στο γκροτέσκο και την ωμότητα, προκαλεί την ηθική και ολοκληρώνει ένα κυνικό σχόλιο πάνω στην μοίρα των ταπεινών και των καταφρονεμένων.

Από την παραγκούπολη του θα παρελάσουν όλα τα «κακά» της μοίρας των φτωχών: η ατιμία, η παρανομία, η φιλαργυρία, η τσιγκουνιά, το ωμό σεξ... Μονόφθαλμοι, ανάπηροι, τραβεστί, πόρνες, γριές και παιδιά γίνονται οι πρωταγωνιστές μιας θεατρικής παράστασης του παραλόγου που ο Σκόλα ενορχηστρώνει με απαράμιλλη τεχνική σε μια ηδονοβλεπτική, συχνά σοκαριστική και κατάμαυρη εκκωφαντική «Οπερα της Πεντάρας» από την ανάποδη.

Μόνο που όλα ξεκινάνε και τελειώνουν ακριβώς εκεί. Σε μια κλειδαρότρυπα που ο Σκόλα έχει καθαρίσει από τη σκόνη ώστε να θέσει τον (προνομιούχο) θεατή αντιμέτωπο με μια γωνιά της Ιταλίας και του κόσμου που κανονικά δεν θα έβλεπε ποτέ. Οι «μικρές» ιστορίες των ηρώων του πατάνε πάνω στο ίδιο μονοδιάστατο μοτίβο – της σουρεαλιστικής υπερβολής -, το βλέμμα του πάτερ φαμίλια Νίνο Μανφρέντι δεν αλλάζει ακόμη κι όταν πλέον καταλαβαίνει πως τα χρήματα που έχει κερδίσει σαν κρατική αποζημίωση για το χαμένο μάτι του δεν θα του φέρουν την ευτυχία, οι πιο σκληρές σκηνές του φιλμ μοιάζουν συχνά εμβόλιμες μόνο για να προκαλέσουν σοκ και το φινάλε – παραβολή παραμένει ειρωνικά όσο και αμήχανα «εύκολο».

Μετά τους τίτλους τέλους, αναγνωρίζεις μια ντελιριακή στιγμή ενός μετριοπαθούς σκηνοθέτη, μπορείς ιστορικά να ανιχνεύσεις τα κυριότερα στοιχεία της «comedia all'italiana» που μεσουράνησε στις δεκατίες του '60 και του '70 με εκπροσώπους τον ίδιο τον Σκόλα, τον Ντίνο Ρίζι, τον Μάριο Μονιτσέλι και τον Μάρκο Φερέρι, αλλά τελικά δεν μπορείς παρά να προσπεράσεις το φιλμ ως ένα ξεπερασμένο σημάδι μιας εποχής, αναπολώντας συνεχώς το «Θαύμα στο Μιλάνο» του Βιτόριο Ντε Σίκα ως μια πραγματικά συναρπαστική, διασκεδαστική, μαγική και διαχρονική απεικόνιση των ξεχασμένων παιδιών ενός άλλου Θεού.