Το «Ben Is Back» είναι ένα οικογενειακό δράμα κατά των ναρκωτικών, το οποίο είναι μια καλή, ας πούμε, αρχή, από έναν σκηνοθέτη/σεναριογράφο με μια ενδιαφέρουσα, πάντα, μελαγχολία, όπως στα «About a Boy» (όπου έκανε, βέβαια, μόνο τη διασκευή του βιβλίου), «Pieces of April» και «Dan in Real Life» και μ' ένα στιβαρό καστ, από τη βετεράνο, πια, στο δράμα, Τζούλια Ρόμπερτς, ως την αποκάλυψη Λούκας Χέτζες (του «Μια Πόλη Δίπλα στη Θάλασσα»). Πώς, λοιπόν, πηγαίνουν όλα τόσο στραβά; Οχι στη ζωή του Μπεν μόνο, αλλά κυρίως στην ταινία;
Ο Μπεν είναι ένας έφηβος ναρκομανής που εγκαταλείπει, λίγο νωρίτερα απ' όσο έπρεπε, το κέντρο αποτοξίνωσης όπου έχει περάσει 77 ημέρες, για να επισκεφθεί το πατρικό του σπίτι για τις μέρες των Χριστουγέννων. Οι αντιδράσεις της οικογένειάς του όταν τον βλέπουν διαφέρουν: η μαμά του, η Χόλι, διστακτική επειδή έχει βιώσει το δράμα που λέγαμε, είναι, παρόλ' αυτά, γεμάτη αγάπη κι ελπίδα. Η αδελφή του, η Αϊβι, μοιάζει να έχει βολευτεί σε μια ζωή χωρίς τον Μπεν. Ο πατριός του, ο Νιλ του Κόρτνεϊ Μπι Βανς, είναι από επιφυλακτικός, ως αρνητικός, με νότες ιησουιτικής ορθότητας. Μέσα σ' αυτή την ένταση, κάποιος θα κλέψει το σκύλο της οικογένειας για να ταλανίσει τον Μπεν κι έτσι το αγόρι κι η μητέρα του θα ξεκινήσουν μια διαδρομή αναζήτησης με το αυτοκίνητο, σταματώντας σε όλα τα πρόσωπα του «παρελθόντος» του Μπεν κι αποτιμώντας με φρίκη τις αμαρτίες του.
Η «Επιστροφή του Μπεν» είναι αξιοπρεπής σε κάθε τεχνική πλευρά της, η ιστορία της κυλά με σταθερό ρυθμό και με μια προβλέψιμη αλλά υπαρκτή ένταση προς την κορύφωσή της. Η Τζούλια Ρόμπερτς δίνει στη Χόλι τη γνώριμη ζεστασιά κι ευαισθησία της, η Κάθριν Νιούτον, στο ρόλο της έφηβης αδελφής, κάνει την παρουσία της αισθητή σ' έναν non-ρόλο, ο Λούκας Χέτζες πραγματικά βυθίζεται στην ερμηνεία του, χαρίζοντας στον Μπεν του όλη τη συναισθηματική κλίμακα, από την αγάπη, την ενοχή, στις τύψεις, τη μεταμέλεια, την οργή, την αδιαφορία, την ενδοσκόπηση, γι' αυτό και δικαίως έχει επισημανθεί από σωματεία και βραβεία.
Είναι το σενάριο της ταινίας που είναι τόσο λάθος, προσβλητικό σχεδόν, σε κάθε του σεκάνς. Είναι προφανές ότι ο Πίτερ Χέτζες θέλει να σχολιάσει, όχι μόνο την αποστειρωμένη ζωή στα αμερικανικά εύπορα προάστια, όπου όλα τα σκοτεινά μυστικά κρύβονται κάτω από ένα περιποιημένο παρτέρι, αλλά και την άνοδο της χρήσης ναρκωτικών στους ανήλικους Αμερικανούς τα τελευταία χρόνια. Κι είναι επίσης προφανές ότι πιστεύει σ' αυτά που γράφει και σκηνοθετεί, γιατί η αγωνία του είναι ξεκάθαρη.
Είναι, όμως, οι διάλογοί του και η τροπή της δράσης τόσο διδακτικά, που σαν να μην μπορεί καν να συγκρατήσει την τσαντίλα και την οργή του, τη σκληρότητα της σκέψης του, με διατυπώσεις κι επιλογές που κάνουν και τους ήρωες να μην είναι πειστικοί - εκτός αν ζουν σε μια άλλη εποχή με άλλα ήθη. Από τη σκηνή όπου η Χόλι κατηγορεί ως υπαίτιο για τον εθισμό του γιου της τον παιδίατρό του που του είχε δώσει παυσίπονα, ο οποίος τώρα, σε μια ταπεινωτική στιγμή τραγικής ειρωνείας, έχει Αλτσχάιμερ και δεν την καταλαβαίνει, ως τους οριακά ρατσιστικούς διαλόγους της Χόλι και του (Αφροαμερικανού) Νιλ για τα δικά «της» και τα δικά «του», παιδιά, το φιλμ είναι γεμάτο με σεκάνς ημιμάθειας και αφορισμού, που κάνουν τον θεατή αρχικά να ντρέπεται και σταδιακά ν' αδιαφορεί για τους ήρωες.
Κι αυτή, ακόμα, η προσέγγιση μπορεί να είχε νόημα αν το «Η Επιστροφή του Μπεν» ήταν μια από τις στρατευμένα Χριστιανικές ταινίες που έχουν κάνει το come-back τους στο αμερικανικό σινεμά. Αλλά και τότε, θα είχε, μάλλον, μεγαλύτερη κατανόηση και... ρεαλισμό από το μελόδραμα του Πίτερ Χέτζες.