«Περίεργο πώς τον αγαπά το mainstream κοινό και ειδικά οι γυναίκες, ενώ είναι γκέι» αναφωνεί στην αρχή της ταινίας ο νεαρός Σκοτ Θόρσον, μετέπειτα εραστής του ήδη μεσήλικα Λιμπεράτσε. «Δεν έχουν ιδέα ότι είναι γκέι» τον διορθώνει ο συνομιλητής του, ανοίγοντας τα μάτια μας σε μία περίεργη πραγματικότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του 70 η εκκεντρική περσόνα του βιρτουόζου πιανίστα με τις κιτς χλιδάτες εμφανίσεις ήταν τόσο εκτυφλωτική, που έριχνε χρυσόσκονη στα μάτια του κοινού. Ο Λιμπεράτσε παρουσίαζε μία βασιλική καρικατούρα του performer εαυτού του και όλοι έμεναν σ' αυτό. Ο ίδιος, αποτέλεσμα μίας άλλης πουριτανικής εποχής, δεν ομολογούσε ποτέ ανοιχτά την σεξουαλική του ταυτότητα, είχε μάλιστα μηνύσει εφημερίδες που το είχαν υπαινιχτεί, αλλά δεν δίσταζε να κυνηγάει απροκάλυπτα τους νεαρούς ξανθούς του εραστές. Τους ερωτευόταν παθιασμένα, τους έκανε πρίγκιπες στο υπερπολυτελές παλάτι του, τους έγδυνε στο τζακούζι του, τους έντυνε με χρυσάφι.
Ενας από αυτούς, και η πιο σοβαρή τελευταία σχέση στη ζωή του, ήταν ο φροντιστής ζώων σε κινηματογραφικά πλατό Σκοτ Θόρσον, ένα ορφανό επαρχιωτόπαιδο που θαμπώθηκε από το ταλέντο, το εκτόπισμα και φυσικά τον πλούτο του Λιμπεράτσε και δέχτηκε να μεταμορφωθεί στα χέρια του. Στα δέκα περίπου χρόνια που ήταν μαζί, ο ανασφαλής καλλιτέχνης τον έπλασε κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσίν του, συμβολικά και κυριολεκτικά (επιβάλλοντάς του πλαστικές επεμβάσεις), αντιστρέφοντας τον μύθο του Πινόκιο: αντί να εμφυσήσει ζωή σε μία ξύλινη κούκλα, πήρε ένα νεαρό παιδί γεμάτο ζωή και σταδιακά το μετέτρεψε σε σιλικονάτη, εθισμένη στα ναρκωτικά, μαριονέτα.
Ο Σόντερμπεργκ όμως δεν ενδιαφέρεται για μία παραβολή ηθών, ούτε για ξεσκέπασμα άσχημων μυστικών, ούτε για μηνύματα και διδάγματα. Αλλωστε ο Λιμπεράτσε, ως ήρωας της ταινίας του, σε εμάς δεν κρύβει τίποτα. Με το ίδιο πλαστικό, αστραφτερό χαμόγελο που υποκλίνεται στις σκηνές του Λας Βέγκας, αυτοσαρκάζεται και στο διπλό του κρεβάτι ή μπροστά στον χρυσό αμίληκτο καθρέφτη του. Είναι ένας γερασμένος ομοφυλόφιλος άνδρας, που αναπνέει μέσα από το χειροκρότημα των θεατών του, τον έρωτα του νεαρού «Αδωνι», την κατασκευασμένη αυτοκρατορική του ταυτότητα που επέβαλε στο κοινό, στα media και στον εαυτό του.
Ο σκηνοθέτης εδώ δε χρειάζεται να επιστρατεύσει τα εξεζητημένα στιλιζαρισμένα κάδρα του. Το πληθωρικά κιτς του ήρωά του τον ξεπερνά. Επιλέγει ένα στιλ που συμβαδίζει με την γυαλάδα του θέματός του και φιλτράρει την εικόνα του ώστε να θυμίζει τηλεοπτικό σόου των 70ς-80ς. Διασκεδάζει αφάνταστα με την υπερβολή στη σκηνογραφία, την αναπαραγωγή των μοναδικά φιλοτεχνημένων κοστουμιών, τον τρόπο που θα συλλάβει την μεγαλύτερη-της-οθόνης, προσωπικότητα-πυροτέχνημα του Λιμπεράτσε.
Πάνω από όλα στηρίζεται στους ηθοποιούς του. Και τους προκαλεί να δώσουν γυμνές ερμηνείες. Ο Μάικλ Ντάγκλας τολμά με έναν ρόλο καριέρας - όχι γιατί ως διαβόητα στρέιτ άντρας, εδώ ερμηνεύει ανοιχτά, απροκάλυπτα και γυμνά, έναν γκέι. Αλλά γιατί η πραγματική πρόκληση είναι η ισορροπία μεταξύ της καρικατούρας και του πολυδιάστατου ανθρώπου. Της καλυμμένης με φτερά και πούπουλα αλλαζονικής περσόνας του καλλιτέχνη, με τον ανασφαλή, γερασμένο εραστή. Ο Ντάγκλας επιτίθεται κατά μέτωπο στο ρόλο, δεν κωλώνει, δεν κάνει πίσω.
Ο Ματ Ντέιμον όμως είναι εκείνος που κλέβει την παράσταση - ίσως γιατί δεν έχει το βάρος μίας βιζόν λευκής γούνας με διαμάντια να τον κρατάει δεμένο στην γκέι μανιέρα. Εκείνος έχει το ρόλο που μεταμορφώνεται, δοκιμάζεται, γκρεμίζεται και ξαναγεννιέται. Εκείνος έχει τα βλέμματα, τις σιωπές, τις παρακινδυνευμένες εκρήξεις. Για άλλη μία φορά, ο Ντέιμον αποδεικνύει ότι διαθέτει μία ερμηνευτική στόφα που δοκιμάζει και δοκιμάζεται.
Το μόνο κακό είναι ότι σεναριακά η ταινία δεν δοκιμάζει τα δικά της όρια. Θέματα όπως η διπλή ζωή των διασήμων, η ομοφυλοφιλία σε εποχές ακόμα απαγορευτικές για τους mainstream καλλιτέχνες, η ωριμότητα του κοινού να αποδεχτεί τα είδωλά του όπως ακριβώς είναι, το AIDS που έσκασε σαν πυρηνική βόμβα στην παγκόσμια ηθική - όλα αγγίζονται επιφανειακά, σαν από δάχτυλα που τρέχουν πάνω στα πλήκτρα και εντυπωσιάζουν, χωρίς να θυμάται κανείς μετά την μελωδία.
Αυτό ίσως να είναι το κακό των κρυστάλλινων κηροπηγίων: παίζουν με το φως, αλλά είναι διάφανα. Δεν κρύβουν και για αυτό δεν αποκαλύπτουν τίποτα...