Ο Νταν ήταν ένας πάλαι ποτέ διάσημος μουσικός παραγωγός που καθόρισε τον ήχο της δεκαετιας του 90. Σήμερα όμως είναι αλκοολικός, διαζευγμένος πατέρας και άνεργος καθώς ο απηυδισμένος με την κατάντια του συνεταίρος του τον απέλυσε . Η Γκρέτα, μία ντροπαλή, ταλαντούχα νεαρή τραγουδοποιός, θεωρούσε ότι ήταν πάνω από όλα σύντροφος του ανερχόμενου ροκ σταρ αγοριού της, για αυτό τον ακολούθησε στην Νέα Υόρκη, αλλάζοντας τη ζωή της. Σήμερα όμως είναι στο δρόμο, καθώς εκείνος ερωτεύτηκε (κυρίως τον εαυτό του, αλλά και μία πιτσιρίκα από τη νέα του δισκογραφική εταιρία) και την παράτησε. Οταν ο δυο τους συναντηθούν τυχαία σ' ένα μπαρ όπου η Γκρέτα επιχειρεί να τραγουδήσει για πρώτη φορά μπροστά στο νεοϋορκέζικο σκληρό κοινό, ο Νταν εντυπωσιάζεται και βρίσκει νέο στόχο: θα ηχογραφήσουν μαζί το πρώτο της cd και θα το κάνουν πρωτότυπα, φρέσκα και με ψυχή. Θα ξεκινήσουν και οι δυο από την αρχή, θα τα πάρουν όλα αλλιώς...
Ο Ιρλανδός σκηνοθέτης Τζον Κάρνεϊ («Once») υπήρξε κι ο ίδιος frontman του ροκ συγκροτήματος «The Frames», οπότε δεν αποτελεί έκπληξη ότι και η νέα του ταινία ξετιλύγει το νήμα της ρομαντικής ιστορίας ενός μουσικού ζευγαριού. Αυτή τη φορά όμως αφήνει τους πεζόδρομους και τις παμπ του Δουβλίνου, γεμίζει τη βαλίτσα του με όνειρα και προσγειώνεται στους δρόμους και τα υπόγεια μπαρ της Νέας Υόρκης - μιας πόλης που πάλλεται από ήχους και ρεύματα, μίας μουσικής σκηνής όπου ο ανταγωνισμός είναι εξουθενωτικός.
Τον Κάρνεϊ όμως δεν τον ενδιαφέρει τόσο η επιτυχία, ο αυτοσκοπός του αμερικανικού ονείρου, όσο η επιστροφή στους λόγους που αγαπάς την ίδια την μουσική και σε επέκταση τον εαυτό σου, έναν άλλον άνθρωπο, τη ζωή. Η ιδέα του λοιπόν, σκηνοθετικά και σεναριακά, είναι να το δούμε όλο από την αρχή. Οι δύο ήρωες το κάνουν ηχογραφώντας ένα άλμπουμ χειροποίητα, στους δρόμους, στις ταράτσες, με φίλους, γείτονες, αγνώστους. Με την πόλη να αποτελεί το σκηνικό της έμπνευσής τους και το νεοϋορκέζικο βουητό τα ωμά, ρεαλιστικά φωνητικά τους.
Από την άλλη πλευρά, κι ο ίδιος ο Κάρνεϊ επιθυμεί κι εκείνος μία νεα αφετηρία στις ρομαντικές ταινίες. Βάζει την Κίρα Νάιτλι να τραγουδά, τσαλακώνει τον Μαρκ Ράφαλο μακριά από τα πρότυπα του φωτογενούς πρωταγωνιστή, τους χαρίζει στιγμές αληθινών διαλόγων και προσπαθεί να μας ξεγελάσει με απρόβλεπτες εξελίξεις της ιστορίας τους. Ετσι πλάθει μία ταινία που στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ευχάριστη, γοητευτική, light και εύηχη.
Ομως δεν την αισθάνεσαι, όσο την παρατηρείς. Μοιάζει με καλοφτιαγμένη ραδιοφωνική μπαλάντα που την ακούς ληθαργικά στο αυτοκίνητο, έχει κι ένα catchy ρεφρέν, όμως δεν σε πιάνει από το στομάχι, δε σε συγκινεί, δεν τη σιγοτραγουδάς ώρες μετά. Είναι ειρωνικό, αλλά όταν ένας ανέμπειρος ακόμα σκηνοθέτης προσπαθεί δαιμονισμένα να τα κάνει όλα πρωτότυπα, όλα λίγο off, όλα «αληθινά».... καταλήγει με μία ακομα ψεύτικη κατασκευή. Γιατί ο θεατής εισπράττει την υπερπροσπάθεια, δε βλέπει την ταινία αβίαστα, δεν του φαίνεται ότι εξελίσσεται φυσικά.
Ισως δεν πρέπει να τα παίρνουμε όλα από την αρχή - κάποια κινηματογραφικά κλισέ λειτουργούν γιατί είναι... αληθινά.