Είναι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας και το ξέρει. Η Μολ δεν μοιάζει σε τίποτα με τον φιλόδοξο αδελφό της και την καθωσπρέπει παντρεμένη αδελφή της. Εκείνη είναι ο πονοκέφαλος που σκοτεινιάζει το βλέμμα της αστής μητέρας τους, η οποία την απορρίπτει με κάθε ευκαιρία. Οπως τη μέρα του πάρτι των γενεθλίων της, όπου θα έπρεπε όλοι οι προβολείς να είναι πάνω της. Οταν όμως η αδελφή της χαμογελά αυτάρασκα και ανακοινώνει σε φίλους και συγγενείς ότι περιμένει δίδυμα, σαμπάνιες έρχονται και η Μολ φεύγει - το σκάει από το ίδιο της το πάρτι. Καταλήγει σε τοπικό κλαμπ, όπου χορεύει μεθυσμένη μέχρι το πρωί και φεύγει απερίσκεπτα με νεαρό που στα χωράφια επιχειρεί να τη βιάσει. Μόνο που εκεί πετυχαίνουν τον Πασκάλ, έναν τυχοδιώκτη ταξιδιώτη που έχει φτάσει στον τόπο τους κουβαλώντας ελάχιστα υπάρχοντα και μεγάλες "αποσκευές": έχει κατηγορηθεί για βιοπραγία στο παρελθόν απέναντι σε συμμαθήτριά του κι αυτό τον κάνει τον νούμερο ένα ύποπτο των εξαφανίσεων νεαρών κοριτσιών της περιοχής. Ενα κτήνος κυκλοφορεί ανάμεσά τους, βιάζει και σκοτώνει τις κόρες τους. Οσο η οικογένεια, οι φίλοι και η τοπική κοινωνία στρέφονται εναντίον της, όσο η αστυνομία προσπαθεί να του χρεώσει τα εγκλήματα, τόσο πιο πεισμωμένα η Μολ ερωτεύεται τον ξένο και στέκεται δίπλα του.
Βρισκόμαστε στο σύγχρονο (αν κι όλα μοιάζουν ρετρό) Τζέρσεϊ, ένα μικρό νησάκι απέναντι από τις νότιες βρετανικές ακτές, στο οποίο μένουν «νοικοκύρηδες» (παράδεισος χαμηλής φορολογίας για τους επιχειρηματίες) και οι ξένοι δεν καλωσορίζονται. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο πρωτοεμφανιζόμενος στη μεγάλη οθόνη σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάικλ Πιρς, καθώς εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε. Θυμάται μάλιστα την περίπτωση ενός serial rapist, ο οποίος βιάζε και σκότωνε γυναίκες και παιδιά, μέσα στα ίδια τους τα σπίτια στη δεκαετία του 60. Η τοπική κοινωνία δήλωνε σοκαρισμένη, αλλά ταυτόχρονα συνέχιζε να πίνει το απογευματινό της τσάι, κρύβοντας το, πραγματικό, Κτήνος μέσα στα σπλάχνα της και κάτω από το χαλάκι της υποκρισίας.
Μία τέτοια υπνωτική, ονειρική (ή μάλλον εφιαλτική), σκοτεινή ατμόσφαιρα χτίζει ο Πιρς (με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του Μπέντζαμιν Kρακούν) παρουσιάζοντας το Τζέρσεϊ μέσα από ένα επιβλητικά αχνό στιλιζάρισμα - φακούς που θολώνουν τη διαύγεια της εικόνας και παλέτα ξεθωριασμένων χλωμών χρωμάτων. Ολα είναι λίγο off και προκαλούν την αίσθηση ότι το χαλί θα τραβηχτεί κάτω από τα πόδια μας ανά πάσα στιγμή. Κοντινά που παραβιάζουν την αίσθηση του «ασφαλούς χώρου» ανάμεσα στον ηθοποιό και την κάμερα (εμάς), κόντρα-χρήση του ήχου και πλάνα που κάνουν την ελεύθερη, άγρια φύση (από τα δάση μέχρι τους θαλάσσιους γκρεμούς) να φαντάζει ξένη, επικίνδυνη, εγκλωβιστική και διεστραμμένα πανέμορφη. Ολα δημιουργούν υπόγεια ένταση, αίσθηση ναυτίας για τον κίνδυνο που ελλοχεύει.
Που ακριβώς ελλοχεύει είναι δουλειά του σεναρίου να αποκαλύψει, κι αυτό δε βιάζεται. Υφαίνει τον ιστό του σασπένς, όσο εστιάζει σε κάτι περισσότερο από τις θριλερικές ανατροπές και το «whodunit» ενδιαφέρον του θεατή. Ο Πιρς παίρνει τα κινηματογραφικά υλικά της ερωτεύτηκα-τον-εχθρό-μου θεματικής αμέτρητων b-movies, τα εμπλουτίζει με μία μυθική αύρα, φροϋδικά συμπλέγματα και ακατέργαστη σεξουαλικότητα και φτιάχνει κάτι πολύ πιο βαθύ και στοχαστικό: ποιες είναι οι αιτίες που μας έλκει το κτήνος; Μας τραβά γιατί το αναγνωρίζουμε; Το κουβαλάμε; Και που σταματά αυτό το ερωτικό κάλεσμα; Στη βίαιη ιστορία δύο (αντι)ηρώων που διαδραματίζεται στην οθόνη ή και στο γεγονός ότι και εμείς οι θεατές δεν μπορούμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω της;
Κι από πάνω τους. Γιατί σε αυτό βοηθά και το αριστουργηματικό πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Η ιρλανδή Τζέσι Μπάκλεϊ (γνωστή από αρκετές τηλεοπτικές βρετανικές παραγωγές αλλά και πρωταγωνίστρια στο θέατρο) κι ο νοτιοαφρικάνος Τζόνι Φλιν (ο ηθοποιός και φολκ μουσικός που εδώ ξεφεύγει από την περσόνα του ντροπαλού χλωμού αγοριού και δημιουργεί κάτι βουβά επικίνδυνο). Η χημεία των δυο τους κάνει τη δράση να μοιάζει δευτερεύουσα, αλλά οι διαφορές τους είναι που εξυπηρετούν την κινηματογραφική αγωνία που χτίζει ο Πιρς. Εκείνη είναι εκρηκτική, σωματική, εκφραστική, τολμηρή. Εκείνος κουβαλά κορμί και βλέμμα σαν ακίνητο αιλουροειδές που παίρνει το χρόνο του πριν σου επιτεθεί.
Μη βιαστείτε να μαντέψετε τι συμβαίνει στο τέλος. Γιατί δεν έχει σημασία. «Είμαστε ίδιοι».