Ο ναυαγοσώστης Μιτς Μπιουκάνον και η ομάδα του αναλαμβάνουν, εκτός της φύλαξης της παραλίας, την εκπαίδευση νεοσύλλεκτων ναυαγοσωστών, μεταξύ των οποίων είναι και ο υπερφίαλος κι απείθαρχος πρωταθλητής κολύμβησης Ματ Μπρόντι. Η μεταξύ τους σύγκρουση είναι επεισοδιακή, αλλά τελικά καλούνται να συνεργαστούν στενά προκειμένου να ξεσκεπάσουν μια εγκληματική οργάνωση που διακινεί ναρκωτικά και σπέρνει πτώματα, απειλώντας το μέλλον της παραλίας τους.

Oταν η τηλεοπτική σειρά «Baywatch» άρχισε να προβάλλεται στις τηλεοράσεις μας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ήταν ήδη μια τεράστια επιτυχία. Αλλά ας το παραδεχτούμε. Η σειρά δεν ήταν καθόλου καλή και το μόνο που κατάφερνε να της δώσει νόημα, και πάνω από όλα τηλεθέαση, όλα αυτά τα 11 χρόνια προβολής της ήταν τα καλλίγραμμα, ηλιοκαμένα, ιδρωμένα κορμιά των ναυαγοσωστών να τρέχουν σε slow-mo στις παραλίες. Κανείς δεν την έβλεπε για το σενάριό της και τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες της.

Με τις τόσες κινηματογραφικές αναβιώσεις παλιών επιτυχημένων τηλεοπτικών σειρών, να κάνουν την εμφάνιση τους κάθε καλοκαίρι στις αίθουσες, ήταν απλά ζήτημα χρόνου για να δούμε το «Baywatch» να μοστράρει τους τέλεια σμιλεμένους κοιλιακούς του στις οθόνες μας. Κι ενώ θα μπορούσε να είναι μια ευχάριστη, απενοχοποιημένη, καλοκαιρινή περιπέτεια, όπως τα «21/22 Jump Street» που τόσο πολύ προσπαθεί να μιμηθεί, εκμεταλλευόμενη και την καλτίλα της σειράς στην οποία βασίζεται, καταλήγει ως ίσως η πιο επώδυνη κινηματογραφική εμπειρία του φετινού καλοκαιριού.

Από την πρώτη σκηνή κιόλας, καθώς ο Ντουέιν – The Rock – Τζόνσον βγαίνει στην στεριά, έχοντας μόλις σώσει κάποιον από πνιγμό, με τον τίτλο της ταινίας να βγαίνει από την θάλασσα πίσω του και δελφίνια να κάνουν κωλοτούμπες στο νερό (δεν κάνουμε πλάκα!), καταλαβαίνεις αμέσως πως πρόκειται να δεις μια over the top περιπέτεια γεμάτη με δόσεις απέραντης καφρίλας. Ναι, η ταινία πότε δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά, αυτό έλειπε άλλωστε, και ο αυτοσαρκασμός της μερικές φορές είναι ίσως το μοναδικό πράγμα που μπορεί να προκαλέσει ένα κάποιο μειδίαμα (έστω κι αν αυτό μοιάζει να είναι προπομπός κάποιου εγκεφαλικού επεισοδίου).

Ακόμα κι έτσι όμως, τίποτα δεν μπορεί να την σώσει από το βέβαιο πνιγμό της. Ως κωμωδία το μόνο που καταφέρνει είναι να προσκολληθεί σε ένα ανώριμο εφηβικό χιούμορ γεμάτο καφρίλες, χοντράδες και σεξιστικά σχόλια, αγγίζοντας τα όρια της ομοφοβίας. Τα αστεία για τα πέη και τα βυζιά βρίσκονται κυριολεκτικά σε κάθε της σκηνή, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που αν αργήσουν να τα σχολιάσουν νομίζεις πως μπήκε εμβόλιμη άλλη ταινία.

Ακόμα και ως περιπέτεια όμως το «Baywatch» πλατσουρίζει με αγωνία στην επιφάνεια, αλλά καταλήγει να βουλιάζει στο πάτο. Καμία από τις σκηνές δράσης της δεν καταφέρνει να έχει την ένταση και την αδρεναλίνη που χρειάζεται για να εντυπωσιάσουν. Γεμάτες από slow-mo στιγμές, και άνευρες καταδιώξεις, η δράση το μόνο που καταφέρνει είναι να σε βάλει σε ένα λήθαργο από τον οποίο δύσκολα θα ξυπνήσεις, ακόμα και μετά το τέλος της ταινίας. Για να μη μιλήσουμε καν για τα χειρότερα εφέ που θα δείτε φέτος (ίσως και τα τελευταία χρόνια) σε καλοκαιρινή μπλοκμπάστερ ταινία.

Ούτε τους χαρακτήρες της σειράς δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί η ταινία με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδυθεί η καλτ απόλαυση των 90s. O Ντέιβιντ Χάσελχοφ έχει πολύ καλύτερο και πιο αστείο κάμεο ρόλο στους «Guardians of the Galaxy 2», ενώ η Πάμελα Άντερσον, χωρίς να βγάλει μιλιά, φαίνεται πως απλά περνούσε μια βόλτα έξω από τα γυρίσματα και απλά μπήκε να δει προς τι όλη αυτή η φασαρία. Ούτε βέβαια ο Rock, ούτε το απίστευτο καλογιμνασμένο σώμα του Ζακ Εφρον (σίγουρα δεν είναι photoshop;), ούτε η γλυκύτατη Αλεξάντρα Νταντάριο καταφέρνουν να σώσουν την ταινία από την καταστροφή.

Το «Baywatch» δε σώζεται ούτε από όλα τα μούσκουλα των ναυαγοσωστών του μαζί. Σίγουρα κάποιοι θα βρουν κάτι για να το απολαύσουν, αλλά το μόνο που καταφέρνει η ταινία είναι να σε κάνει να σκέφτεσαι πόσο καλύτερα θα ήταν αν βρισκόσουν σε μια κοντινή παραλία να δροσίζεσαι. Και με τον Ντέιβιντ Χάσελχοφ, στο τέλος της ταινίας να ελπίζει σε ένα σίκουελ, εμείς ευχόμαστε κάτι τέτοιο να μην συμβεί ποτέ.