Ενα (γαλατικό) χωριό στα βάθη της Βραζιλίας - που πιστεύει πριν από οτιδήποτε στη μητριαρχία - πέφτει θύμα των ορέξεων μιας ομάδας λευκών Αμερικάνων που το επισκέπτονται με σκοπό να σκοτώσουν τους κατοίκους του σε ένα ιδιόρρυθμο, να το πεις και χόμπι, ανθρωποκυνηγητό.
Αυτή είναι η κεντρική υπόθεση της νέας ταινίας του Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου που είχε κερδίσει τις εντυπώσεις με το εξαιρετικό ντεμπούτο του, «Neighbouring Sounds» το 2012 και βρέθηκε για πρώτη φορά στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Καννών το 2016 με τη μόλις δεύτερη ταινία του, το «Αquarius», που είχε βρει και διανομή στην Ελλάδα.
Εδώ, στην τρίτη του ταινία συνεργάζεται στη σκηνοθεσία με τον Ζουλιάνο Ντορνέλες (υπεύθυνος για την καλλιτεχνική διεύθυνση των δύο προηγούμενων ταινιών του), καθώς η φιλοδοξία του υπερβαίνει την παραπάνω αυτοσχέδια σύνοψη και ανοίγει σε κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως τολμηρό, εξωφρενικό, αναρχικό - σε κάθε περίπτωση κάτι που αρνείται να υπακούσει σε συμβάσεις και προτιμά να κρύβει συνεχώς εκπλήξεις κάτω από την φαινομενικά γνώριμη επιφάνειά του.
Τοποθετημένο, όπως αναφέρει στην εναρκτήρια σκηνή του, «σε μερικά χρόνια από τώρα», το «Bacurau» ξεκινάει με διαθέσεις... Αποκάλυψης, Μια νεαρή γυναίκα, η Τερέζα επιστρέφει από την πόλη στο χωριό της για την κηδεία της γιαγιάς της. Στο δρόμο θα συναντήσει μια παρέλαση από ανοιχτά φέρετρα και κατακρεουργημένους νεκρούς, στο σπίτι όπου θρηνούν την ηγετική μορφή της γιαγιάς Καρμελίτα, η γιατρός του χωριού (την υποδύεται η Σόνια Μπράγκα, πρωταγωνίστρια στο «Aquarius») θα κάνει μια σκηνή βρίζοντας την χυδαία, ο διεφθαρμένος δήμαρχος κάνει τα πάντα για να μην φτάσει ποτέ εκεί πόσιμο νερό και ο δάσκαλος του χωριού ανακαλύπτει πως το χωριό τους έχει εξαφανιστεί από το Google maps.
Αυτά και άλλα πολλά παράξενα συμβαίνουν στο Μπακουράου, ένα μέρος που θυμίζει ένα άλλο Τουίν Πικς και που όλα τα απίθανα είναι πιθανά. Οταν λέμε όλα εννοούμε όλα, καθώς στον καταγάλανο βραζιλιάνικο ουρανό δεν θα αργήσει να εμφανιστεί και ένας ιπτάμενος δίσκος που μπορεί να είναι και drone (ή και το αντίθετο), οι τοπικοί γκάνγκστερ θα βγουν από τα λαγούμια τους και τη φαινομενική ησυχία του χωριού θα διακόψει ο ερχομός μιας ομάδας «κυνηγών» από την Αμερική που είναι αποφασισμένοι να φύγουν μόνο όταν θα έχει χυθεί αίμα - ανάμεσά τους και ο Ούντο Κίερ.
Αλλάζοντας συνεχώς διαθέσεις, το «Bacurau» είναι συνεχώς μετέωρο ανάμεσα στο παιχνίδι του με τα κινηματογραφικά είδη και την παραβολή που θέλει να ψελλίσει - κυρίως γιατί ποτέ δεν καταφέρνει να την κάνει να ακουστεί δυνατά. Λίγο σπαγγέτι γουέστερν, λίγο video game, μια μικρή (αναίτια) δόση από space σουρεαλισμό και μια ισχυρή από ψυχοτροπικές ουσίες, το φιλμ των Φίλιου και Ντορνέλες δεν είναι ούτε αρκετά εξωφρενικό για να παραδοθεί με ζητωκραυγές (των θεατών) στην b-movie φιλοδοξία του, ούτε αρκετά πολιτικά στέρεο για μπορέσει να σε οδηγήσει με ασφάλεια στη σύγχυση μιας χώρας που βιώνει ανυπέρβλητες κοινωνικές ανισότητες, ακροδεξιά κυβερνητική πολιτική (υπάρχει μια ομολογουμένως αστεία σκηνή - αναφορά στα ναζιστικά φίλια αισθήματα του Ζαΐρ Μπολσονάρου) και την παρεμβατική «εισβολή» της Αμερικής στην ψευδή τουριστική ευημερία της.
Οσο λειτουργικός κι αν είναι ο Ούντο Κίερ σε μια queer αναγωγή του όλου εγχειρήματος, τόσο σχηματικοί είναι οι Αμερικάνοι που ο Φίλιου θα ήθελε να είναι τα ανδρείκελα ενός προσομοιωμένου video game και όσο κι αν οι γυναίκες (από την πλευρά των Βραζιλιάνων) προσδίδουν δύναμη ως μπροστάρισσες μιας μάχης σώμα με σώμα, τόσο μένουν ανεκμετάλλευτες στις σκηνές προς το φινάλε. Εκεί όπου απλά επιβεβαιώνεις (για ακόμη μια φορά) πως μια τολμηρή ιδέα, μια εκπληκτική (συνθετική, 70s και «πειραγμένη») διεύθυνση φωτογραφίας από τον Πέντρο Σοτέρο και λίγο gore - ειδικά αν δεν είσαι ο Κουέντιν Ταραντίνο, για παράδειγμα - δεν αρκούν για να κάνουν μια ταινία πραγματικά αξιοσημείωτη. Πόσο μάλλον αυτό να είναι και ένα κάλεσμα για επείγουσα επανάσταση.