Ενα μπλακ άουτ βρίσκει διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους κλεισμένους σε ασανσέρ της Αθήνας. Ενα ζευγάρι που έχει μπει για να σαμποτάρει σε ζωντανή μετάδοση μια πολυεθνική εταιρία ενέργειας, δύο μετανάστες σε μια πολυκατοικία της πόλης, μια γυναίκα που στα περασμένα 60 της αποφασίζει να ξοδέψει όλες τις οικονομίες της για ένα ταξίδι στο Βόρειο Σέλας, έναν τραυματιοφορέα στο ασανσέρ ενός νοσοκομείου που μεταφέρει έναν νεκρό και ένα ζευγάρι εφήβων που ανεβαίνει με το τελεφερίκ στην τελευταία του... αποφασισμένη διαδρομή.
Η κεντρική ιδέα της «Επαφής» δεν είναι σίγουρα πρωτότυπη, αλλά είναι λειτουργική καθώς βρίσκει τον σκηνοθέτη του «Σκλάβοι στα Δεσμά τους» δέκα χρόνια μετά, να μιλάει για άλλους «σκλάβους» στα δεσμά μιας καθημερινότητας σε μια χώρα που αλλάζει, μένει ίδια, κάνει συνεχώς το δικό της κύκλο στα πώς και τα γιατί των ανθρώπινων επιθυμιών, απογοητεύσεων, αποφάσεων ζωής και αποφάσεων θανάτου.
Χωρίς σύνδεση μεταξύ τους, εκτός από το γεγονός πως συμβαίνουν ακριβώς την ίδια ώρα σε μια έκτακτη συνθήκη, ικανή λόγω περιορισμένου χώρου και οξυγόνου να ξυπνήσει εφιάλτες, δράματα ή μια κατά μέτωπο αναμέτρηση με την αλήθεια, οι ιστορίες της «Επαφής» ξεκινούν με ορμή, σεναριακά οδηγούνται η κάθε μια στη δική της κορύφωση, αλλά πολύ γρήγορα πέφτουν όλες στο κενό.
Από την πιο αδιάφορη (σίγουρα αυτή με την ακτιβιστική δράση) μέχρι την πιο συγκινητική (σίγουρα αυτή με τον τραυματιοφορέα) και από την πιο τρυφερή (αυτή με το νεαρό ζευγάρι) μέχρι την πιο πολιτική (αυτή με τους μετανάστες), όλες οι ιστορίες μοιάζουν σοφά επιλεγμένες ώστε να καλύψουν ένα ευρύ φάσμα μιας γνώριμης καθημερινής ζωής χωρίς να περιορίζονται στην «κρίση» ή το νέο εθνογραφικό χάρτη του πληθυσμού της πόλης. Ο Τώνης Λυκουρέσης μοιάζει να γνωρίζει την αφετηρία τους και την κατάληξή τους, προσπαθεί να αφουγκραστεί τις διαφορετικές φωνές των ηρώων του και να τους δώσει βήμα για να ακουστούν, αλλά στο ενδιάμεσο δεν προσπαθεί πολύ για να δώσει ψυχή στις σχηματικές και μελοδραματικές στη βάση τους καταστάσεις, καταλήγοντας σε ένα άνευρο σύνολο που απλώς περνάει από ιστορία σε ιστορία προκειμένου τελικά να μην φτάσει πουθενά.
Οι έμπειροι ηθοποιοί προσπαθούν να εμφυσήσουν ζωντάνια, ενέργεια και πάθος στους ήρωες που ενσαρκώνουν και είναι αλήθεια πως όλοι (με εξαίρεση το εντελώς λάθος ζευγάρι των ακτιβιστών) έχουν τις στιγμές τους. Ο Χρήστος Λούλης προσπαθεί επίμονα να μείνει στην κόψη ενός ανθρώπου που μεταφέρει νεκρούς για επάγγελμα αλλά είναι η πρώτη φορά που συνειδητοποιεί τη σημασία του. Η Νένα Μεντή φέρνει κάτι από την πείρα της - εδώ και σε κινηματογραφική απλότητα. Ο Βασίλης Κουκαλάνι είναι πάντα εξαιρετικός, αν και εδώ υπερβάλλει συναγωνιζόμενος την υπερβολή του Ακη Σακελλαρίου. Και τα δύο έφηβα παιδιά - αγόρι και κορίτσι - διαθέτουν τις στιγμές τους, ενώ κλείνουν (μάλλον εκβιαστικά) και την ίδια την ταινία με ένα κρεσέντο λυρισμού.
Χωρίς ρυθμό και ένταση στην ανάπτυξη των ιστοριών τους, αλλά κυρίως τόσο συνηθισμένοι που τελικά γίνονται επίπεδοι, όλοι οι ήρωες της «Επαφής» χάνουν στο τέλος την επαφή με την ανθρώπινη διάστασή τους και γίνονται απλά περιστατικά που συνέβησαν και κάποιος τα διηγήθηκε. Εύκολο να μην τα προσέξεις αν κάτι άλλο σου αποσπάσει την προσοχή ή να τα ξεχάσεις σχεδόν μόλις τα έχεις ακούσει...