Ο Γουίλ Μοντγκόμερι, ένας επαγγελματίας ληστής, βρίσκεται φυλακισμένος για 8 χρόνια. Oταν αποφυλακίζεται, είναι έτοιμος να αφήσει πίσω του το εγκληματικό παρελθόν του και να χτίσει από την αρχή τη σχέση με την κόρη του, Άλισον. Το FBI και οι πρώην συνεργάτες του όμως πιστεύουν πως ο Γουίλ έχει κρύψει κάπου τα λάφυρα της τελευταίας ληστείας. Eτσι, ο παλιός του συνεργός, Βίνσεντ, απαγάγει την Aλισον και ζητά το συγκεκριμένο ποσό ως λύτρα. Ο Γουίλ θα πρέπει να εμπιστευτεί το ένστικτό του και την παλιά του συνεργάτιδα, την όμορφη Ράιλι, για να σχεδιάσουν μαζί μια ακόμη ληστεία, προκειμένου να συγκεντρώσουν το ποσό που χρειάζεται και να σώσουν την κόρη του.

Πιο ενδιαφέρουσα από την μιάμιση ώρα αυτής της ταινίας θα ήταν η ερώτηση στον Σάιμον Γουεστ πως ένιωθε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, βλέποντας τον Νίκολας Κέιτζ που σκηνοθέτησε δεκαπέντε χρόνια πριν στο «Con Air» να μη θυμίζει σε τίποτα εκείνον τον ηθοποιό που μπορούσε να δώσει ψυχή ακόμη και σε έναν χάρτινο ήρωα, όχι μόνο επειδή ήταν απίστευτα γοητευτικός αλλά επειδή διέθετε και μια ειρωνία που πλέον περιφέρει ως τελευταίο απομεινάρι μιας «τελειωμένης» καριέρας.

Το παράδοξο είναι πως ο Νίκολας Κέιτζ δεν είναι το χειρότερο πράγμα σε μια περιπέτεια που πατάει πάνω σε ένα σενάριο που αποτελείται μόνο από τα βασικά. Και τίποτε άλλο.

Η ιστορία του «απατεώνας μπαίνει φυλακή αφού έχει πυροβολήσει το συνεργάτη του στο πόδι και όταν βγαίνει ο τελευταίος ανάπηρος πια απαγάγει την κόρη του για να τον εκδικηθεί» μοιάζει να έχει δοθεί στον Σάιμον Γουεστ ακριβώς έτσι. Χωρίς να έχει «γραφτεί» παραπάνω αφού πέραν αυτού δεν συμβαίνει το παραμικρό, ενώ οι μοναδικές σεναριακές κορώνες είναι κάτι μελοδραματικοί μονόλογοι που ο Νίκολας Κέιτζ φέρνει εις πέρας, αν μπορείς να τραβήξεις το βλέμμα σου από το ανεκδιήγητο κούρεμα του.

Φυσικά δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο το γεγονός πως ο κακός της υπόθεσης – ο κατά τα άλλα αξιοπρεπής Τζος Λούκας – έχει εδώ χειρότερα μαλλιά από τον Νίκολας Κέιτζ (κοινώς μια ξεμαλλιασμένη περούκα) και παίζει σαν κάποιος να του είπε πως για να πείσεις ως δαιμόνιος απαγωγέας και ταξιτζής πρέπει να φωνάζεις και να σκούζεις δείχνοντας σε κάθε ευκαιρία το μηχανικό σου πόδι...

Στην τελική αναμέτρηση με τον Κέιτζ δεν ξέρεις πραγματικά ποιος παίζει χειρότερα από τους δύο σε μια ανελέητη ανταλλαγή από μούτες, σαιξπηρικά κρεσέντα και λίγα ακόμη μελοδραματικά περί κακών ανθρώπων που όμως δεν σκοτώνουν και παιδιά που αρκεί να δουν τον πατέρα τους να πέφτει για αυτά στη φωτιά για να τους συγχωρήσουν τουλάχιστον δύο δεκαετίες απουσίας...

Μέσα σε όλα αυτά, ο Σάιμον Γουεστ (με πιο πρόσφατο δείγμα δουλειάς το απολαυστικό «Αναλώσιμοι 2») κάνει ό,τι μπορεί για να δώσει στο «Stolen» μια αύρα παλιομοδίτικης περιπέτειας ξεκινώντας από τους αλά Τζέιμς Μποντ τίτλους, την εικοσάλεπτη - μαεστρικά σκηνοθετημένη, αλλά και βαρετή - ληστεία της αρχής και μερικά ανθρωποκυνηγητά που αν και έχεις δει εκατομμύρια φορές πολύ καλύτερα, μοιάζουν εδώ με ό,τι διαθέτει αυτό το φιλμ για να μην το ξεχνάς ολοκληρωτικά ακριβώς τη στιγμή που το παρακολουθείς.

Κατά τα άλλα και ο Γουεστ πέφτει κι αυτός θύμα μιας ταινίας που δεν έχει τίποτα να σου πει, τίποτα καινούριο να δείξει και είναι όσο ανιαρή όσο και η περιγραφή της.

Ευτυχώς, δεν προφασίζεται, έστω και άθελά της, πως είναι κάτι περισσότερο από αυτό.