Βρισκόμαστε στην Αγγλία της Ελισαβετιανής περιόδου, σε μια εποχή όπου οι πολιτικές ίντριγκες, οι ερωτικές ατασθαλίες και οι κάθε είδους δολοπλοκίες αποτελούν κομμάτι της καθημερινότητας της Βασιλικής Αυλής. Όταν ο κοσμογυρισμένος και πολυγραφότατος θεατρικός συγγραφέας και διανοούμενος Εντουαρντ Ντε Βερ, 17ος Κόμης της Οξφόρδης, χάνει την εύνοια της Βασίλισσας Ελισάβετ εξαιτίας ενός ατυχούς περιστατικού, αποφασίζει να κινηθεί παρασκηνιακά με σκοπό να ανακτήσει τα κεκτημένα του. Το φιλόδοξο σχέδιό του περιλαμβάνει και τη συμμετοχή ενός ταλαντούχου ηθοποιού με έφεση στο αλκοόλ και τις γυναίκες, ο οποίος ακούει στο όνομα Γουίλιαμ Σαίξπηρ...

Το πρώτο πράγμα που σου κάνει εντύπωση στην ταινία του Ρόλαντ Εμεριχ, εκτός από το ότι είναι καλοφτιαγμένη, γεμάτη εξαιρετικούς ηθοποιούς και με μια αν όχι καινούργια, τότε σίγουρα ενδιαφέρουσα θεωρία για την πατρότητα των έργων του Βάρδου, είναι πόσο σοβαρή και φροντισμένη είναι.

Το δεύτερο βεβαίως είναι πόσο (περισσότερο απ όσο θα έπρεπε) σοβαρά παίρνει τον εαυτό της, αλλά αυτό δεν είναι στ’ αλήθεια αρκετό για να σε εμποδίσει να την απολαύσεις, ειδικά αν μπορείς να διασκεδάσεις την ιδέα ενός τόσο μεγάλων διαστάσεων λογοτεχνικού μυστικού, που να έχει κρατηθεί τέτοιο δια μέσου των αιώνων...

Το σενάριο του Τζον Ορλόφ άλλωστε, είναι καλογραμμένο και πλούσιο σε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την εποχή, την τέχνη, την πολιτική –και την πολιτική φύση της τέχνης- και οι ερμηνείες τουλάχιστον αξιοπρεπείς και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε αυτή της Βανέσα Ρεντγκρέϊβ, εξαιρετικές.

Από την άλλη το φιλμ δεν διστάζει να αφήσει στιγμές υπερβολικές ή γεμάτες σχεδόν σλάπστικ χιούμορ να παρεισφρήσουν, αλλά ο στόχος του Εμεριχ, μοιάζει να είναι η σπορά της αμφιβολίας για μια αλήθεια που θεωρούμε δεδομένη, μέσα από μια ταινία που στοχεύει κυρίως να σε διασκεδάσει.

Κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ο «Ανώνυμος» το πετυχαίνει αξιοπρεπέστατα ακόμη κι αν η ποιότητα του δράματος δεν αγγίζει αυτή της τραγωδίας ενός έργου του Σαίξπηρ. Στην πραγματικότητα κάπου κάπου μοιάζει με σαπουνόπερα εποχής, κι άλλες στιγμές -ειδικά όσες περιλαμβάνουν τον Σαίξπηρ του Ρέιφ Σπόλ- θυμίζουν σχεδόν παρωδία. Κι όμως το φιλμ κατορθώνει να κρατά σαν άσο στο μανίκι και ψήγματα πίκρας ή σκληρότητας και την αίσθηση ότι δεν πρόκειται για μια ταινία φτιαγμένη με συνταγή ή με μόνο κίνητρο τα χρήματα.

Πάνω απ όλα ο «Ανώνυμος» δείχνει να είναι το έργο ενός αληθινού, ειλικρινούς πάθους και κάτι από την θέρμη του δημιουργού του και την απόλαυση που άντλησε από αυτό, δείχνει να φτάνει αμείωτο στην οθόνη.