Ο Τσάρλι Μπρόνσον είναι ένας συμπαθητικός τύπος με αμφιλεγόμενο παρελθόν, ο οποίος θέτει σε κίνδυνο τα πάντα όταν παρεκκλίνει από το πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων όπου συμμετέχει, για να πάει την αρραβωνιαστικιά του στο Λος Αντζελες και να μη χάσει μια μοναδική ευκαιρία για την καριέρα των ονείρων της. Το ταξίδι τους περιπλέκεται, όταν το FBI εξαπολύει κυνηγητό και γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο, όταν η πρώην συμμορία του Τσάρλι, μια ομάδα από γκάνγκστερ τους ανακαλύπτει κι αποφασίζει να τους εξοντώσει.
Αν μια ταινία, η οποία δεν έχει κανέναν πραγματικό ενδιαφέρον (όχι από άποψη, αλλά από τη φύση της) σε κάνει να ενδιαφέρεσαι έστω και παροδικά για ό,τι συμβαίνει σε αυτήν. θεωρείται κατά κάποιο τρόπο επιτυχημένη, τότε το «Hit and Run» έχει κερδίσει το μεγαλύτερο στοίχημα που η «τρικυμία εν κρανίω» κατασκευή του θα του επέτρεπε ποτέ να βάλει.
Γεννημένη από την αγάπη του δημιουργού της προς τα γρήγορα αυτοκίνητα, τις ταινίες με τις οποίες μεγάλωσε (βλ. «The Getaway» του Γουόλτερ Χιλ ή τα κυνηγητά στους δρόμους του Τσαρλς Μπρόνσον) και ποτισμένη με μια αλά Ταραντίνο αίσθηση των διαλόγων και των weird χαρακτήρων (ο ρόλος του Μπράντλεϊ Κούπερ δεν είναι παρά ευθεία αναφορά στον Γκάρι Ολντμαν του «True Romance»), η ταινία του Νταξ Σέπαρντ θα μπορούσε να ήταν το τέλειο δείγμα ενός low budget φιλμ – κόστισε μόλις 2 εκ. δολ. – που μπορεί να σταθεί στα πόδια του χωρίς φεστιβαλικές περγαμηνές ή ένα cult status που μάταια θα προσπαθούσε να κερδίσει ανάμεσα σε πορωμένους σύγχρονους μπι – μουβάδες.
Εχοντας στο κέντρο του τον ίδιο τον Νταξ Σέπαρντ, έναν κατά τα άλλα συμπαθή ηθοποιό (οι περισσότεροι τον γνωρίζουν από το «Parenthood» του ΝΒC) και την κοπέλα του στην πραγματικότητα, Κρίστεν Μπελ, το «Hit and Run» προσπαθεί με αγωνία να μιμηθεί τις ταινίες δράσης της δεκαετίας του ’70 και του ’80, προσθέτοντας μια ισχυρή δόση κωμωδίας που – στην εποχή μας – δεν μπορεί παρά να σημαίνει αστεία για την πολιτική ορθότητα και την μια ανοησία πάνω στην άλλη. Και ρίχνοντας κέρματα σε ένα jukebox που παίζει από Μπάρι Γουάτι μέχρι Gypsy Kings και από Kool & the Gang μέχρι Πιτ Τάουνσεντ πατάει γκάζι για να βρει τη θέση της μέσα στο αδίστακτο χωνευτήρι της ιστορίας του σινεμά.
Αν το «Hit & Run» δεν καταφέρνει τίποτα απ’ όσα υπόσχεται, είναι γιατί από τα σαράντα τoυ λεπτά και μετά ξεμένει από πραγματικό ενδιαφέρον για την ιστορία που αφηγείται, η οποία στην πραγματικότητα είναι μια σειρά από απίθανες αποκαλύψεις, ατέρμονα σπινιαρίσματα αυτοκινήτων και σελίδες σεναρίου που μιλούν για κάτι που κανείς από τους ήρωες που παρελαύνουν (ανάμεσά τους και ο Μπράντλεϊ Κούπερ με dreadlocks και ο Μπο Μπρίτζες που θα θέλαμε να βλέπουμε συχνότερα) δεν έχει την παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται και, μεταξύ μας, δεν θα μπορούσε κιόλας...
Καταλήγοντας τελικά σε ένα άτσαλα ρεμιξαρισμένο road action trip που θα ήθελε να είναι ένας φόρος τιμής στα b-movies και ταυτόχρονα μια απελευθερωτική διακήρυξη ανεξαρτησίας μέσα σε ένα σοβαροφανές Χόλιγουντ, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια τόσο «λίγη» εκδοχή μιας ταινίας που θα μπορούσε να είναι πολλά περισσότερα.
Και αυτό, ναι σου κρατάει με κάποιον τρόπο το ενδιαφέρον. Λίγο.