Ενα ζευγάρι 40αρηδων επιτυχημένων χειρούργων, οι οποίοι εξειδικεύονται στις μεταμοσχεύσεις καρδιάς, φτάνουν στο σημείο στο γάμο τους που πρέπει να πάρουν το νυχτέρι και να ανατομίσουν τις δικές τους. Ο Χαβιέρ παλεύει με τους δαίμονές του ρίχνοντας αλκοόλ στις πληγές. Η Μίλα προσπαθεί να φροντίσει κι εκείνον και τον εαυτό της. Είναι γελαστή, παθιασμένη, οδηγεί μοτοσικλέτα, χορεύει και τινάζει τα μαλλιά της με τρόπο που τον τρελάνει. Κι εκείνος την αγαπά δαιμονισμένα, αλλά η ρίζα του κακού είναι πιο βαθιά. Οταν τον απολύουν γιατί συνειδητοποιούν τον αλκοολισμό του, η Μίλα του ανακοινώνει ότι είναι έγκυος. Οι μήνες που θα ακολουθήσουν θα αποφασίσουν αν φτάνει ο έρωτας. Αν δύο άνθρωποι που ξέρουν να θεραπεύουν καρδιές μπορούν να σώσουν τις δικές τους από την ακατάσχετη εσωτερική αιμορραγία.

Η Μαριόν Λεν, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της μετά το «Un Coeur Simple», συνεχίζει να ασχολείται με τις καρδιές των ηρώων της και τι αυτές παθαίνουν στα απρόσεχτα χέρια τους. Επιστρατεύοντας το αναμφίβολα ωραίο βλέμμα της, συνεχίζει επίσης να καταθέτει κινηματογραφικά δράματα που φλερτάρουν κάποιες στιγμές με τον ωμό ρεαλισμό και άλλες με τον ονειρικό σουρεαλισμό. Οι επεμβάσεις των δύο χειρούργων παρουσιάζονται σε σφιχτά κοντινά - η Ζιλιέτ Μπινός χώνει τα χέρια της σε σπλάχνα και ενώνει ξανά τα πλευρά των οστών σφίγγοντας σιδερένια ράματα. Οι αλκοολικές παραισθήσεις του Ραμίρεζ («Carlos») όμως έρχονται σε πλήρη αντίστιξη. Εκεί η εικόνα μοιάζει να υπηρετεί τις κινηματογραφικές φαντασιώσεις της σκηνοθέτιδας - να μετατρέπει τον τόνο της αφήγησης σε κάτι λυρικότερο, μεταφυσικό, συνειδησιακό.

Οι δύο πρωταγωνιστές κάνουν επίσης ό,τι μπορούν. Η Μπινός βουτά ξανά με το κεφάλι σ' ένα ρόλο που τη θέλει δυνατή, ανεξάρτητη, παθιασμένη και ταυτόχρονα οικειοθελές θύμα ενός τραυματισμένου έρωτα. Ο Ραμίρεζ είναι αγρίμι - κινείται, χορεύει, τσακώνεται, κάνει σεξ ή απλά μια ερώτηση και όλο του το είναι χτυπά στην οθόνη σαν καρδιογράφημα. Μαζί οι δυο τους θα μπορούσαν να είχαν μεγαλουργήσει αν ... υπήρχε ένα καλύτερα δουλεμένο σενάριο. Κάτι που θα ιχνηλατούσε το ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, από που μας προέκυψαν, γιατί αγαπιούνται, τι τους ενώνει και τι τους χωρίζει.

Αντίθετα από αυτό όμως, η Λεν επέμεινε στα ασύνδετα νοήματά της, δεν καθοδήγησε τους ηθοποιούς της σε μία ξεκάθαρη στάση, πίστεψε λίγο περισσότερο από όσο έπρεπε τις νέες υποσχέσεις του νέου ανεξάρτητου σινεμά ή τα φαντάσματα της Νουβέλ Βαγκ.

Το αποτέλεσμα μοιάζει να πάσχει από κινηματογραφική αρρυθμία και να πληρώνει το τίμημα.