Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Λικ Μπεσόν είναι ο σκηνοθέτης που, ήδη από την εποχή της «Νικίτα», πήρε την πατέντα των ταινιών θεαματικής, ενορχηστρωμένης δράσης, με κεντρικές ηρωίδες γυναίκες που θυμίζουν εφηβική αγορίστικη φαντασίωση αλλά, ταυτόχρονα, είναι γεμάτες τσαγανό, έναν δυναμισμό που πηγάζει από τον ίδιο τους τον αισθησιασμό.
Θα μπορούσε κανείς να το πει αυτό ακόμα και τώρα, που ο πλουσιότερος Ευρωπαίος παραγωγός (εκτός από σκηνοθέτης), μετά από τα οικονομικά του σκάνδαλα, αντιμετωπίζει και κατηγορίες σεξουαλικής παρενόχλησης και βιασμού: το σινεμά που έχει κάνει δεν αλλάζει και, αυτό τουλάχιστον, έβαζε πάντα τη γυναικεία εξουσία στο προσκήνιο.
Αυτό που δεν θα μπορούσε κανείς να πει είναι ότι, επιστρέφοντας στις ρίζες του, γράφοντας και σκηνοθετώντας ακόμα ένα φιλμ για μια σέξι, πολυπρισματική υπερκατάσκοπο που ρίχνει κάθε είδους ξυλίκι, έκανε μια καλή ταινία. Αυτό, τουλάχιστον, δεν το έκανε.
Η ηρωίδα είναι η Ανα, μια πανέμορφη ξανθιά Ρωσίδα με έντονα ζυγωματικά και δίμετρα πόδια-τανάλιες (ενσαρκώνει, στο πρωταγωνιστικό ντεμπούτο της, μετά από ένα πέρασμα από το «Βαλέριαν», η ευγονικής ομορφιάς, μοντέλο Σάσα Λους). Οπως μοιράζεται, νωρίς στην ταινία (hint), το αγαπημένο της παιχνίδι όταν ήταν μικρή ήταν η Μπάμπουσκα, επειδή από κάθε μορφή της ξεφύτρωνε μια άλλη, διαφορετική (hint, παρότι η Λους σε καμία στιγμή δεν μοιάζει ούτε κατά διάνοια με Μπάμπουσκα).
Ζώντας σε εξευτελιστικές συνθήκες στη Μόσχα του 1989, επιστρατεύεται από την KGB, με αρχηγό μια πολύ μουτρωμένη, καστανή Ελεν Μίρεν που όλο καπνίζει και «σύνδεσμο» έναν Λουκ Εβανς - γομάρι με έντονη ρωσική προφορά. Η κατασκοπεία οδηγεί την Ανα στο Παρίσι όπου κάνει λαμπρή καριέρα μοντέλου, αλλά ταυτόχρονα δολοφονεί κάθε στόχο με ερωτικά τερτίπια και εκπληκτική εναλλαγή περουκών και, φυσικά, προκαλεί το ενδιαφέρον και της «αντίθετης» πλευράς.
Ο Λικ Μπεσόν ποτέ δεν τα έβγαζε πέρα με την πραγματικότητα, η αλήθεια του δικού του σινεμά είναι η φαντασία, απλώς το «Anna» πνίγεται στις καρικατούρες και την μπανάλ υπερβολή. Η δομή του στηρίζεται σ' ένα αλλεπάλληλο παιχνίδι με το χρόνο (δύο χρόνια πριν και τρία χρόνια μετά, μείον επτά μήνες συν δώδεκα, πόσο κάνει;), ικανό να κρατήσει το θεατή σε εγρήγορση πριν εγκαταλείψει.
Το στιλιζάρισμα, τόσο στη φωτογραφία και την πλανοθεσία, όσο και στα... εσώρουχα, είναι λαμπερό αλλά περισσότερο euro-trash απ' ό,τι έχουμε συνηθίσει από τον Μπεσόν. Οι σκηνές δράσης είναι γρήγορες και γοητευτικά περίπλοκες, με αποκορύφωμα μια μεγάλη σεκάνς προς το τέλος του φιλμ όπου η Ανα προσπαθεί να διαφύγει από ένα κτίριο και τα βάζει με οπλοφόρους που προκύπτουν στο διάβα της με την ταχύτητα και την πληθώρα... video game του 1989!
Δεν είναι η αισθητική της ταινίας το μειονέκτημά της. Είναι, από τη μια πλευρά, ότι η Ανα δεν πείθει ως femme fatale, πείθει περισσότερο ως κούκλα με AI, το σκοτάδι της λείπει από το ανέκφραστο πρόσωπό της. Είναι, από την άλλη, ότι όλοι οι δεύτεροι ήρωες είναι φτιαγμένοι ως δευτεροκλασσάτες καρικατούρες, μ' ένα χιούμορ που ποτέ δεν είσαι σίγουρη ότι είναι σκόπιμο. Κι είναι, κυρίως, ότι το σενάριό του είναι τόσο παρωχημένο που, παρά τη... χρονοκάψουλα και τις αλά μπάμπουσκα εναλλαγές προσωπικοτήτων της ηρωίδας, δεν προσφέρει κανένα αληθινά ενδιαφέρον στοιχείο για να πιαστείς. Ούτε καν μια περούκα.