Στο διεθνές αεροδρόμιο Κεφλαβίκ της Ισλανδίας, οι τύχες δύο καταπονημένων από τη ζωή γυναικών θα διασταυρωθούν.
Η Λάρα, ανύπαντρη μητέρα που παλεύει με τα χρέη, την τοξικομανία και τις ευθύνες του ανήλικου γιού της, μόλις βρήκε δουλειά στον έλεγχο διαβατηρίων του αερολιμένα και ασκείται στις λεπτομέρειες δίπλα στον έμπειρο συνάδελφό της.
Η Αντζα, πρόσφυγας από τη Γουινέα-Μπισσάου, ετοιμάζεται να ταξιδέψει παράνομα στον Καναδά παριστάνοντας τη Γαλλίδα υπήκοο, παρέα με μια συμπατριώτισσά της κι ένα κοριτσάκι.
Οταν η Λάρα υποδεικνύει το πλαστό διαβατήριο της Αντζα, εκείνη καταλήγει στα ανακριτικά γραφεία κι από εκεί σε ένα κέντρο προσφύγων. Κι ενώ η Άντζα περιμένει το απρόσωπο σύστημα να αποφασίσει για το μέλλον της, η Λάρα, υποχρεωμένη σε έξωση, ξεκινά τη δική της «προσφυγιά» στους δρόμους του Κελφαβίκ, έχοντας κάνει το αμάξι της κατάλυμα για την ίδια, τον γιο της και τη νεοαποκτηθείσα γάτα τους...
Το τετράποδο θα γίνει αιτία να ξαναβρεθούν οι δυο γυναίκες μετά από ένα τυχαίο περιστατικό όχι απόλυτα πειστικό. Όμως οι συμπτώσεις δε σταματούν εδώ. Αντιθέτως πυκνώνουν όσο προχωρά η δράση, παρέα με τους εύκολους ελιγμούς ενός σεναρίου που σπάνια «ανασαίνει κανονικά» στην προσπάθειά του να επικυρώσει τα προφανή μέχρι το ολότελα αναμενόμενο φινάλε.
Πολύ κρίμα που τούτο το δράμα αποτυγχάνει να πείσει στο εντελώς πρώτο επίπεδο της αφήγησης. Γιατί και τα θέματα που πραγματεύεται –από τη μητρότητα ενάντια στην απειλή της κοινωνικής πρόνοιας και τους ισοπεδωτικούς νόμους για το προσφυγικό μέχρι την τριτοκοσμική καταδίκη της ομοφυλοφιλίας- είναι σοβαρά και επίκαιρα, και ο ρεαλισμός της λιτός και ανεπίδεκτος περιττών συναισθηματισμών, και οι πρωταγωνιστικές ερμηνείες που εμψυχώνουν τα παραπάνω αποτελεσματικές.
Δεν αρκούν όμως να δικαιώσουν μια πλοκή που εκβιάζει την τυχαιότητα και την απλώνει παντού, συχνά σε βάρος των υπό σκιαγράφηση χαρακτήρων, για να υπογραμμίσει τις προθέσεις του σεναρίου. Οσο τίμιες και να’ ναι αυτές, όσο υμνητικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εδώ, σε αυτό τον εκβιασμό, διαφαίνεται η μακρά στις σύντομες ιστορίες προϋπηρεσία της πολυβραβευμένης μικρομηκά Ισόλντ Ιγκαντότιρ, η οποία υπερεκτίμησε προφανώς τις δυνατότητες και τη φαντασία της χωρίς ακόμη να είναι έτοιμη για το άλμα στα 100 λεπτά.