Η Κλοέ είναι μια νεαρή και όμορφη γυναικολόγος από το Κεμπέκ, που δουλεύει σε μια κλινική στη Ραμάλα. Κάθε μέρα ζει στην παλαιστινιακή ζώνη και κάθε βράδυ διασχίζει το τείχος για να επιστρέψει στο διαμέρισμά της στην Ιερουσαλήμ. Εκεί περνά το χρόνο της με τη φίλη της την Αβα, στρατιώτη στον Ισραηλινό στρατό. Στην κλινική, από την άλλη πλευρά, γνωρίζει και γίνεται φίλη με την έγκυο Ράντα και τα δυο της αδέλφια: τον μεγαλύτερο, στρατευμένο Φεϊζάλ και τον μικρό Σάφι που πάσχει από αυτισμό αλλά ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον.
Το χαρακτηριστικό της ταινίας που αποτελεί ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα, είναι ότι έχει γραφτεί, στηθεί και γυριστεί με το βλέμμα του ξένου. Γι’ αυτό η απεικόνιση των δύο πλευρών του παλαιστινιακού τείχους είναι καθαρή, άμεση, άτεγκτη. Γι’ αυτό όμως και τα συμπεράσματα είναι γυμνά, πιο επιδερμικά, με την αποστασιοποίηση που χαρακτηρίζει και τους διαλόγους της ταινίας. Υπάρχουν στιγμές που αυτό λειτουργεί με τη δύναμη της κρίσης, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας μοιάζει απλώς ρηχό.
Η ταινία βρίσκει περισσότερο το πρόσωπό της στους ισραηλινούς και παλαιστίνιους ηθοποιούς, που παρότι αναγκάζονται να παίζουν σε μια ξένη γλώσσα, αγγλικά και γαλλικά, χαρίζουν στο φιλμ αυθεντικότητα και στο θεατή αληθινή ταύτιση. Αντίθετα, η πανέμορφη πρωταγωνίστρια που καλείται να σηκώσει στους ώμους της το βάρος της ταινίας, λειτουργεί περισσότερο ως καλολογικό στοιχείο.
Καθώς το Παλαιστινιακό έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών κινηματογραφικών δημιουργών από το εσωτερικό και το εξωτερικό τα τελευταία χρόνια, οι συγκρίσεις αφήνουν το «Ανάμεσα» σε μια θέση ολοκληρωμένης αλλά αναμενόμενης ταινίας, χωρίς μια ιδιαίτερη σεναριακή ή σκηνοθετική άποψη. Εκείνο που παραμένει μετά το τέλος της, είναι η σταμπαρισμένη αίσθηση του πώς η ζωή, η καθημερινότητα και το χιούμορ των ανθρώπων γίνονται ένα με την πραγματικότητα της διαρκούς εμπόλεμης κατάστασης. Αλλά αυτό υπερβαίνει και την ταινία και το σινεμά.