Παρόλο τον τίτλο του πρότζεκτ του Αστέρη Κούτουλα που προιδεάζει για μια «ανακύκλωση» του μύθου της «Μήδειας», αυτό που τελικά παρακολουθεί κανείς είναι κάτι πιο απλό και μπερδεμένο την ίδια στιγμή και σε κάθε περίπτωση πολύ μακριά από οποιαδήποτε έννοια ανακύκλωσης, ό,τι τελικά και αν σημαίνει αυτό για τον καθένα.
Για τον Αστέρη Κούτουλα, μουσικό παραγωγό, διοργανωτή συναυλιών, συγγραφέα και σκηνοθέτη με βάση το Βερολίνο, ανακύκλωση σημαίνει μια κινηματογραφημένη πρόβα μιας παράστασης χορού βασισμένη πάνω στην «Μήδεια», την όπερα του Μίκη Θεοδωράκη βασισμένη με τη σειρά της πάνω στην τραγωδία του Ευριπίδη, που διακόπτεται απότομα από εικόνες της σημερινής Αθήνας των διαδηλώσεων, δηλώσεις του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη, κομμάτια όπου ο χορογράφος της παράστασης μιλάει για την προσέγγισή του στο έργο και τις εικόνες μιας νεαρής κοπέλας που διαβάζει αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Αννα Φρανκ.
Στο χαρτί, όλα τα παραπάνω μοιάζουν αρχικά ενδιαφέροντα, τόσο ως φόρος τιμής στον Μίκη Θεοδωράκη και την όπερά του, όσο και ως ένα σχόλιο πάνω στην «τραγικότητα» της εποχής μας και πως αυτή βρίσκει αναφορές στην ιστορία της Μήδειας και στο έργο του Ευριπίδη, φτάνοντας με μια πραγματικά ευθεία γραμμή στο σήμερα μιας νέας γενιάς που προσπαθεί να βρει έξοδο από την κρίση.
Βλέποντας, ωστόσο, το «Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια» μοιάζει αδύνατον να μην νιώσεις πως η σύνθεση των διαφορετικών στοιχείων που θα οδηγούσαν σε μια «Μήδεια» για την εποχή μας δεν είναι καν αμήχανη, αλλά ανύπαρκτη και σε κάθε περίπτωση υπερβολικά προφανής.
Οι εμβόλιμες ρεπορταζιακές εικόνες από διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας βρίσκονται εκεί δωρεάν, χωρίς καμία πραγματικά σύνδεση με τις πρόβες και την παράσταση που παρακολουθούμε, το ίδιο και οι δηλώσεις του Μίκη Θεοδωράκη που μοιάζουν με πιασάρικα τσιτάτα από μια μεγαλύτερη συνέντευξη που δεν θα δούμε ποτέ, ενώ όλες οι σκηνές με το νεαρό κορίτσι που «συμβολίζει» την αθωότητα ως άλλη Αννα Φρανκ περιφερόμενη σε αγρούς και μπάρ θυμίζουν κάτι από vintage διαφημιστικό από άλλο πλανήτη και η ιδέα της αφήγησης της ιστορίας της Μήδειας μέσα από δήθεν τίτλους κουτσομπολίστικων περιοδικών κάτι που πραγματικά μοιάζει τόσο «εύκολο» που θα έπρεπε να απορριφθεί ήδη από τη σύλληψή της.
Οσο σαφές είναι πως η «Μήδεια» του Ευριπίδη είναι διαχρονική (όπως όλα τα έργα των αρχαίων τραγικών) και άρα θα αναφέρεται για πολλούς αιώνες ακόμη στο οποιοδήποτε παρόν «κρίσης» χωρίς να χρειάζεται την οποιαδήποτε «ανακύκλωση», τόσο ασαφές είναι γιατί οι πρόβες μιας παράστασης χορού που δεν καταλαβαίνεις ποτέ αν έγιναν στα αλήθεια ή δημιουργήθηκαν για τις ανάγκες της ταινίας μπορεί να ενδιαφέρουν έναν θεατή περισσότερο από την ίδια την παράσταση.
Μετά από τη μισή πρώτη ώρα, το «Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια» δεν έχει να πει τίποτα περισσότερο απ’ όσα προφανή πασχίζει να φωνάξει, αφού δεν οδηγείται σε καμία κορύφωση, ανακυκλώνοντας στην πραγματικότητα μια πανομοιότυπη εικόνα σε διάφορες παραλλαγές.
Η υπέροχη ερμηνεία της Α’ χορεύτριας της Λυρικής Σκηνής, Μαρίας Κουσουνή δεν αρκεί για να κρατήσει το ενδιαφέρον σε μια μάλλον μονότονη κινηματογράφηση από μεριάς του Κούτουλα, ενώ η ερμηνεία της «Μήδειας» του Θεοδωράκη από καλλιτέχνες της Μουσικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης, όσο δεξιοτεχνική και να είναι, δεν επιτρέπει στο λόγο του Ευριπίδη να ακουστεί καθαρά, οδηγώντας το όλο εγχείρημα σε ένα πρότζεκτ που θα ήθελε πολύ να αποτελέσει το χαμένο κρίκο ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.
Παραμένοντας, ωστόσο, μια άγονη καλλιτεχνική ανάγνωση ενός παρόντος, που τώρα περισσότερο από ποτέ έχει ανάγκη να απελευθερωθεί από τις προφανείς αναγωγές και τους εύκολους συμβολισμούς στους οποιους παγιδεύεται με τη θέλησή του το «Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια».