O Toμ Ρίπλεϊ, ένας αινιγματικός «cowboy» που διακινεί (αυθεντική και πλαστή) τέχνη στις δημοπρασίες του Αμβούργου των 70ς, εμπλέκει έναν Γερμανό συντηρητή έργων σε μία σειρά από φόνους: τον πείθει ότι η σπάνια αρρώστια που έχει μολύνει το αίμα του είναι θανάσιμη και τα χρήματα που θα εισπράξει ως εκτελεστής δολοφόνος μπορούν τουλάχιστον να εξασφαλίσουν την οικογένειά του. Μόνο που ο αμερικανός τυχοδιώκτης μετανιώνει και θα επιχειρήσει να υπάρξει φίλος, πριν είναι πολύ αργά. Και για τους δύο.
Βασισμένος στο «Ripley's Game», το τρίτο βιβλίο της Πατρίτσια Χάισμιθ με κοινό ήρωα τον σκοτεινά γοητευτικό Ρίπλεϊ, ο Βιμ Βέντερς κατασκευάζει ένα μεταμοντέρνο νεονουάρ που ακροβατεί ανάμεσα στο θρίλερ αγωνίας, τη ψυχολογική διατριβή και την πολιτική αλληγορία – μια συμβολική ματιά στην καταστροφική σαγήνη της Δύσης στην Ευρώπη και ειδικά τη διχοτομημένη Γερμανία των 70ς.
Ο Βέντερς μπορεί να ιχνηλατεί το μυστήριο της ιστορίας της Χάισμιθ, αλλά, ακολουθώντας τους συναδέλφους του σκηνοθέτες του Νέου Γερμανικού Σινεμά, δεν ενδιαφέρεται τόσο για την πλοκή. Θεωρεί ότι ένα στιβαρό κινηματογραφικό θρίλερ βασίζεται ισάξια στην ατμόσφαιρα και τη φόρμα, για αυτό ανεβάζει την ένταση στη χρωματική παλέτα, τις διαστάσεις, φωτίζει τα κάδρα του σύμφωνα με τις επιταγές του γερμανικού εξπρεσσιονισμού και, πάνω από όλα, σπρώχνει τους ηθοποιούς του στο τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στο αποκαλυπτικό και το παράλογο. Ενα είναι σίγουρο: δεν παρακολουθούμε μία φλατ ρεαλιστική αφήγηση. Αυτό δεν τον αφορά.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν δύο σχολές υποκριτικής: ο τολμηρά αυτοσχεδιαστικός Ντένις Χόπερ και ο μελετημένα πειθαρχημένος Μπρούνο Γκανζ. Τα κάδρα και την προσοχή μας όμως κλέβουν πολλά ακόμα. Η υγρή ατμόσφαιρα του λιμανιού του Αμβούργου, το δαιδαλώδες βάρος του μετρό του Παρισιού, η γιάπικη γυαλάδα των τρένων του βιομηχανικού Μονάχου. Κόσμοι που διεκδικούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Δρόμοι στους οποίους ένας άντρας χάνεται ψάχνοντας τον εαυτό του.
Σ' αυτό το σημείο, η αγάπη του Βέντερς για την αμερικανική παράδοση του θρίλερ και ειδικά τον Χίτσκοκ (το «Strangers on a Train», βασισμένο επίσης σε βιβλίο της Xάισμιθ, είναι η προφανής αλλά εύστοχη αναφορά) μαέστρο της κινηματογραφικής καθόδου στο σκοτεινό ανθρώπινο ασυνείδητο μετατρέπεται σε σκηνοθετικό φόρο τιμής. Σύμβολα πλημμυρίζουν την οθόνη: κορνίζες («frame»: «παγίδα») που κυκλώνουν το πρόσωπο του θύματος. Καθρέφτες. Παράθυρα. Η αλήθεια και η απάτη, η αυθεντικότητα και η απομίμηση, το ατόφιο και το ψεύτικο.
Η διαβολική σαγήνη του κακού – έτσι όπως την πραγματώνει ο σαρδανάπαλος Χόπερ. Ο φθόνος εκείνου για την οικογενειακή κανονικότητα, όπως τη ζεσταίνει στην οθόνη ο Γκανζ. Η αντίστιξή τους, η έλξη τους, η ανάγκη τους να συγκρούονται και να συνυπάρχουν γιατί αλλιώς είναι ισάξια χαμένοι. Ο «μέσος άνθρωπος» θέλει να γίνει δολοφόνος. Ο σατανάς θέλει να γίνει φίλος.
Μοναξιά. Αυτό αφουγκράζεται η κάμερα του Βέντερς, όταν κανείς δε βγαίνει από τη ζώνη ασφάλειάς του. Ερημοι δρόμοι, αινιγματικοί κήποι, άδειες παραλίες, ταράτσες με θέα το μητροπολιτικό μας κενό. Η ζωή θέλει χτυποκάρδι, ρίσκο. Αλλιώς, θάνατος.