Στο «Wild Duck», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Σακαρίδη, η - σχεδόν σαν υπαρξιακό αστυνομικό - ιστορία ενός μηχανικού τηλεπικοινωνιών που αναλαμβάνει να διαλευκάνει ένα σκάνδαλο υποκλοπών κατέληγε σε όσα δεν φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να κρύβονται σε ένα διαμέρισμα μιας φαινομενικά κοινής πολυκατοικίας.

Στο «Amerika Square» σε μια ακόμη πιο κοινή πολυκατοικία, από αυτές τις μεγάλες της αθηναϊκές που κάποτε θεωρούνταν προνόμιο το γεγονός πως έβλεπαν στην Πλατεία, δεν κρύβονται πλέον μυστικά, αλλά ο ανθρώπινος χάρτης της Αθήνας του σήμερα, έτσι όπως στην αρχή της ταινίας τον σημαδεύει ένας από τους πρωταγωνιστές της σαν να επρόκειτο σαν ένα (άνισο) ντέρμπι ανάμεσα στους Ελληνες και τους ξένους.

Οι ήρωες της «Πλατείας Αμερικής» είναι τρεις και ζουν και οι τρεις στην ίδια πολυκατοικία. Και για όσο διαρκεί μια ταινία θα ζήσουν ο καθένας τη δική του ταινία, με αρχή μέση τέλος και κεντρικό άξονα τη φυγή. Φυγή εκτός των ελληνικών συνόρων, εκτός της κρίσης, εκτός από αυτή τη μεγάλη σύμβαση του να μένεις ίδιος ενώ όλα γύρω σου αλλάζουν με ρυθμούς πολυβόλου.

Ο Μπίλλη είναι ένας σαραντάρης tattoo artist που έχασε εδώ και καιρό την ευκαιρία να «την κάνει», η γνωριμία του όμως με την Τερέζα από την Αφρική θα είναι καθοριστική για αυτά που θα «χτυπήσει» από δω και πέρα στο κορμί του και το κορμί των άλλων. Ο Νάκος, ένας άνεργος 30something που ζει ακόμη με τους γονείς του θα βρει νόημα στην ευκολία του ρατσισμού και εμπνευσμένος από «κινηματογραφικές» ιστορίες εξόντωσης των αλλοδαπών θα σχεδιάσει το δικό του. Ο Ταρέκ, πρόσφυγας από τη Συρία, προσπαθεί να βρει τον πιο σίγουρο τρόπο για να φύγει από τη χώρα μαζί με τη δεκάχρονη κόρη του.

Το εύρημα του Σακαρίδη είναι ότι σκηνοθετεί τις ιστορίες τους σαν μια περιπέτεια. Μια μεγάλη «αμερικάνικη» περιπέτεια, με το νατουραλισμό του φωτισμού του Γιαν Φόγκελ και την ταχύτητα μιας κάμερας που κόβει και ράβει πάνω στην κορύφωση της κάθε διαδρομής. Εκεί όπου ο διάχυτος ερωτισμός της ιστορίας του Μπίλλη μπερδεύεται με τη σάτιρα της οικογενειακής κατάστασης του Νάκου και την απόγνωση της αντεστραμμένης Οδύσσειας του Ταρέκ, ο Σακαρίδης κάνει την Πλατεία Αμερική - αυτήν την ίδια που για καιρό έγινε το πέρασμα στο όνειρο ολόκληρων πληθυσμών - λίγο τζαζ, νυχτερινή, νουάρ, με τα αρώματα των ξένων να αναδύονται από παντού και τους ήχους από τις ανθρώπινες ανάσες να ενώνονται στην χαρτογράφηση της νέας πληθυσμιακής τάξης της Αθήνας.

Για κάποιο λόγο που αντιλαμβάνεσαι πως έχει να κάνει με τον ακτιβισμό (χαρακτηριστικό που έρχεται και αυτό να ενώσει το «Wild Duck» με αυτήν εδώ την ταινία), ο Σακαρίδης φορτώνει τις ιστορίες του με ένα voice over που μοιάζει αχρείαστο, καταχρηστικό και τελικά διδακτικό. Μπορεί αυτά που λέγονται να δίνουν τη σωστή διάσταση στο οικοδόμημα του και να βρίσκονται στην ακόμη πιο σωστή πλευρά της νέας τάξης πραγμάτων, αυτό όμως δεν ανακόπτει μια διάχυτη αίσθηση ότι το νόημα έχει γίνει κατανοητό από πολύ νωρίτερα, σχεδόν πριν η ταινία ξεκινήσει.

Με διαβαθμίσεις ανάμεσα στις ιστορίες (με καλύτερη αυτή του Ταρέκ), οι σεναριακές λύσεις της «Πλατείας Αμερικής» (συνεργάστηκαν στο σενάριο μαζί με τον Σακαρίδη, ο Βαγγέλης Μουρίκης και ο Γιάννης Τσίρμπας) μοιάζουν προφανείς, κατά στιγμές εύκολες και τελικά αισθητά γνώριμες. Αντίθετα, τόσο η παρουσία των τριών πρωταγωνιστών (ο Βασίλης Κουκαλάνι, ο Γιάννης Στάνκογλου και ο Μάκης Παπαδημήτριου – κι αυτοί με τις διαβαθμίσεις τους από σκηνή σε σκηνή) όσο και το περιτύλιγμα των ιστορίων τους παραμένει γοητευτικό, άμεσο, με έξυπνες αναφορές στο «αμερικάνικο όνειρο» αλλά τελικά και το ίδιο το σινεμά.

Και δεν εννοεί κανείς μόνο την έγχρωμη – «ή μάλλον σκουρόχρωμη» – «Καζαμπλάνκα».