Ο Κρις Κάιλ έμεινε στην ιστορία των ένοπλων δυνάμεων των Η.Π.Α. ως «ο Θρύλος», ο πιο αποτελεσματικός ελεύθερος σκοπευτής στον πόλεμο του Ιράκ. Επισήμως, είναι υπεύθυνος για 160 καταγεγραμμένες εκτελέσεις Ιρακινών. Πολλοί όμως ισχυρίζονται ότι στην πραγματικότητα ο Κάιλ εκτέλεσε με επιτυχία πάνω από 200 «στόχους». Ο Κρις Κάιλ ήταν παιδί μίας δασκάλας κι ενός Τεξανού κυνηγού, ο οποίος του έβαλε στα χέρια ένα δίκανο στα 8 του χρόνια και τον έμαθε να πιστεύει ότι στον κόσμο υπάρχουν «λύκοι, πρόβατα και τσοπανόσκυλα» κι ότι η Αμερική οφείλει να είναι το τελευταίο. Ο Κρις Κάιλ έκανε 4 θητείες στο Ιράκ, πέρασε μία ολόκληρη δεκαετία της ζωής του στον πόλεμο, αποστρατεύτηκε το 2009 κι επέστρεψε στη νεαρή σύζυγό του και τα παιδιά του φορτωμένος με τιμές, μετάλλια και σοβαρές ψυχώσεις μεταπολεμικού στρες. Εγραψε την αυτοβιογραφία του κι ο Κλιντ Ιστγουντ ανέλαβε να την μεταφέρει στην οθόνη. Μία μέρα μετά την ολοκλήρωση του πρώτου draft του σεναρίου, ο Κάιλ έπεσε νεκρός, στο χώμα της πατρίδας του, από σφαίρα αμερικανού βετεράνου συμπολεμιστή, τον οποίο προσπαθούσε να βοηθήσει να προσαρμοστεί ξανά και να ξεπεράσει τις τραυματικές διαταραχές του.

Ο 85χρονος Κλιντ Ιστγουντ τολμά να κοιτάξει την πολύ πρόσφατη ιστορία της πολεμοχαρούς κι αποπροσανατολισμένης χώρας του, το επίπονο κι αμφιλεγόμενο παρόν της, μέσα από το σκηνοθετικό του δίοπτρο. Κατά πόσο πετυχαίνει το στόχο του ή την ουσία της ταινίας παίρνουν ξώφαλτσα σκάγια είναι κάτι που έχει έντονα διχάσει κοινό και κριτικούς. Κι αυτό γιατί, όπως σε όλες τις ταινίες, μόνο ο δημιουργός γνωρίζει ποιος ακριβώς ήταν ο στόχος του. Ηρωική ή αντιπολεμική; Κυριολεκτική ή ειρωνική; Προπαγανδιστική ή πιο έξυπνη από το χίλμπιλι κοινό της;

Εμείς καταθέτουμε την εμπιστοσύνη μας στις προθέσεις του. Ο Ιστγουντ των «Ασυγχώρητων», της τελευταίας κοφτερής σκηνής του «Σκοτεινού Ποταμιού», των ελεγειακών «Γραμμάτων από το Ιβο Τζίμα» δε θα έκανε ποτέ μία μονοδιάστατη, πολεμοχαρή, «δόξα και τιμή στα στρατεύματά μας» ταινία. Αναγνωρίζουμε ότι και μόνο η χαρτογράφηση της ιστορίας που επιλέγει να αφηγηθεί, δίνει και τον προσανατολισμό του στην ηθική του πυξίδα: μικρό αγόρι που διδάχθηκε τη βία, τη δογματική θρησκεία και τον τυφλό πατριωτισμό μέσα από την κακοποίηση του πατέρα του, ανδρώνεται σε τυπικό αμερικανό πεζοναύτη, αποστέλλεται σ' ένα πόλεμο για να καθαρίσει τα «ζώα», κι όταν επιστρέφει στα πάτρια εδάφη, πέφτει νεκρός από τη σχιζοφρένεια της χώρας του - μία πραγματικότητα που κανείς δεν θέλει να παραδεχθεί. Συνεχίζοντας την ειρωνεία, τυφλοί πατριώτες κουνούν σημαιάκια και προσκυνούν το πτώμα του ως ήρωα. Τόσο μέσα στην οθόνη, όσο και απέναντι από αυτήν - ένα κοινό που (έχει τη βαθειά ανάγκη να) χειροκροτά. Μήπως αυτή η μελαγχολική παρατήρηση ήταν η πρόθεση του Ιστγουντ; Μην τον υποτιμάτε και μην ξεχνάτε ότι για να εστιάσει κανείς, κλείνει απαραίτητα το μάτι...

Οσο και θετικά όμως κι αν στέκεσαι απέναντι σ' έναν 85χρονο σκηνοθέτη, οι πολιτικές αναλύσεις και οι απόπειρες ερμηνείας (από όποια πλευρά κι αν βρίσκεσαι) μίας ταινίας είναι καταδικασμένες να σε αφήνουν μετέωρο και να μην έχουν τόση σημασία όσο τα ίδια τα κινηματογραφικά εργαλεία. Επιστρέφουμε λοιπόν στο ίδιο το σινεμά: χρησιμοποίησε ο Ιστγουντ ένα στιβαρό, μελετημένο σενάριο; Ο ίδιος κράτησε το focus της εικόνας του διαυγές; Ο Μπράντλεϊ Κούπερ πέρασε κάτω από το δέρμα του ήρωα, μάς έδωσε να καταλάβουμε τον άνθρωπο πίσω από το βαρύ τίτλο «American Sniper: The Autobiography of the Most Lethal Sniper in U.S. Military History»;

Η αλήθεια είναι ότι όχι πάντα. Τόσο ο άγουρος ηθοποιός-σεναριογράφος Tζέισον Χολ, όσο κι ο ίδιος ο Ιστγουντ, είναι υπεύθυνοι για συντριπτικά μονοδιάστατες αποφάσεις (όπως π.χ. όλοι οι δευτεροχαρακτήρες), γερασμένες προσεγγίσεις του καλού και του κακού (ο δισταγμός του σκοπευτή πριν εκτελέσει ένα μικρό παιδί θα μπορούσε να ανήκει σε σκηνή του «Ράμπο»), λεπτομέρειες που είναι απαράδεκτες για ταινία που καταλήγει με 6 υποψηφιότητες στην οσκαρική κούρσα (το πλαστικό μωρό, πρέπει να το δείτε για να το πιστέψετε, μοιάζει με κακόγουστο αστείο). Πάνω από όλα όμως, στον Ιστγουντ ξεφεύγει ο αντικατοπτρισμός του ήρωα: ο αντίστοιχος ιρακινός ελεύθερος σκοπευτής ήταν η ευκαιρία του να πει όσα θα ήθελε να πει για τις δύο σκοτεινές όψεις του ίδιου κάλπικου νομίσματος. Απογοητευτικά, ο Ιστγουντ αποδεικνύεται κλισέ: κάθε φορά που στην οθόνη εμφανίζεται ο ιρακινός sniper, η εικόνα σκοτεινιάζει, οι μουσικές αλλάζουν, μπροστά μας έχουμε έναν «μαυριδερό σατανά».

Μέσα στη λαίλαπα της κόντρας, των όποιων κινηματογραφικών ή πολιτικών αντιρρήσεων, της υπερτίμησης ή απαξίωσης της ταινίας, αυτός που βγαίνει αλώβητος είναι ο Μπράντλεϊ Κούπερ. Η αξία της ερμηνείας του είναι ότι κουβαλά τον χίλμπιλι πάντα - ακόμα και στις πιο «ηρωικές» στιγμές που του επιτρέπει ο σεναριογράφος του. Από τον τρόπο που φλετάρει τη γυναίκα του σ' ένα μπαρ, μέχρι τις ατέλειωτες ώρες στις εχθρικές ταράτσες που οι συμπολεμιστές του τον αποθεώνουν ως φύλακα άγγελό τους, ο Κούπερ καταφέρνει να έχει το ίδιο χαμένο βλέμμα - ακόμα κι αν χαμογελά με περηφάνεια για το αλάθητο σημάδι του. Εχει πραγματικά μεταμορφωθεί σε έναν συμπαγή οργισμένο όγκο, σε ένα αποπροσανατολισμένο πρόσκοπο, στο κακοποιημένο θύμα που δεν έχει καταλάβει ότι πλέον με τη σειρά του σκοτώνει από ηδονή κι όχι από υποχρέωση.

Σίγουρα οι ταινίες δεν είναι μόνο όσα σου δείχνει το πανί, αλλά κι όσα κουβαλάς στις αποσκευές του όταν μπαίνεις στην αίθουσα. Αν θεωρείς τον Ιστγουντ δηλωμένο Ρεπουμπλικανό και πολεμοχαρή θα δεις άλλη ταινία από αυτόν που λύγισε μπροστά στις πανανθρώπινες, σοσιαλιστικές αλήθειες του «Gran Torino». Αν είσαι η Σάρα Πέιλιν θα δεις άλλη ταινία από τον Μάικλ Μουρ. Αν μένεις στην Ελλάδα, θα συνεχίσεις να πιστεύεις βολικά ότι η αναπηρία να κοιτάξεις κατάματα την κοινωνία σου είναι μόνο θέμα της Αμερικής.

Ομως, ακόμα και σ' αυτό το πλαίσιο, υπήρξαν ταινίες που κοίταξαν τον πόλεμο μέσα από μελό slow motion και σφαίρες που έφευγαν επιδεικτικά από την κάννη της κάμερας. Κι άλλες που κατέβασαν τα όπλα μπροστά στη θέα ενός ελαφιού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ποιες βρήκαν το στόχο τους στην καρδιά μας.