«…άμα είναι αυτός που νομίζω… να προσέχεις!», συμβουλεύει ο γερο-μηχανικός τον Βαγγέλη, τον οποίο ενίοτε φροντίζει στο τροχόσπιτο της μάντρας του στις παρυφές της πόλης όταν ο μικρός έχει μπλεξίματα. Ο Βαγγέλης μόλις ρώτησε τον περιστασιακό προστάτη αν έχει ακουστά κάποιον Πέτρο.

Στη νέα ταινία του Φωκίωνα -«Κάθαρση»- Μπόγρη, της οποίας το σενάριο ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε από μια πραγματική του γνωριμία, ο Πέτρος είναι ο καινούργιος γκόμενος της Κατερίνας, της αδελφής του Βαγγέλη που, παρότι κοντά στα 40 πια, ντιλάρει ακόμα κάνναβη, χωρίς να μπορεί να σταυρώσει αξιοπρεπή απασχόληση λόγω μη έντιμου πρότερου βίου.

Ο Πέτρος δεν είναι απλώς ο χαρακτηριστικός νεοέλληνας κάφρος με την ακόμα τυπικότερη μάτσο δυσανεξία. Είναι λέρα ολκής. Αλλά ακόμη δεν το ξέρουμε. Γιατί μια χαρά μοιάζει να συνεννοούνται ο ντίλερ με τον «γαμπρό» του αρχικά, στο πρώτο ημίωρο περίπου του «Πρόστιμου», κι ενόσω σκιαγραφούμε τον Βαγγέλη μέσα από τις επισκέψεις του σε φίλους και συνεταίρους, συνεντεύξεις για δουλειές χωρίς αποτέλεσμα, επαφές με μια τραβεστί που επίσης του παρέχει στέγη όταν έχει ανάγκη... Μέχρι που αργά, αλλά με μεθοδικότητα ψαρωτική, ο Πέτρος θα αρχίσει να τον παρασύρει στο έγκλημα.

Όλα τα παραπάνω θα ξετυλιχθούν με ακρίβεια «οικονομιδική», σε μια ταινία που μιλά φανερά τη γλώσσα του δημιουργού του «Σπιρτόκουτου» και της «Μπαλάντας…», αν και μερικά κλικ πιο γειωμένη στον ρεαλισμό, ίσως πιο κοντά στο θεατρικό διαμάντι του «Στέλλα Κοιμήσου», και με μια κινηματογράφηση λιγότερο αυστηρή, που ενίοτε ευθυγραμμίζεται με τον αυτοσχεδιαστικό οίστρο των υποκειμένων. Καθόλου τυχαία, εξάλλου, η μακιαβελική φιγούρα του αμίμητου Στάθη Σταμουλακάτου, πρωταγωνιστή της «Στέλλας…» και μόνιμου συνεργάτη του Γιάννη Οικονομίδη. Ούτε η παρουσία του ίδιου του Οικονομίδη στον σύντομο ρόλο του τραμπούκου θυρωρού, του Βαγγέλη –«Πέτρος… χμ… άμα είναι αυτός που νομίζω…»- Μουρίκη ή του Βασίλη Μπισμπίκη ως νονού των Νοτίων Προαστίων.

Περνώντας από το άγχος στην απορία κι από εκεί στη συνειδητοποίηση, η φάτσα του νεόφερτου Βαγγέλη Ευαγγελινού σκανάρει όλους τους παραπάνω με κάποια ψυχραιμία και στωικότητα που όμως δεν αναιρούν το σταδιακό «φόρτωμα». Το οποίο θα εκτονωθεί εν τέλει σε ένα «πρόστιμο» βαρύ για όλους, σε ένα νουάρ που στηλιτεύει καίρια το εθνικό μας νταϊλίκι, την ίδια στιγμή που εξελληνίζει και «εξευγενίζει» δημιουργικά τους κακόφημους δρόμους των πιο φημισμένων αμερικανικών crime stories.