Ποιοι είμαστε εμείς να πούμε στον Μάικλ Μπέι πώς να γυρίσει μια σκηνή δράσης;
Χτίζοντας μια ολόκληρη καριέρα πάνω σε συγκρούσεις, κυνηγητά και… διαστημικές εκρήξεις, στο «Ασθενοφόρο», ο Μπέι κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, απλά το κάνει x100 με αεικίνητες κάμερες, drones και ποιος ξέρει τι άλλο, καθώς ακόμη και μια διαλογική σκηνή μοιάζει ντεκουπαρισμένη σαν μάχη ανάμεσα στον Godzilla και τον Kong.
Καταλάβαμε πως το νόημα είναι να (κατα)δείξει το αφανές Λος Αντζελες ως μια αχαρτογράφητη περιοχή που λίγη σχέση έχει με την τουριστική «Πόλη των Αγγέλων», καθώς και να κινηθεί όσο το δυνατόν πιο «ανοιχτά» σε σχέση με τον περιορισμένο χώρο που του προσφέρει το κινητήριο όχημα του τίτλου που βρίσκεται διαρκώς κι αυτό εν κινήσει, κάνοντας απαραίτητη σε πρώιμο σημείο της δράσης λίγη, έως και αρκετή, παρακεταμόλη για τη ζαλάδα.
Καταλάβαμε επίσης πως το «Ασθενοφόρο» δεν είναι η μικρή ταινία για μια ληστεία τράπεζας που μοιάζει να είναι ξεκινώντας, αφού οι (τραγικές) διαστάσεις της έχουν φανεί ήδη από τα πρώτα λεπτά.
Μαύρος βετεράνος του Ιράκ προσπαθεί μάταια να βρει χρήματα από την ανάλγητη αμερικανική κυβέρνηση για μια πειραματική θεραπεία που χρειάζεται η καρκινοπαθής γυναίκα του, αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια του (!) λευκού αδερφού του, ο οποίος θα τον παρασύρει σε ένα κόλπο εκατομμυρίων, ενώ ο πρώτος είχε ξεκόψει χρόνια από την κακή επιρροή του δεύτερου και της οικογενειακής… παράδοσης. Όταν όλα - φυσικά - θα πάνε στραβά στη ληστεία μιας κεντρικής τράπεζας, τα δύο αδέλφια θα πυροβολήσουν ένα αστυνομικό και θα επιβιβαστούν σε ένα ασθενοφόρο μαζί με μια λατίνα διακομίστρια. Στο κατόπι τους θα βρεθούν η αστυνομία, οι ειδικές δυνάμεις και το FBI.
Αστυνομικό, προσωπικό, οικογενειακό και διαφυλετικό δράμα επικών διαστάσεων, το «Ασθενοφόρο» που βασίζεται σε μια δανέζικη ταινία του 2005 που διαδραματιζόταν όλη μέσα σε ένα ασθενοφόρο, είναι στην πραγματικότητα ένα b-movie στη συσκευασία μιας πανάκριβης ταινίας. Οι ευκολίες στην πλοκή (δεν) συναγωνίζονται τα ηλίθια αστεία, άπειρες ιδέες που απλά φορτώνουν την κίνηση στην οθόνη (όπως ο τεράστιος σκύλος του αφεντικού των ειδικών δυνάμεων), πάρα πολλές στραβές γωνίες λήψεις, πάρα πολλά κοντινά, λυρικές μουσικές και το «Sailing» του Κρίστοφερ Κρος στη διαπασών, χέρια σε σπλήνες (αλά «Grey’s Anatomy»), μια σύμβουλος ενός γκέι παντρεμένου ζευγαριού, κάτι πρώην γκόμενοι και γιατροί που αντί να είναι στο νοσοκομείο παίζουν γκολφ, όπλα που εμφανίζονται (και εξαφανίζονται) δια μαγείας και μυστικές συμφωνίες για το ποιος θα προδώσει ποιον… δεν υπάρχει τίποτα που να λείπει από μια ταινία που σε πολλά σημεία σε κάνει να αναρωτιέσαι αν πρέπει να την πάρεις στα σοβαρά ή να γελάσεις με την καρδιά σου, αν όλο αυτό που βλέπεις είναι 134 άχρηστα ξοδεμένα λεπτά ή - δεν μπορεί - θα βγάλουν στο τέλος κάποιο νόημα.
Eχοντας παραιτηθεί από κάθε έννοια κλασικής κινηματογράφησης που θα έκανε αυτό το roller coaster να είχε πραγματικό αντίκτυπο «κομμένης ανάσας» με καλοδουλεμένες σκηνές αγωνίας και δράσης και με τους Τζέικ Τζίλενχαλ και Γιάχια Αμπντούλ Ματίν ΙΙ στο όριο της υστερίας, το «Ασθενοφόρο» πάει για μια στιγμή να αλλάξει ρότα - όταν αποκαλύπτεται το παρελθόν των δύο αδελφών και η κακούργα μοίρα που όλα τα διορθώνει, αλλά δεν αργεί γρήγορα να παραδοθεί στο ακατάσχετο μελόδραμα, αναζητώντας ήρωες ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν (θέμα που απασχολεί εμμονικά τον Μάικλ Μπέι) πάντα, ωστόσο, κινηματογραφημένοι σε slow motion με κάποια πηγή αέρα ανοιχτή και υπερχείλιση καλών αισθημάτων σε έναν κόσμο φτιαγμένο για να είναι κακός.
Το έχει κάνει καλύτερα ο ίδιος δεκαετίες πριν. Ποιοι είμαστε, όμως, εμείς να του πούμε να μην το ξανακάνει;