Αυτή είναι μια έξυπνη, διασκεδαστική, καλοπαιγμένη, εύρυθμη αμερικανική ταινία, για μια αμερικανική ιστορία, ένα αμερικανικό προϊόν, ένα ίνδαλμα του «νέου» κόσμου και μια αμερικανική προσέγγιση τής διεκδίκησης τής επιτυχίας. Μολαταύτα, όχι λιγότερο απολαυστική για τους παραπάνω λόγους.
Το 1984, η εταιρεία Nike ωχριά μπροστά στους κολοσσούς Converse και Adidas, περιορίζοντας την αγορά της σε παπούτσια για τρέξιμο, άντε και για τένις. Ενας ταλαντούχος πωλητής με καλή γνώση του κόσμου του μπάσκετ και μια μοναχική ζωή που δεν τού έχει προσφέρει πολλά πράγματα για να χάσει, αποφασίζει ν' αλλάξει τις ισορροπίες. Η ιδέα του είναι η Nike ν' αφιερώσει ολόκληρο το ετήσιο μπασκετικό μπάτζετ της στη δημιουργία ενός και μόνο παπουτσιού, προορισμένου να φορεθεί και να προωθηθεί από έναν και μόνο αθλητή, νέο και φερέλπιδα που μοιάζει ότι θα κάνει μεγάλη καριέρα. Ο πωλητής είναι ο Σόνι Βακάρο, ο αθλητής ο Μάικλ Τζόρνταν και το παπούτσι το Air Jordan, εκείνο που στην πορεία δεν έλειψε από καμία ντουλάπα κι από κανένα όνειρο.
Ο Αφλεκ (που επίσης κρατά, στην ταινία, τον κωμικό ρόλο τού new age πολυεκατομμυριούχου CEO τής Nike με την κοινωνική αδεξιότητα, τη ζεν κοσμοθεωρία και την κοινωνική αδεξιότητα), δομεί το φιλμ του πάνω στον ανατρεπτικό δεκάλογο με τα best practices μιας ανερχόμενης εταιρείας τη δεκαετία του '80: κοινώς, κινήσου ατομικά, ανάτρεψε κάθε κανόνα, εξάσκησε κάθε παρασκηνιακή διπλωματία, σκέψου διαφορετικά απ' ό,τι όλοι οι υπόλοιποι, τόλμησε το αδιανόητο και θα πετύχεις. Κι αυτή είναι η γάργαρη, αισιόδοξη αίσθηση της Αμερικής του '80, του ξέφρενου, αρρύθμιστου καπιταλισμού, που χαρίζει στο φιλμ ένα υπερβατικό, παιχνιδιάρικο χιούμορ και μια ενέργεια που ποτέ δεν πέφτει, ώσπου να βάλει απανωτά τρίποντα.
Ο Ματ Ντέιμον, ως Σόνι Βακάρο, με το αργό βάδισμα και την προτεταμένη κοιλίτσα τής... δουλειάς γραφείου, αγκαλιάζει το ρόλο με τη χαρακτηριστική λάμψη στο βλέμμα και το χαμόγελό του, στους δεύτερους ρόλους ο Τζέισον Μπέιτμαν κι ο Κρις Μεσίνα διεκπεραιώνουν συμπαθέστατα, ο Μάθιου Μάερ τραβά την προσοχή ως geeky designer τού διάσημου παπουτσιού, η Βαϊόλα Ντέιβις είναι στο στοιχείο της ως κυρία Τζόρνταν, μαμά-κέρβερος για την προστασία τού γιου της (και δεινή επενδύτρια).
Τόσο καλογραμμένοι, χαριτωμένοι είναι οι διάλογοι, τόσο ελκυστική η ιστορία, που μπορεί να σε παρασύρει με κύματα γέλιου και χαράς, τουλάχιστον ως το τελευταίο μέρος της, το πανηγυρικό, το μελιστάλαχτο και θριαμβευτικό, το τόσο «αμερικάνικο»: εκεί, τουλάχιστον, θα συνειδητοποιήσεις ότι βλέπεις ένα δίωρο διαφημιστικό για ένα προϊόν και μια εταιρεία που δεν χρειάζεται καν διαφήμιση. Χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι δεν έχεις παρακολουθήσει μια από τις πιο ψυχαγωγικές, ανεβαστικές, εύπεπτες ταινίες τής σεζόν.