Στην εξοχή του Γιορκσάιρ η ζωή τριών ζευγαριών αναστατώνεται για λίγους μήνες, λόγω της αινιγματικής συμπεριφοράς του κοινού τους φίλου Τζωρτζ Ράιλι. Οταν ο Δρ. Κόλιν αναφέρει κατά λάθος στη γυναίκα του Κάθριν, ότι ο ασθενής του Τζορτζ Ράιλι έχει μονάχα λίγους μήνες ζωής, δεν γνωρίζει ότι ο Τζορτζ ήταν η πρώτη της αγάπη. Το ζευγάρι θεωρούν καλή ιδέα να πείσουν τον Τζορτζ να συμμετάσχει στο έργο που ανεβάζουν με την ερασιτεχνική τοπική θεατρική τους ομάδα. Κάτι τέτοιο όμως συνεπάγεται έναν ρόλο που περιλαμβάνει ερωτικές σκηνές με την Ταμάρα, σύζυγο του Τζακ, κολλητού φίλου του Κόλιν, πλούσιου επιχειρηματία και άπιστου συζύγου. Από την μεριά του, ο Τζακ προσπαθεί να πείσει τη Μόνικα, γυναίκα του Τζορτζ που τον έχει εγκαταλείψει για έναν αγρότη, τον Σιμεόν, να επιστρέψει στον άνδρα της για να τον υποστηρίξει τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Κάπως έτσι ο Τζορτζ ασκεί μια παράδοξη γοητεία στις τρεις γυναίκες, γεγονός που δεν αφήνει αδιάφορους τους συζύγους τους. Ποια τελικά από τις τρεις θα συνοδεύσει τον Τζορτζ Ράιλι στις διακοπές του στην Τενερίφη;

Μεταφέροντας για μια ακόμη φορά ένα θεατρικό του Βρετανού συγγραφέα Αλαν Αικμπουρν στην οθόνη, μετά το «»Ιδιωτικοί Φόβοι σε Δημόσια Μέρη» και το «Smoking / No Smoking», o Αλεν Ρενέ δεν διστάζει να αρνηθεί κάθε προσπάθεια να πείσει τον θεατή του ότι αυτό που βλέπει είναι αληθινό, ή έστω σινεμά με την παραδοσιακή έννοια του όρου.

Γυρίζοντας αποκλειστικά σε στούντιο, τοποθετώντας τους ηθοποιούς του απέναντι σε θεατρικά σκηνικά, φτιαγμένα από ζωγραφισμένα πανό, χάρτινους θάμνους και ψεύτικο γρασίδι, εισάγοντας την κάθε σκηνή με πλάνα της βρετανικής εξοχής όπου διαδραματίζεται η ιστορία του, τα οποία γρήγορα μεταμορφώνονται σε υπέροχα σκίτσα του κομίστα Blutch, πριν εμφανιστούν οι ηθοποιοί, αυτό που βλέπεις στην οθόνη, μοιάζει περισσότερο με θέατρο.

Ο Ρενέ ενδιαφερόταν ανέκαθεν όχι μόνο να κάνει σινεμά, αλλά ταυτόχρονα να το αποδομήσει, να αφήσει τον θεατή να κοιτάξει πίσω από την κατασκευή του, στην ίδια τη ραχοκοκαλιά του κι εδώ μοιάζει να πηγαίνει ένα ακόμη βήμα πιο πέρα, αποδομώντας όχι μόνο το σινεμά, μα την ίδια την διαδικασία της αφήγησης.

Οι ηθοποιοί του μπαινοβγαίνουν στις σκηνές τους σαν να είναι στο θέατρο. Υποδύονται δε εκτός από τους χαρακτήρες τους, ερασιτέχνες ηθοποιούς που δουλεύουν πάνω σε ένα έργο που σκοπεύουν να ανεβάσουν. Το ότι το έργο δεν είναι άλλο από το «Relatively Speaking» του ίδιου του Αϊκμπουρν, προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο στο πνευματώδες παιχνίδι μεταξύ κατασκευής και αλήθειας που στήνει εδώ ο Ρενέ.

Ομως ακόμη κι αν αυτό που βλέπουμε μοιάζει με θέατρο, η γλώσσα του είναι ταυτόχρονα κινηματογραφική, αφού το σινεμά ή καλύτερα το σινεμά του Ρενέ είναι εδώ μέσα από ξεκάθαρους κινηματογραφικούς μηχανισμούς όπως τα γκρο πλαν των ηθοποιών του μπροστά όχι στο σκηνικό, μα σε μια λευκή οθόνη σημαδεμένη από αμέτρητες μαύρες γραμμές που διασταυρώνονται και που εξαφανίζουν οτιδήποτε άλλο, εκτός από την ιστορία.

Και η οποία ξετυλίγεται ή περιπλέκεται γύρω από έναν απόντα από την οθόνη χαρακτήρα, αυτόν του Τζορτζ Ράιλι του οποίου ο επικείμενος θάνατος από καρκίνο, δυναμιτίζει την ζωή τριών ζευγαριών: Του καλύτερου του φίλου και της γυναίκας του, της παλιάς του ερωμένης που πια είναι παντρεμένη με κάποιον άλλον και της πρώην γυναίκας του που τον έχει εγκαταλείψει για έναν αγρότη.

Στο θεατρικό του Αϊκμπουρν τα παραπάνω μπορεί να έδιναν την αφορμή για μια κωμωδία χαρακτήρων ή συμπεριφορών και για μια πικρή φάρσα πάνω στις σχέσεις, αλλά στα χέρια του Ρενέ μοιάζουν να παίρνουν μια διαφορετική απόχρωση, πιο κοντά σε έναν αναλογισμό πάνω στο παρελθόν, στην μνήμη, στον θάνατο. Ολα αυτά φυσικά, δοσμένα με ένα απόλυτα παιχνιδιάρικο ύφος και με τον χαριτωμένο κυνισμό ενός ανθρώπου που στην ηλικία του μοιάζει να ξέρει αρκετά καλά τους τρόπους των ανθρώπων.

Ετσι κι αλλιώς για τον Ρενέ, η ιστορία και οι περιπέτειες των χαρακτήρων μοιάζουν να έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Αυτό που έχει σημασία είναι το παιχνίδι: των ηθοποιών, του ίδιου με το μέσο του, της κατασκευής ενός φιλμικού lego, του οποίου τα τουβλάκια κι ο τρόπος που στήνονται, μοιάζει να τον ενδιαφέρει περισσότερο από το ολοκληρωμένο αποτέλεσμα.

Είναι μια απόλαυση που μπορείς να καταλάβεις, με τον ίδιο τρόπο που καταλαβαίνεις ένα παιδί που παίζει μόνο, απορροφημένο με τα παιχνίδια του, αλλά είναι λίγο πιο δύσκολο να την μοιραστείς. Σε ένα πνευματικό και αναλυτικό επίπεδο είναι σίγουρα ερεθιστική, μα σαν ένα κινηματογραφικό έργο εκτός των πλαισίων ενός φεστιβάλ ή τη παιδικής χαράς του Αλέν Ρενέ, είναι μάλλον προβληματικό.