Ο Αντρέας είναι ένας αστυνομικός ντετέκτιβ στη σύγχρονη Κοπεγχάγη. Ζει με τη γυναίκα του Αννα και το λίγων μηνών μωρό τους Αλεξάντερ σ' ένα υπέροχο ξύλινο σπίτι με φόντο στη λίμνη. Η Αννα πάσχει από επιλόχεια κατάθλιψη, ο Αντρέας κάνει ότι μπορεί να βοηθήσει, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να σηκώσει από τα πατώματα των μπαρ τον συνεργάτη του Ολιβερ, ο οποίος κατεβάζει μπουκάλια αλκοόλ, αλλά δεν μπορεί να καταπιεί το ότι η γυναίκα του τον χώρισε. Παρόλες τις απαιτήσεις της δουλειάς και τα ξενύχτια πάνω από το νέο μωρό, ο Αντρέας συνειδητοποιεί πόσο ευτυχισμένος και τυχερός είναι. Ειδικά όταν γνωρίζει αποβράσματα όπως τον βίαιο νταβατζή Τρίσταν και την αλκοολική Σάνε, οι οποίοι έχουν κι αυτοί μωρό, αλλά βουτηγμένοι στους εθισμούς τους το έχουν, κυριολεκτικά, πεταμένο - ο Αντρέας το βρίσκει στο πάτωμα του μπάνιου καλυμμένο στις ακαθαρσίες του, υποσιτισμένο και τρομαγμένο. Ενα γύρισμα της τύχης θέλει ένα από τα δύο μωρά να πεθαίνει στον ύπνο του. Ομως, δεν είναι το παρεμελημένο. Τότε ο Αντρέας παίρνει μία ανήκουστη απόφαση...

Συνηθισμένοι άνθρωποι μπροστά σε ασυνήθιστες ηθικές αποφάσεις ήταν πάντα ο άξονας των ταινιών της Σουζάνε Μπίερ. Αυτό μάς άρεσε, μάς κέντριζε και έκανε τις πρώτες δουλειές της να ξεχωρίζουν. Κι εδώ λοιπόν, το σενάριο έχει μία δυνατή ιδέα, διλήμματα κι ανατροπές που θέλουν να μας παρουσιάσουν όλο το εύρος της σύνθετης ανθρώπινης ύπαρξης. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η σκηνοθέτης επιχειρεί να φωτίσει σκοτεινές πτυχές που έχουν ενδιαφέρον. Είναι όμως ο τρόπος που το κάνει που πλέον αποπνέει κάτι το κουρασμένο, το παλιό, το από καιρό εξαντλημένο. Τι να πρωτοθυμηθούμε τελευταία; Τη γλυκερή δραμεντί «Ερωτας Είναι...» με φόντο την ειδυλλιακή μεσόγειο, το αποτυχημένο «Serena», ή (ναι, κάποιους από εμάς δεν έπεισε ούτε αυτό) το οσκαρικό «In A Better World»;

Γενικώς η Μπίερ έχει την τελευταία δεκαετία προσωποποιήσει τον όρο «κινηματογραφική απογοήτευση», ακριβώς στα χρόνια που η καριέρα της έχει κερδίσει διεθνή αναγνωρισιμότητα, βραβεία και διακρίσεις. Οξύμωρο; Μπορεί. Ομως ποιος μπορεί να πιστέψει ότι η σκηνοθέτης που στην αρχή των 00ς μας είχε κερδίσει με τα εξαιρετικά «Open Hearts», «After the Wedding», «Brodre», σήμερα καδράρει τα ηθικοπλαστικά της δράματα ως κινητές διαφημίσεις του IKEA και θυσιάζει τις ωραίες σκηνοθετικές της ιδέες στην εύκολη προκλήση, τις απλουστευμένες καθάρσεις κι ένα μελό που ταιριάζει σε τηλεταινίες;

Τα σετ της είναι όσο σχηματικά όσο και οι χαρακτήρες της: ο Μάικλ Σνάιμαν φωτίζει το σπίτι του πρωταγωνιστή πραγματικά σα διαφημιστικό επίπλων της μικροαστικής μας ζωής, ο χωρισμένος αστυνομικός (τον ερμηνεύει ο αγαπημένος μας Ούλριχ Τόμσεν της «Οικογενειακής Γιορτής» και του «Brodre») μένει σε γκαρσονιέρα αχούρι, ενώ τα τζάνκι (τι κρίμα ο ικανότατος Νικολάι Λι Καας του «Reconstruction» να ασφυκτιά σ' ένα τόσο κλισέ φωναχτό ρόλο) είναι βουτηγμένα στη βρώμα από τοίχο σε τοίχο. Πόση ευκολία. Πόση ευκολία να δείξεις, όχι μία, αλλά τέσσερις φορές ένα μωρό βουτηγμένο στα σκατά όσο ο άλλος ουρεί ή κάνει τη δόση του για να ανατριχιάσεις τη συλλογική μας ευαισθησία. Να το κάνεις, αλλά όλη σου η ταινία να είναι συνεπής σε αυτό το ρεαλισμό. Γιατί, πόσο εύκολο όλοι οι υπόλοιποι να είναι τόσο όμορφοι, φωτογενείς άνθρωποι - ακόμα και μέσα στο δράμα της η καταθλιπτική λεχώνα, πόσο κούκλα, πόσο υπέροχα ντυμένη. Οχι, αυτό δεν είναι ταινία, είναι μεταμφιεσμένη σαπουνόπερα.

Πραγματικά, ο Νικολάι Κόστερ Βαλντάου (ο Δανός πρωταγωνιστής του «Game of Thrones»), είναι ο μόνος που διασώζεται, γειώνοντας το ρόλο με προσεγμένες λεπτομέρειες συναισθηματικής νοημοσύνης: ο θυμός, η απελπισία, η απορία, τα βλέμματα, τα ξεσπάσματά του είναι καλοκουρδισμένα, σωστά, έντιμα. Ομως θυσιάζεται κι αυτός μαζί με όλα τα καλά στοιχεία μίας ταινίας που θα θέλαμε πραγματικά να δούμε με άλλο σκηνοθέτη.