Βασισμένη στο δικό της θεατρικό έργο, η Ραϊανά, Γαλλίδα ηθοποιός αλγερινής καταγωγής, στήνει μια τραγι-κωμωδία μέσα στους γεμάτους υγρασία τοίχους ενός γυναικείου χαμάμ και φέρνει κοντά όλες τις πλευρές της γυναικείας χειραφέτησης ή υποδούλωσης στον μουσουλμανικό κόσμο, σ' ένα φιλμ που απευθύνεται, όμως, στις απανταχού γυναίκες και άντρες. Κι αν η πολιτική του θέση κατά στιγμές μοιάζει σχηματική, το βίωμα της γυναικείας εγγύτητας κερδίζει τις εντυπώσεις.
Το «Ακόμα Κρύβομαι για να Καπνίσω» εκτυλίσσεται στο Αλγέρι το 1995, μέσα σ' ένα χαμάμ, τις ώρες που λειτουργεί, με σφαλισμένες πόρτες, μόνο για τις γυναίκες. Εκεί συναντιούνται η κυρά-πλύστρα και μασέζ, που υποδύεται επιβλητικά κι αγέρωχα η Χιάμ Αμπάς μ' ένα πλήθος από πελάτισσες, φιλενάδες κι εχθρούς. Το αντρικό βλέμμα λείπει, μαζί του κι οι επικρίσεις. Οι μαντίλες και τα ρούχα φεύγουν, οι υδρατμοί και τα σφουγγάρια ανοίγουν τους πόρους του δέρματος κι από εκεί βγαίνουν οι πιο μύχιες, διασκεδαστικές, λυτρωτικές ή αποτρόπαιες, γυναικείες εξομολογήσεις. Ανάμεσά τους βρίσκεται η επαναστατημένη φοιτήτρια που οι συμφοιτητές της έλουσαν με βιτριόλι, η νεαρή χήρα του φονταμενταλιστή ισλαμιστή που όλες φοβούνται, ένα κοριτσάκι με όλες τις επιλογές ανοιχτές, οι κυνικές, πια, μαμάδες και γιαγιάδες που, η καθεμιά, έχει τον τρόπο της να χειρίζεται τη συζυγική καταπίεση, αλλά και μια φυγάς, μια ανύπαντρη έγκυος κοπέλα την οποία ο αδελφός της καταδιώκει για να τη σκοτώσει. Εξω από την καγκελόπορτα συσσωρεύεται ο φανατισμός και η οργή. Μέσα στο λουτρό όλα είναι ανοιχτά για κουβέντα, ίσως και για δράση.
Γαλλοελληνική συμπαραγωγή, με πρεμιέρα στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, η ταινία της Ραϊανά φέρνει κοντά τη Μισέλ Ρέι-Γαβράς από τη γαλλική πλευρά και τη Φένια Κοσοβίτσα της Blonde από την ελληνική, σ' ένα φιλμ που είχε την ευτυχία να γυριστεί, σχεδόν ολόκληρο, μέσα στο Μπέη Χαμάμ της Θεσσαλονίκης, έναν τόπο που φιλοξενεί κορμιά κι ενδόμυχα μυστικά από τον 15ο αιώνα. Φωτογραφημένο μαγικά από την Ολυμπία Μυτιληναίου, το χαμάμ παίρνει πρωτεύοντα ρόλο στην ταινία, με τους ξεθωριασμένους τοίχους του, τα χιλιοτριμμένα μάρμαρα στα πατώματά του, τη θαμπή από την υγρασία ατμόσφαιρα που τοποθετεί τη δράση σε μια σφαίρα σχεδόν ονειρική, τους τοίχους διαβρωμένους από αιώνες νερού και ξεπλυμένης «αμαρτίας».
Μέσα σ' αυτόν τον γεμάτο περιεχόμενο χώρο, οι γυναίκες ηθοποιοί - δίπλα στην Αμπάς, οι Μπιγιουνά, Ναντιά Κασί, Φαντίλα Μπελκεμπλά, Νασιμά Μπενσικού, αλλά και τσούρμο γυναίκες από τη Θεσσαλονίκη που συμμετείχαν θαρραλέα ως κομπάρσοι, κατεβάζουν κάθε άμυνα και κάθε στερεότυπο μαζί με τα ρούχα τους. Αυτή η γυναικεία συνύπαρξη, η εγγύτητα του δέρματος, οι απαλοί τόνοι που αποτυπώνει την ανθρώπινη φύση χωρίς πολιτικό και κοινωνικό χρωματισμό, είναι γοητευτικό, κινηματογραφικά γόνιμο και συγκινητικό, παρά τα γέλια και τους τσακωμούς που ταρακουνούν συχνά-πυκνά τις ηρωίδες. Εξω από το χαμάμ υπάρχει ένας κόσμος με θανατηφόρες απαγορεύσεις. Μέσα στο χαμάμ υπάρχει η γυναικεία ιδιοσυγκρασία που προσπαθεί ν' απελευθερωθεί και ν' αγαπηθεί.
Σ' έναν κόσμο όπου, πια, το ζήτημα της γυναικείας καταπίεσης, αλλά και του ισλαμικού φονταμενταλισμού έχει πάρει πολύ πιο τρομακτικές διαστάσεις απ' όταν γράφτηκε το έργο της Ραϊανά, οι διατυπώσεις της μέσα από τις ηρωίδες της μπορεί να μοιάζουν επιφανειακές, ακόμα και σχηματικές, αλλά σε μια mainstream και γοητευτική ταινία, αυτό δεν είναι απαραίτητα λίγο. Με τον ίδιο τρόπο, το βίαιο φινάλε του φιλμ και η φαντασιακή τελική σκηνή του είναι περισσότερο βγαλμένα από τη δυτικότροπη συγκατάβαση, τη γεμάτη συμπάθεια απολυτότητα της ευρωπαϊκής προσέγγισης του μουσουλμανικού κόσμου. Παρόλ' αυτά, γυρνώντας μόνο δυο βήματα πίσω στο χρόνο της ταινίας, η αίσθηση της αλήθειας, στο σώμα και στο λόγο και η μυθική ενέργεια του χαμάμ που μοιράζονται, περνά το μήνυμα της ελευθερίας της σκέψης καλύτερα απ' οτιδήποτε.