Βερσαλλίες, 17oς αιώνας. Ο Λουδοβίκος ο 14ος ζει πλέον μόνιμα εκεί με την οικογένειά του και οι κήποι του παλατιού κατασκεύαζονται υπό την επίβλεψη του Αντρέ Λε Νοτρ - του σχεδιαστή εξωτερικών χώρων της Αυλής, ο οποίος έχει το δύσκολο έργο να προσλαμβάνει νέους αρχιτέκτονες με φρέσκιες ιδέες για να εντυπωσιάσει το Βασιλιά του. Στις ακροάσεις για να αναλάβει ένα κομμάτι του κήπου εμφανίζεται μια μέρα μία γυναίκα. Η Σαμπίν Ντε Μπάρα είναι μία γυναίκα του λαού - χήρα, ανεξάρτητη, ταλαντούχα και της αρέσει να δημιουργεί και λίγο απαραίτητο χάος στους κήπους που σχεδιάζει. Η ειλικρίνεια, η εργατικότητα και το ταλέντο της κερδίζουν το ενδιαφέρον όχι μόνο του Λε Νοτρ, αλλά και του ίδιου του Βασιλιά Ηλιου. Παράλληλα, η φεμινιστική της θέση ανάμεσα στις κυρίες της αυλής φαντάζει ακόμα πιο εξωτική κι από τα φυτά που καλλιεργεί. Κάποιες θα τη θαυμάσουν, κι άλλες θα την μισήσουν τόσο ώστε να της κάνουν κακό...
Ο Αλαν Ρίκμαν έγραψε το σενάριο (μαζί με τους Τζέρεμι Μπροκ και Αλισον Ντίγκαν) και σκηνοθετεί τον εαυτό του (ως έναν από τους πιο συμπαθείς κι ανθρώπινους Λουδοβίκους που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη), αλλά κυρίως την πάλαι ποτέ συμπρωταγωνίστριά του στη «Λογική και Ευαισθησία», Κέιτ Γουίνσλετ, σ' έναν ρόλο που φαινομενικά υπηρετεί φεμινιστικές προθέσεις, αλλά ως αποτέλεσμα δεν λέει και πολλά.
Ενα μικρό χάος, πράγματι. Σαν να θέλησαν να ακολουθήσουν πιστά το πρόσταγμα του τίτλου, σενάριο, ήρωες, άξονας της ταινίας, και σκηνοθετικός ρυθμός παραδίδονται σ' ένα μικρό χάος. Ο τρόπος που ξεδιπλώνονται οι χαρακτήρες, οι ιστορίες τους, τα μυστικά τους, η ανθρωπιά τους, μοιάζει ασύνδετος, βαρετός, χωρίς πραγματικό σασπένς και κανένα αληθινό συναισθηματικό αντίκτυπο στο θεατή.
Η Κέιτ Γουίνσλετ περιφέρει τη γνωστή σιωπηλή, αλαβάστρινη, κι εύθραυστα δυνατή της φιγούρα σ' ένα σύμπαν στο οποίο φαντάζει αταίριαστη - κι αυτό, όχι γιατί έχει καταφέρει να σκιαγραφήσει μία γυναίκα που ξεχωρίζει, σοκάρει και είναι αιώνες μπροστά από τους καιρούς της. Παραείναι χαμηλοβλεπούσα, αδιάφορη κι αναιμική για να κατανοήσει κανείς πώς ασκεί τόση γοητεία, τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα σε μία αυλή από σνομπ. Παραφράζοντας το φεμινιστικό σλόγκαν: «μία καλή κοπέλα δε γράφει ποτέ κινηματογραφική ιστορία». Οπως κι ο Ματίας Σένερτς («Σώμα με Σώμα», «Μακριά από το Πλήθος») μοιάζει αταίριαστος κάτω από τις περούκες εποχής και ευνουχισμένος από την μεγατόνων φυσική του γοητεία.
Υπάρχουν κάποιες όμορφες ιδέες: οι κυρίες της Αυλής αντιπροσωπεύουν τύπους γυναικών που συναντάς ακόμα και σήμερα αν είσαι single. Οι περισσότερες δυστυχισμένες, εγκλωβισμένες στους γάμους τους, αλλά με την μανιοκαταθλιπτική εμμονή να σε πείσουν ότι πρέπει να παντρευτείς κι εσύ για να βρεις το νόημα της ζωής. Ενδιαφέρουσα επίσης, η σκηνή γήινης ανθρωπιάς όταν ο Βασιλιάς δραπετεύει για λίγο από το ρόλο του κι έχει βρει καταφύγιο στην καλύβα του κηπουρού του.
Δεν αρκούν. Η ταινία τελειώνει με αφελή καλλιγραφική αβρότητα κι ο Ρίκμαν/Λουδοβίκος (που τόσο συμπαθούμε και θαυμάζουμε) υποκλίνεται στην αμηχανία μας. Γιατί μένουμε μουδιασμένοι να κοιτάμε τα αποκαλυπτήρια του «μεγαλουργήματος» της Σαμπίν που, όπως και το δικό του σκηνοθετικό κατασκεύασμα, δεν μας εμπνέει κανέναν ενθουσιασμό. Δυστυχώς.