Υπάρχει κάτι θλιβερά ειρωνικό στο πώς κλείνει η πιο επιτυχημένη κινηματογραφική σειρά τρόμου της τελευταίας δεκαετίας. Το «Κάλεσμα 4: Τελευταία Τελετουργία» παρουσιάζεται ως το «κύκνειο άσμα» των ερευνών του Εντ και της Λορέιν Γουόρεν, αλλά αντί να αφήνει πίσω του μια αίσθηση ολοκλήρωσης, θυμίζει περισσότερο κουρασμένο αντίλαλο. Είναι σαν να έχεις ξαναδεί όλα όσα ξεδιπλώνονται μπροστά σου, μόνο που αυτή τη φορά χωρίς καμία φρεσκάδα ή αληθινό τρόμο.
Ο Τζακ και η Τζάνετ Σμερλ βρίσκουν για την οικογένειά τους το σπίτι των ονείρων τους. Τίποτα όμως σε αυτό δεν είναι όπως αρχικά φαίνεται, αφού μυστηριώδεις οντότητες είναι φανερό ότι το ελέγχουν. Το 1986, αυτή θα γίνει η τελευταία τρομακτική υπόθεση που αναλαμβάνουν οι ερευνητές του παραφυσικού, Εντ και Λορέιν Γουόρεν, έχοντας να τα βάλουν με έναν πανίσχυρο αντίπαλο.
Ο Μάικλ Τσάβες, που ανέλαβε τα ηνία της σειράς μετά τον Τζέιμς Γουάν, επιβεβαιώνει ξανά γιατί το franchise έχασε τον αέρα του από τότε που ο δημιουργός του «Insidious» και του πρώτου «Conjuring» αποσύρθηκε στη θέση του παραγωγού. Εκεί που ο Γουάν ήξερε να στήνει την κάμερα σαν όργανο τρόμου, δημιουργώντας σιωπές που σε έπνιγαν πριν καν φανεί το φάντασμα, ο Τσάβες μοιάζει να ακολουθεί οδηγίες χρήσης. Η σκηνοθεσία του είναι επίπεδη, οι σκηνές τρόμου προβλέψιμες, και οι jumpscares επαναλαμβάνονται σαν να βγήκαν από manual. Το αποτέλεσμα δεν είναι τρομακτικό, αλλά βαρετό. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη ήττα για ένα horror φιλμ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, βρίσκεται στο σενάριο. Η ταινία προσπαθεί να δώσει βαρύτητα μέσα από το οικογενειακό δράμα των Γουόρεν, το οποίο αυτή τη φορά επικεντρώνεται στη σχέση με την κόρη τους, Τζούντι. Το γεγονός ότι κληρονομεί το χάρισμα της μητέρας της και γίνεται στόχος ενός δαίμονα, θα μπορούσε να αποτελέσει συναρπαστικό άξονα για μια ιστορία τρόμου. Αντί γι’ αυτό, μετατρέπεται σε μελόδραμα που αποσπά από τον πυρήνα της αφήγησης. Το σενάριο επαναλαμβάνει σκηνές ανησυχίας, διαλόγους γύρω από την «κατάρα» του χαρίσματος και στιγμές μητέρας-κόρης που καταλήγουν άνευρες. Αντί να δημιουργήσει αγωνία για τον υπερφυσικό κίνδυνο, πνίγει την ταινία σε κουραστική δραματολογία. Οσο περισσότερο το φιλμ εστιάζει σε αυτό το κομμάτι, τόσο περισσότερο χάνει την ουσία του – το να είναι δηλαδή ταινία τρόμου.
Αν κάτι διασώζει το φιλμ, αυτό είναι – όπως σχεδόν πάντα – το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Ο Πάτρικ Γουίλσον και η Βέρα Φαρμίγκα ξέρουν πλέον τους χαρακτήρες τους απ’ έξω κι ανακατωτά, και αυτή η οικειότητα φαίνεται στην οθόνη. Η μεταξύ τους χημεία δίνει μια δόση αληθοφάνειας που αλλιώς θα έλειπε τελείως. Ωστόσο, ακόμη κι αυτοί δεν μπορούν να σηκώσουν στις πλάτες τους μια ταινία που δεν ξέρει τι θέλει να είναι. Ειδικά η Φαρμίγκα καταθέτει μια ερμηνεία με ψήγματα πάθους, αλλά χαμένη σε ένα κείμενο που δεν τη στηρίζει. Η παρουσία της Μία Τόμλινσο ως Τζούντι φέρνει μια φρέσκια δυναμική, αλλά παραμένει εγκλωβισμένη σε ρόλο διακοσμητικό, που δεν της αφήνει χώρο να αναπνεύσει.
Στο τέλος, το «Κάλεσμα 4: Τελευταία Τελετουργία» λειτουργεί λιγότερο ως ένας δυνατός «επικήδειος λόγος» και περισσότερο ως ένα τελευταίο ξεφούσκωμα. Ενώ η σειρά ξεκίνησε με στιβαρό σκηνοθετικό όραμα και μια αυθεντική αίσθηση ανατριχίλας, τώρα παραδίδει κάτι χλιαρό και άνευρο. Το horror στοιχείο έχει γίνει ρουτίνα, το σενάριο βυθίζεται στο μελόδραμα, και μόνο οι ερμηνείες συγκρατούν το οικοδόμημα από το να καταρρεύσει τελείως.
Και είναι μια απογοήτευση για ένα franchise που ξεκίνησε δυναμικά, δημιούργησε ένα ολόκληρο κινηματογραφικό σύμπαν τρόμου, και καταλήγει με μια ταινία που μοιάζει να παίζει «τα τελευταία της χαρτιά» χωρίς έμπνευση. Κι αν το «Κάλεσμα 4: Τελευταία Τελετουργία» όντως είναι το φινάλε, τότε είναι κρίμα που το μόνο που αφήνει πίσω του είναι η ανάμνηση του πόσο καλύτερο θα μπορούσε να ήταν.