Μέχρι πού θα έφτανες για να κρατήσεις το σπίτι σου, την οικογένειά σου, την αξιοπρέπειά σου; Πόσο λεπτή είναι η γραμμή ανάμεσα στην επιβίωση και την εκμετάλλευση, πόσο εύκολο είναι ν’ αντισταθείς στην απληστία; Ο Ραμίν Μπαχράνι, ο σκηνοθέτης του «Chop Shop», του «Man Push Cart», του «At Any Price», ένας απόλυτα Αμερικανός σκηνοθέτης από τη Βόρεια Καρολίνα, γιος μεταναστών από το Ιράν, γυρίζει το αμερικανικό όνειρο τα μέσα έξω, σε μια ταινία που σφυροκοπάει το μυαλό και μοιάζει εφιαλτικά επίκαιρη και οικεία, καθώς «αυτά», καμιά φορά, δε συμβαίνουν μόνο στις ταινίες.
Ο Ντένις Νας του Αντριου Γκάρφιλντ είναι ένας νεαρός οικοδόμος που ζει με το 10χρονο γιο του και την κομμώτρια μητέρα του – απλός βιοπαλαιστής που προσπαθεί να συντηρήσει την ολιγομελή οικογένειά του και το πατρικό τους σπίτι. Οταν, λόγω της ανεργίας στη σύγχρονη Αμερική, μένει πίσω στο δάνειό του και η τράπεζα τού παίρνει το σπίτι – σε μια συγκλονιστική σκηνή έξωσης – ο Ντένις αποφασίζει, μη βρίσκοντας άλλη λύση, να δουλέψει για τον κτηματομεσίτη που ευθύνεται για τα δικά του δεινά, ώστε να κερδίσει τα χρήματα που χρειάζεται για να πάρει το σπίτι του πίσω. Μόνο που τα σχέδια που γίνονται από ανάγκη και αγωνία σπάνια έχουν την προσδοκώμενη έκβαση.
Με μια ευέλικτη κάμερα, επιθετικά κοντινά πλάνα, ανεβασμένα ντεσιμπέλ και χωρίς στιγμή να κλείνει τα μάτια, ο Μπαχράνι καταγράφει τον τρόμο της απώλειας των βασικών αγαθών στο σημερινό κόσμο, αλλά και την ευκολία της απώλειας των βασικών αρχών της ανθρώπινης ηθικής, με τρόπο ακριβή και μ’ έναν δυσβάσταχτο πραγματισμό. Οταν ο Ντένις ρωτά τον «καρχαρία» του real estate Ρικ Κάρβερ αν τα πλούτη που έχει συγκεντρώσει αξίζουν τα μελανώματα στη συνείδησή του, εκείνος απαντά, «ποια θα ήταν η εναλλακτική;». Γιατί το «99 Homes» δεν έχει ίχνος διδακτισμού, παρά κοιτάζει στα ίσια τις εκπτώσεις που ο σημερινός κόσμος αναγκάζει τον άνθρωπο να κάνει για να συντηρηθεί.
Ο Αντριου Γκάρφιλντ στον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει την ευκαιρία να «ανδρωθεί» και ν’ αποδείξει, χωρίς ιστούς αράχνης, ότι είναι ένας ευαίσθητος και πολυδιάστατος ηθοποιός. Απέναντί του, ο Μάικλ Σάνον υψώνεται σαν τοίχος με το γνώριμο σκοτεινό εκτόπισμά του, ενώ η Λόρα Ντερν γεμίζει τις σκηνές της με πληθωρική, ζεστή μπαναλιτέ. Η ταινία, τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά, φέρνει αναπόφευκτα στο μυαλό σκορσεζικές στιγμές, από τον φρενήρη ρυθμό του «Goodfellas» στον «Λύκο της Wall Street», θυμίζοντας επίμονα ότι η σημερινή μαφία δεν είναι ούτε οι γκάνγκστερ, ούτε οι χρηματιστές, αλλά οι τράπεζες, το κράτος και όσοι «με το νόμο» έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν την αδυναμία.
Κι όσο τα βασικά στοιχεία του «99 Homes» βρίσκουν σημεία εφαρμογής στην ελληνική και παγκόσμια επικαιρότητα, η ταινία είναι καθαρόαιμα αμερικανική, βασισμένη στη νοοτροπία μιας χώρας που έχτισε τα θεμέλιά της πάνω στο δίκαιο του ισχυρού, που δεν πριμοδοτεί ποτέ τους losers, παρά μόνο τους νικητές, μια χώρα, με τα λόγια του Ρικ Κάρβερ, «φτιαγμένη από νικητές, με νικητές, για νικητές». Ενα σύστημα, καθόλου μακρινό απ’ το δικό μας αλλά όχι ταυτόσημο, που σε μεγαλώνει με «αυστηρές ηθικές αρχές» αλλά, στην πορεία, έχει τη δυνατότητα να σε φτάσει σε τέτοιο σημείο εξαθλίωσης που, για να επιβιώσεις, αν το θέλεις ακόμα και να θριαμβεύσεις, να πατήσεις επί πτωμάτων, γνωρίζοντας ωστόσο ότι, με τη συμπαράσταση του συστήματος, μπορείς να γίνεις βασιλιάς. Κι αν το φινάλε της ταινίας είναι ελαφρώς λιγότερο κυνικό απ’ ό,τι ένα ευρωπαϊκό κοινό θα ήθελε, οι δυο ώρες που οδηγούν ως εκεί δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία.