Η μεσήλικη Ρεμπέκα έχει περάσει τη ζωή της στις εμπόλεμες ζώνες. Είναι μία από τις 5 καλύτερες φωτογράφους στον κόσμο. Ατρόμητη, περίεργη, ευαίσθητη δε διστάζει να κινδυνέψει η ίδια για μια φωτογραφία που θα μπορούσε να κάνει τον δυτικό άνθρωπο «να πνιγεί με τον καφέ του» - να σταματήσει ό,τι κάνει και να κοιτάξει προσεχτικά τι συμβαίνει σε άλλες γωνιές της γης. Αυτό όμως έχει κόστος. Στον άντρα της Μάρκους και στα δυο της κορίτσια που ζουν τον καθημερινό τρόμο ότι η μαμά αυτή τη φορά δε θα τα καταφέρει, κάτι θα της συμβεί. Σε μία αποστολή στην Καμπούλ κάτι της συμβαίνει. Η Ρεμπέκα ακολουθεί και φωτογραφίζει μία γυναίκα σε αποστολή αυτοκτονίας - από την ιεροτελεστία του εξαγνισμού της, το ζώσιμο με τα πυρομαχικά, το αυτοκίνητο που την μεταφέρει στο θάνατό της. Μία ανατροπή στα σχέδια, η Ρεμπέκα τραυματίζεται επικίνδυνα κι επιστρέφει στην οικογένειά της. Μία οικογένεια που την περιμένει κατατρομαγμένη αλλά και θυμωμένη. Κι εκείνη πρέπει να διαλέξει σε ποιους θα δώσει προτεραιότητα πλέον: στους ανθρώπους ή στους δικούς της ανθρώπους;
Ο νορβηγός σκηνοθέτης Ερικ Πόουπ («Χαβάη, Οσλο») ήταν κι ο ίδιος φωτογράφος σε εμπόλεμες ζώνες κι επιχειρεί ένα αυτοβιογραφικό σενάριο που αποτυπώνει τα διλήμματα και τις ενοχές του να αφήνει κανείς την οικογένειά του πάντα πίσω και να βουτά στον κίνδυνο. Το εύρημά του μάλιστα είναι να αλλάξει τους ρόλους: κάνει τη γυναίκα εκείνη που φεύγει για τα χαρακώματα και τον άντρα εκείνον που μένει πίσω, μεγαλώνει τα παιδιά και προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες.
Δυστυχώς όμως, παρόλες τις καλές προθέσεις του Πόουπ να μιλήσει για κάτι τόσο προσωπικό αλλά και πανανθρώπινο ταυτόχρονα (τη συνειδησιακή σύγκρουση του δυτικού με όσα συμβαίνουν στον τρίτο κόσμο), η ταινία δεν ξεπερνά τα όρια ενός εύκολου, καλογυαλισμένου μελό: από το σκηνικό του σπιτιού της οικογένειας που μοιάζει να έχει βγει από κατάλογο επίπλων, μέχρι τους τόσο απογοητευτικά προβλέψιμους διαλόγους, τις ηθικοπλαστικές (και κακογραμμένες) συγκρούσεις. Τις σκηνοθετικές επιλογές των κοντινών στα πρόσωπα και τα υγρά μάτια, του βιντεοκλιπίστικου λυρισμού, της εκβιαστικής συναισθηματικά μουσικής επένδυσης.
Είναι υπέρ του Νικολάι Κόστερ Βαλντάου ότι επιμένει στα μικρά ευρωπαϊκά δράματα, παρόλη την επιτυχία του «Game of Thrones». Κι εδώ είναι όσο μπορεί αφαιρετικός, υπαινικτικός, σοβαρός - με ένα άλλο σενάριο, ίσως είχε την ευκαιρία μίας πραγματικά δυνατής ερμηνείας. Οσο για την Μπινός, υπάρχουν δύο τρόποι να κοιτάξεις αυτό που σκαρώνει εδώ: να τη συγχαρείς γιατί πάντα βρίσκει τον τρόπο να αποδείξει και να υπερασπίσει την αριστοτεχνική βιρτουοζιτέ της ή να θυμώσεις που τη σπαταλάει σε δράματα επιπέδου τηλεταινίας, επιμένοντας να παίζει με τον ίδιο στόμφο οσκαρικής πρωταγωνίστριας.