Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι ο Τοντ Χέινς είναι ένας από τους στυλοβάτες του σύγχρονου σινεμά (και τηλεόρασης, πλέον, με το «Mildred Pierce»), ένας ορμητικός queer σκηνοθέτης που πέρασε από το απόλυτα ανατρεπτικό στο σκεπτόμενα mainstream χωρίς να κάνει την παραμικρή έκπτωση στη δημιουργικότητα, το πνεύμα και την αστείρευτη αγάπη που πάντα δείχνει στις ηρωίδες και τους ήρωές του. Από τους πειραματισμούς του «Superstar: The Karen Carpenter Story» και του «Poison», στο προφητικό «Safe», στο παθιασμένο glam rock «Velvet Goldmine», στο ρηξικέλευθο «I'm Not There», στο αριστοτεχνικό ορόσημο «Carol», ο Τοντ Χέινς είναι πάντα εδώ, τολμώντας το διαφορετικό μ' έναν καθησυχαστικό τρόπο.
Διαβάστε ακόμη: Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ελληνικές ταινίες του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Για τη νέα του ταινία, το «May December», που βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη, 16 Νοεμβρίου από τη The Film Group, το Flix μίλησε με τον Τοντ Χέινς με αμείωτο ενθουσιασμό στο Φεστιβάλ Καννών όπου η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της. Το φιλμ, με υπερβατικές πρωταγωνίστριες τη Νάταλι Πόρτμαν και την Τζούλιαν Μουρ, εκτυλίσσεται στον αμερικανικό Νότο, στη Σαβάνα του μόνιμου καλοκαιριού και των καλά κρυμμένων μυστικών, όπου η 60χρονη Γκρέισι ετοιμάζεται για ένα μπάρμπεκιου στον κήπο, με τακτικά, μικρά ξεσπάσματα υστερίας προς τον Τζο, τον πολύ νεότερο άντρα της και τα μικρά παιδιά τους. Η πίεση είναι αυξημένη: η Γκρέισι περιμένει μια διάσημη ηθοποιό της τηλεόρασης, την 35χρονη Ελίζαμπεθ, που θα έρθει να τη γνωρίσει για λίγες μέρες. Η σχέση της Γκρέισι και του Τζο είχε γίνει πρωτοσέλιδο στον κίτρινο και μη Τύπο και τώρα θα γίνει ταινία, με πρωταγωνίστρια την Ελίζαμπεθ. Αυτή η έρευνα για το ρόλο προμηνύεται συναισθηματικά εξαντλητική κι η Γκρέισι δεν είναι πρόθυμη ν' αφεθεί. Ειδικά σε μια γυναίκα νέα, όμορφη και τόσο διάσημη όσο κι η ίδια. Παρακάτω όσα μας είπε ο δημιουργός της.
Ο Τοντ Χέινς στο φετινό Φεστιβάλ Καννών
Η ταινία σας βάζει να ζήσουν μαζί η «Περσόνα» του Μπέργκμαν και τα κουτσομπολίστικα ταμπλόιντ. Πώς μπόρεσε να γίνει αυτή η σύζευξη;
Ολα ξεκίνησαν με αυτό το σενάριο των Σάμι Μπερτς και Αλεξ Μεκάνικ και η κουτσομπολίστικη, η ταμπλόιντ πλευρά των ηρωίδων παραμόνευε διαρκώς στον σκελετό, αλλά επειδή ακριβώς το γράψιμο είχε έναν ήσυχο τόνο παρατήρησης, αμέσως «πρότεινε» έναν τρόπο να σκηνοθετήσεις την ταινία, ένα ύφος και στην εικόνα της, μια αυτοσυγκράτηση. Κι ένιωσα ότι η σωστή προσέγγιση ήταν να κάνεις τους θεατές να σκέφτονται τι βλέπουν, καθώς το βλέπουν. Φυσικά εμπνέεται από την «Περσόνα» του Μπέργκμαν, αλλά εξίσου κι από το «Χειμωνιάτικο Φως», ειδικά στο φινάλε, μια ταινία που λάτρευα όταν ήμουν παιδί ακόμα, στο σχολείο.
Πώς συνεργαστήκατε αφ’ ενός με τη Νάταλι Πόρτμαν, που είναι και παραγωγός της ταινίας κι αφ’ ετέρου με την Τζούλιαν Μουρ με την οποία συνεργάζεστε από το ’95, σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Η Νάταλι ήταν εκείνη που μου έδωσε το σενάριο, το 2020, στη διάρκεια της πανδημίας. Ημασταν όλοι σε μια άνευ προηγουμένου αμηχανία σχετικά με το σινεμά, τα γυρίσματα, όλα είχαν κολλήσει, δεν κινούνταν τίποτα και τα πρότζεκτ συσσωρεύονταν. Είχα κι εγώ άλλες δουλειές στα σχέδιά μου, αλλά διάβασα το σενάριο και με καθήλωσε. Ξεκινήσαμε να το συζητάμε με τη Νάταλι, να αναλύουμε τους ήρωες, την προσέγγιση της ιστορίας, να εστιάζουμε στην Ελίζαμπεθ, την ηρωίδα της Νάταλι και πώς παίζει με τις προσδοκίες και τις προβολές μας. Με την ιδέα ότι είναι η Νάταλι Πόρτμαν, η ηθοποιός, που υποδύεται μια ηθοποιό που θα υποδυθεί μια άλλη γυναίκα. Της άρεσε πολύ αυτή η ιδέα του να παίξει λίγο με τους θεατές, να τους δημιουργήσει μια αίσθηση ασφάλειας, ότι ξέρουν πού πηγαίνει η ιστορία, βασίζονται πάνω της ως σταθερή ηρωίδα και σιγά-σιγά να γλιστρήσουν στο άγνωστο. Οταν φτάσαμε να συζητάμε την «άλλη» γυναίκα της ιστορίας, την αινιγματική, ανεξιχνίαστη Γκρέισι, για ‘μένα η Τζούλιαν Μουρ ήταν η προφανής επιλογή. Ρώτησα τη Νάταλι πώς της φαινόταν η ιδέα – φυσικά, επειδή είμαι εγώ, το είχα ήδη πει στην Τζούλιαν, απλώς για να έχω μια ιδέα για τις προθέσεις της. Για καλή μου τύχη κι οι δυο συμφώνησαν με ενθουσιασμό.
Είναι, πια, πολύ ελλιπές να ορίζουμε τα πράγματα βάσει των δύο φύλων, ανδρών και γυναικών. Αυτό ευνοεί το υπάρχον σύστημα εξουσίας. Ενώ η έννοια του φύλου δεν κλείνεται σε κουτιά, πρέπει να ρέει και να βγαίνει έξω από τις γραμμές.»
Γιατί επιλέξατε σ’ ένα πολύπλοκο σενάριο να κάνετε εξίσου πολύπλοκα, πυκνά πλάνα;
Το εκπληκτικό μ’ αυτή την ταινία είναι πως είχαμε πολύ λίγα χρήματα και πολύ λίγο χρόνο. Το προετοιμάσαμε με κάθε λεπτομέρεια και κάναμε αυτή την πρακτική επιλογή, να γυρίζουμε πολλές σκηνές σ’ ένα πλάνο, με ελάχιστες, σχεδόν καθόλου, λήψεις κάλυψης και χρησιμοποιώντας τους καθρέφτες ως μοτίβο σ’ όλη την ταινία, βλέποντας τη σκηνή μέσα από τον καθρέφτη, χωρίς να φαίνεται ότι είναι καθρέφτης, αλλά γνωρίζοντάς το. Αυτό θα πούμε ότι ήταν κόνσεπτ, αλλά στην πραγματικότητα οφειλόταν στους περιορισμούς που είχαμε στο γύρισμα. Το οποίο, φυσικά, καθόρισε και το μοντάζ, όπου ουσιαστικά δεν είχαμε καμία εναλλακτική. Αλλά αυτό έπρεπε να κάνουμε, αυτό κάναμε κι ευτυχώς, με δυο ηθοποιούς αυτού του βεληνεκούς, μπόρεσε να σταθεί η ταινία.
Δυσκολευτήκατε στο χειρισμό μιας σχεδόν πραγματικής ιστορίας για το δεσμό μιας μεγαλύτερης γυναίκας μ’ έναν πολύ μικρότερό της άντρα;
Η θέμα της ηλικίας των γυναικών στην ταινία αποτέλεσε μια ηθική πρόκληση. Αυτό που μου φάνηκε τρομερά ενδιαφέρον είναι πως στην πραγματικότητα είναι γυναίκες χωρίς ηλικία, που ακολουθούν την επιθυμία τους. Αυτό είναι, βέβαια, ανάρμοστο και θυματοποιεί άλλους ανθρώπους. Αλλά αντανακλά σχέσεις εξουσίας που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην πατριαρχία, απλώς εδώ τα φύλα αντιστρέφονται. Όταν πρόκειται για μια μεγαλύτερη γυναίκα κι έναν πολύ νεότερο άνδρα, στις γυναίκες η κοινωνία συμπεριφέρεται πολύ πιο άδικα απ’ ό,τι σε μεγαλύτερους άνδρες με νεότερες γυναίκες ή άνδρες. Θεωρούμε δεδομένο ότι οι άντρες θα κάνουν κάτι τέτοιο, ενώ οι γυναίκες όχι. Ενας δημοσιογράφος ρώτησε τον Γούντι Αλεν αν θα έκανε μια ταινία για μια μεγαλύτερη γυναίκα κι έναν νεότερο άντρα, ενώ έχει κάνει το αντίστροφο σε πολλές ταινίες του, κι εκείνος απάντησε, «μια τέτοια ιστορία δεν θα ενδιέφερε κανέναν.» Και βάζω αποσιωπητικά. Και σκέφτομαι, «Η Λεωφόρος της Δύσης»; «Ο Πρωτάρης»; Αυτές είναι ταινίες που άλλαξαν την πορεία του σινεμά και της κοινής συνείδησης.
Είναι, πια, πολύ ελλιπές να ορίζουμε τα πράγματα βάσει των δύο φύλων, ανδρών και γυναικών. Αλλωστε τα ομόφυλα ζευγάρια πολλές φορές υιοθετούν πατριαρχικούς ρόλους, συμπεριφορές και ισορροπίες των ετερόφυλων ζευγαριών. Αλλά αυτό ευνοεί το υπάρχον σύστημα εξουσίας. Ενώ η έννοια του φύλου δεν κλείνεται σε κουτιά, πρέπει να ρέει και να βγαίνει έξω από τις γραμμές.
Γιατί ντύνετε αυτή την ιστορία με τη μουσική της σαπουνόπερας, ενός είδους κατεξοχήν πατριαρχικού;
Είναι ένα πολύ συγκεκριμένο είδος μουσικής που δεν προέρχεται από το μελόδραμα, ούτε κι από το σύγχρονο ύφος κινηματογραφικής μουσικής που αποσκοπεί στο να είναι αόρατη. Είναι έντονα ορατή αλλά έχει να κάνει κυρίως με την ευρωπαϊκή προσέγγιση της κινηματογραφικής μουσικής που προσκαλεί τους θεατές να αναλογιστούν τι βλέπουν και τους αναθέτει μια «δουλειά». Η μουσική σου θέτει μια σειρά από ερωτήματα: γιατί; τι θα συμβεί; τι κρύβεται εδώ; πού οδεύει η ιστορία; έρχονται δυσκολίες, προβλήματα; Όλα αυτά τα ερωτήματα τίθενται στους θεατές με τη μουσική, είναι αυτό που νιώθεις όταν βλέπεις τον «Μεσάζοντα» του Τζόζεφ Λόουζι, αλλά σ’ ένα εντελώς διαφορετικό είδος ταινίας. Είναι μια λεπτεπίλεπτη, διακριτική βουκολική ιστορία για ένα μικρό αγόρι που ερωτεύεται τη φίλη της μεγαλύτερης αδελφής του που του ραγίζει την καρδιά, αλλά έχει μια μουσική, holy shit, τεράστια – και καλείσαι να συμπληρώσεις τα κενά μεταξύ της μουσικής και της ιστορίας.
Είμαι ο αποδέκτης και δικαιούχος μιας απίστευτα αφοσιωμένης δημοσιογραφίας για το έργο μου κι αυτό νομίζω έχει να κάνει με την επικρατούσα κουλτούρα όταν ξεκινούσα να κάνω σινεμά, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90. Πιστεύω πως δεν θα είχα κάνει καριέρα αν δεν υπήρχαν κριτικοί που έδωσαν μεγάλη προσοχή στη δουλειά μου από την αρχή.»
Ηδη γράφεται ότι το «May December» είναι η πιο camp ταινία σας, συμφωνείτε μ’ αυτό το χαρακτηρισμό;
Εχω δει τη λέξη camp να ξεφυτρώνει σε δυο-τρεις κριτικές για την ταινία κι αναρωτιέμαι αν αυτή είναι μια βιαστική αντίδραση στη μουσική της. Γιατί το ύφος των ερμηνειών και το ίδιο το θέμα δεν θα έλεγες ότι είναι camp. Λατρεύω το high camp, είναι ένα συναρπαστικό είδος τέχνης, η ίδια η «Περσόνα» θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι… camp high art! Μακάρι αυτό να κάναμε, υψηλή camp τέχνη μ’ ένα κουτσομπολίστικο twist. Αλλά, για να σοβαρευτώ, είναι ο Ντάγκλας Σερκ που επηρεάζει κάθε μόριο της σκέψης μου, ό,τι κι αν κάνω, μελοδράματα ή όχι, είναι ένας δημιουργός που σε κάνει να σκέφτεσαι τον κόσμο, το σινεμά, την τεχνητή γλώσσα του και πόσα αυθεντικά συναισθήματα αυτή σου προκαλεί.
Θα λέγατε ότι η ταινία κατακρίνει τα ταμπλόιντ, τον κίτρινο Τύπο;
Ενδιαφέρουσα ερώτηση, σίγουρα δεν θα έλεγα ότι κατακρίνει την κουλτούρα των ταμπλόιντ, περισσότερο σχολιάζει το γεγονός ότι την αποδεχόμαστε, μαθαίνουμε να ζούμε μαζί της και να την περιμένουμε. Δεν κρίνει εάν αυτή η δημοσιότητα πρέπει ή όχι να υπάρχει, αλλά παρατηρεί την επίδρασή της στην κοινωνία.
Η ομάδα της ταινίας στην επίσημη προβολή στο Φεστιβάλ Καννών
Πώς έχει εξελιχθεί η σχέση σας με την Τζούλιαν Μουρ μέσα στα χρόνια, μια και μεγαλώσατε μαζί δημιουργικά;
Εχουμε πια μια σχέση μεγάλης άνεσης και ασφάλειας μεταξύ μας, μπορούμε να συζητάμε πιο ανοιχτά. Η Τζούλιαν δεν είναι από τις ηθοποιούς που τρελαίνονται στις πρόβες, εννοείται κάνει όλη τη δουλειά που απαιτεί ο ρόλος της, αλλά δεν πιστεύει τόσο στην εκτεταμένη προετοιμασία. Θέλει να κρατά το στοιχείο του άγνωστου, του απρόσμενου, για το γύρισμα. Ομως αυτή τη φορά μελέτησε ευλαβικά, ακόμα και το πώς να φτιάχνει συνθέσεις λουλουδιών, πήρε μαθήματα, να μαγειρεύει, έκανε και γι’ αυτό μαθήματα. Κι υπήρχε μεγάλη πίεση πάνω της, στην αρχή των γυρισμάτων, να αποδώσει τον χαρακτήρα της Γκρέισι πολύ γρήγορα, γιατί η Νάταλι έπρεπε να ξεκινήσει το γύρισμα μιμούμενη την Γκρέισι και, όπως σας είπα, το πρόγραμμά μας ήταν πάρα πολύ σφιχτό. Βούτηξαν κι οι δυο αμέσως στα βαθιά, ξέρω ότι τις πρώτες δυο μέρες η Τζούλι ήταν αγχωμένη κι αυτό είναι το απίστευτο στην προσωπικότητά της, τόσα χρόνια μετά, με τόσες ταινίες που έχουμε κάνει μαζί και με ολόκληρη την εκπληκτική καριέρα της, επειδή τολμά να δοκιμάσει το άγνωστο, εξακολουθεί ν’ αγχώνεται, όπως όλοι οι άνθρωποι.
Μέσα στη δική σας πορεία, σάς επηρεάζουν οι προσδοκίες των άλλων; Νιώθετε, με την πάροδο των χρόνων, πιο σίγουρος, πιο ανεξάρτητος; Πώς αντιμετωπίζετε εσείς το πέρασμα του χρόνου;
Μού έγινε ένα αφιέρωμα στο Πομπιντού στο Παρίσι κι ήταν για μένα τρομερά συγκινητικό, θα έλεγα αποκαλυπτικό. Ηταν η αφορμή για να δω πολλές ταινίες μου που δεν είχα δει για χρόνια. Οι δικές μου προσδοκίες κάθε φορά εστιάζονται στην ταινία που κάνω και στην ελπίδα ότι τα πειράματα που κάνω (κι έχω κάνει πολλά, να πω την αλήθεια, σε πολλούς τομείς), θα λειτουργήσουν. Μου δίνει σιγουριά να δουλεύω με κόσμο που ξέρω, μου δίνει ενέργεια να δουλεύω με κόσμο που δεν ξέρω. Ας πούμε για τη ρετροσπεκτίβα είδα ξανά το «I’m Not There», που είχα να το δω απ’ όταν πρωτοβγήκε, το είδα σε μια καταπληκτική αίθουσα στο Πομπιντού, σε μια καταπληκτική προβολή, δίπλα στην Κέιτ Μπλάνσετ που επίσης είχε να το δει από τότε. Και διαπίστωσα ότι μοιάζει με ολόκληρη τη φιλμογραφία μου συμπυκνωμένη σ’ ένα φιλμ. Περιέχει ό,τι στιλ, όποια στρατηγική έχω ποτέ δοκιμάσει και βρίσκω ότι ωφελείται από το πέρασμα του χρόνου. Γενικά αυτό το αφιέρωμα και η έκδοση που κυκλοφόρησε (Todd Haynes: Chimères américaines), που το δουλέψαμε ένα χρόνο και περιέχει εικόνες που βγαίνουν στην επιφάνεια για πρώτη φορά, φωτογραφίες, σχέδια, νέες συνεντεύξεις, μ’ έκανε να σκεφτώ πού έχω φτάσει, πού βρίσκομαι – είναι λίγο σαν να πέθανα, αλλά με την καλή έννοια! Και στις προβολές ήρθαν όλοι οι συνεργάτες μου, ο Εντ Λάκμαν ήταν εκεί κάθε βράδυ, φυσικά η Κριστίν Βασόν, πάντα παραγωγός μου, η Κέιτ Μπλάνσετ ήρθε για το Q&A του «Carol», η Κέιτ Γουίνσλετ επρόκειτο να το κάνει με ζουμ, για τη «Mildred Pierce» και ξαφνικά εμφανίστηκε στη σκηνή και μου έκανε έκπληξη, η Νάταλι ήταν εκεί. Ξέρω ότι ταλαιπωρήσαμε το Πομπιντού γιατί ποτέ δεν χρειάστηκε να υποδεχτεί τόσους σταρ, με τις απαιτήσεις τους και τη λάμψη τους. Αλλά για μένα αυτό ήταν μια πολύ μεγάλη, πολύ τρυφερή επιβεβαίωση που χρειαζόμουν.
Θεωρείτε πως το έργο σας αναγνωρίζεται περισσότερο στην Ευρώπη, παρά στην Αμερική;
Νομίζω πως το κοινό μου είναι… γκρουπαρισμένο. Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν πολύ το «Velvet Goldmine», άλλοι το «Carol», άλλοι το «Safe», εντελώς άλλοι κάτι σαν το «Dark Waters», αλλά όχι απαραίτητα περισσότερες από μία ταινίες μου! Ξέρω ότι το ευρωπαϊκό κοινό ίσως παρακολουθεί περισσότερο το σινεμά μου, αλλά βρίσκω απλοϊκό να πεις ότι το καταλαβαίνει καλύτερα απ’ το αμερικανικό γιατί είναι πιο σοφιστικέ. Γιατί είμαι ο αποδέκτης και δικαιούχος μιας απίστευτα αφοσιωμένης δημοσιογραφίας για το έργο μου κι αυτό νομίζω έχει να κάνει με την επικρατούσα κουλτούρα όταν ξεκινούσα να κάνω σινεμά, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90. Πιστεύω πως δεν θα είχα κάνει καριέρα αν δεν υπήρχαν κριτικοί που έδωσαν μεγάλη προσοχή στη δουλειά μου από την αρχή. Σε συνδυασμό με ορισμένους ηθοποιούς που, επίσης από την αρχή, θέλησαν να δουλέψουν μαζί μου. Αυτά τα δύο στοιχεία, μαζί με συνεργάτες μου σαν την Κριστίν Βασόν της Killer Films, έχτισαν αυτή την επίμονα ποικιλόμορφη καριέρα. Και με κάνουν, τριάντα και κάτι χρόνια απ’ όταν ξεκίνησα, να νιώθω σιγουριά.