Με το «May December», ο Τοντ Χέινς τριτώνει τις αδύναμες ταινίες του, μετά το ανερμάτιστο «Wonderstruck» και το «Dark Waters» που δύσκολα αναγνωρίζεται ως δική του δουλειά. Κι ας είναι, αυτή, μια ιστορία που θεωρητικά τού ταιριάζει γάντι, κι ας επιστρατεύει όλα τα γνώριμα όπλα του που άλλες φορές οδηγούν σε αριστουργήματα.
Διαβάστε ακόμη: Συνέντευξη Τοντ Χέινς | «Τριάντα και κάτι χρόνια απ' όταν ξεκίνησα, νιώθω σιγουριά»
Στον αμερικανικό Νότο, στη Σαβάνα του μόνιμου καλοκαιριού και των καλά κρυμμένων μυστικών, η 60χρονη Γκρέισι ετοιμάζεται για ένα μπάρμπεκιου στον κήπο, με τακτικά, μικρά ξεσπάσματα υστερίας προς τον Τζο, τον πολύ νεότερο άντρα της και τα μικρά παιδιά τους. Η πίεση είναι αυξημένη: η Γκρέισι περιμένει μια διάσημη ηθοποιό της τηλεόρασης, την 35χρονη Ελίζαμπεθ, που θα έρθει να τη γνωρίσει για λίγες μέρες. Η σχέση της Γκρέισι και του Τζο είχε γίνει πρωτοσέλιδο στον κίτρινο και μη Τύπο και τώρα θα γίνει ταινία, με πρωταγωνίστρια την Ελίζαμπεθ. Αυτή η έρευνα για το ρόλο προμηνύεται συναισθηματικά εξαντλητική κι η Γκρέισι δεν είναι πρόθυμη ν' αφεθεί. Ειδικά σε μια γυναίκα νέα, όμορφη και τόσο διάσημη όσο κι η ίδια.
Η ταινία ανοίγει με κάτι διαφορετικό: λουλούδια σαρκώδη και με κορεσμένα χρώματα, κάμπιες που περπατούν πάνω τους, μέλισσες που τα γονιμοποιούν, σαν πλάνα που περίσσεψαν από τον κήπο του Ρέιμοντ στο «Far from Heaven». Κι άλλο ένα αντίξοο ζευγάρι, αλλά η ζουμερή, μελοδραματική αισθητική τού Χέινς σταματά εδώ. Κι η μουσική: τέσσερις νότες, βαριές, δραματικές, ντονγκ-ντονγκ, ντονγκ-ντονγκ, να σε προετοιμάζουν για την ανατροπή, να σου επιβάλουν την αγωνία. Ακόμα κι όταν η Γκρέισι ανοίγει το ψυγείο κι ανακαλύπτει: «Δεν έχουμε άλλα λουκάνικα!», ντονγκ-ντονγκ. Πόσες φορές θα διασκεδάσεις μ' αυτή την τυποποίηση του camp, αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στον Χέινς και τον πιστό θεατή του; Οχι τόσες, όσες το τέχνασμα επαναλαμβάνεται στην ταινία.
«Κατά βάση είμαστε ίδιες,» θα πουν οι ηρωίδες στην πρώτη τους συνάντηση, αλλά αυτό ισχύει μόνο για το σωματότυπό τους. Και την επιθυμία τους να είναι ποθητές. Και το celebrity status τους. Καθώς η Ελίζαμπεθ, ηθοποιός, ντετέκτιβ, ανακρίτρια, με μια αποστασιοποιημένη περιέργεια, μπαίνει όλο και πιο βαθιά στο παρελθόν τής Γκρέισι και του Τζο, η αλήθεια της ιστορίας τους αρχίζει να έρχεται στην επιφάνεια. Οι κατηγορίες για αποπλάνηση ανηλίκου, η επιμονή στην αγάπη τους και ο γάμος, τα παιδιά (η ιστορία είναι ξεκάθαρα εμπνευσμένη από το πραγματικό σκάνδαλο της Μέρι Κέι Λετουρνό, για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα). Η αλήθεια και το ψέμμα, πιο πετυχημένο ζευγάρι από κάθε ανθρώπινο.
Και, κάπου εδώ, η συνοχή ή ο στόχος του Τοντ Χέινς αρχίζουν να εξαφανίζονται. Η Γκρέισι και η Ελίζαμπεθ εκπροσωπούν τα δυο άκρα τού αμερικανικού star system, την τηλεόραση και το true crime, αλλά αυτό δεν μοιάζει να είναι σημαντικό στο focus της ταινίας. Η φωτογραφία του Κρίστοφερ Μπλόβελτ έχει έναν ελαφρύ «τηλεοπτικό» ρεαλισμό, το βαρύ μακιγιάζ, οι πόροι στο δέρμα, τα εσωτερικά ντεκόρ, φωτίζονται απ' ευθείας, για να θυμίζουν τη μικρή οθόνη (φυσικά με αριστοτεχνία), αλλά η tabloid culture ή το εύκολο entertainment επίσης δεν περνούν στο επίκεντρο. Οι δυο γυναίκες που έχουν ή αποκτούν την ίδια ταυτότητα, με τη μια θεωρητικά να ενσωματώνει την άλλη, σ' ένα παιχνίδι εξουσίας κι επιβολής, παραμένουν ως το τέλος ασύνδετες, χωρίς πάθος, εμμονή, ένταση, κάτι που να κάνει τη συνύπαρξή τους κάτι παραπάνω από ένα αφηγηματικό εργαλείο. Η υποκρισία, στην «αληθινή» και στην καλλιτεχνική ζωή, στην αμερικανική ζωή, στη συζυγική ζωή, απέναντι στις κοινωνικές νόρμες ή τις παραδοσιακές αξίες, περνούν μέσα από τους δρόμους της ταινίας και φεύγουν.
Τι μένει; Μια δεξιοτεχνική, γοητευτική ερμηνεία από την Τζούλιαν Μουρ. Ενας ρόλος για τη Νάταλι Πόρτμαν - και παραγωγό της ταινίας - στον οποίο δεν φαίνεται να βυθίζεται συναισθηματικά ποτέ. Το σέξινες του Τσαρλς Μέλτον (του «Riverdale»). Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του σινεμά του Τοντ Χέινς, παρατεθειμένα κι αναγνωρίσιμα. Και μια υποψία χαμένης ευκαιρίας, για μια ιδέα που του ταιριάζει τόσο, που θα μπορούσε ν' αναγάγει σε πολύπλευρο αριστούργημα, αλλά αφήνει να κυλίσει με μια αίσθηση πεζότητας κι ανικανοποίητου.