Ο Ρόμπερτ Μπίλοτ είναι ένας ανερχόμενος δικηγόρος στο Σινσινάτι του Οχάιο, μέλος μιας νομικής εταιρίας που κατά κύριο λόγο εκπροσωπεί μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες που κυριαρχούν στην περιοχή και την ίδια στιγμή ένας μάλλον ιδεαλιστής ρομαντικός, εσωστρεφής άνδρας που πιστεύει, κόντρα σε οτιδήποτε, στο σωστό.
Ακριβώς πάνω στην καλύτερη φάση της καριέρας του, ένας αγρότης από το Πάρκερσμπουργκ ισχυρίζεται πως ένα παράρτημα της εταιρίας - κολοσσού DuPont διοχετεύει τοξικά απόβλητα στο ποτάμι που διασχίζει τα κτήματά του με αποτέλεσμα το φρικτό θάνατο των αγελάδων του και την καταστροφή γεωργικών εκτάσεων. Φτάνοντας στην περιοχή, ο Ρομπ θα βρεθεί αντιμέτωπος με αποκαλύψεις και συγκαλύψεις που θα τον οδηγήσουν στο να αναλάβει προσωπικά την υπόθεση, ρισκάροντας πραγματικά τα πάντα: από την οικογένεια του, την καριέρα του μέχρι και την ίδια του τη ζωή.
Βασισμένο σε μια πολύκροτη (και πολύχρονη, αφού έληξε 16 περίπου χρόνια αργότερα), δικαστική υπόθεση που συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στην Αμερική και γραμμένο από τον Μάθιου Μάικλ Κάρναχαν (αδερφό του σκηνοθέτη Τζο Κάρναχαν και σεναριογράφο των «Lion for Lambs», «The Kingdom», «State of Play» και «World War Z»), το φιλμ που υπογράφει ο Τοντ Χέινς ανήκει περισσότερο κι από το δικαστικό θρίλερ στο είδος της ταινίας του «Δαβίδ και Γολιάθ», του «ένας εναντίον όλων», του ανθρώπου που θα βρεθεί απέναντι στο σύστημα αποφασισμένος να νικήσει - σε μια ευθεία αναφορά (επιπλέον και λόγω χημικών) παραπέμπει ασυνείδητα ή συνειδητά περισσότερο στο «Εριν Μπρόκοβιτς» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, πίσω στο 2000.
Τα «Σκοτεινά Νερά» δεν είναι όμως «Εριν Μπρόκοβιτς» και δεν εννοεί κανείς ότι η ταινία του Στίβεν Σόντερμπεργκ ήταν ποτέ κάτι σπουδαιότερο από ένα κοινωνικό θρίλερ που ξεπερνούσε απλώς το μέσο όρο (συν μια υπέροχη ερμηνεία της Τζούλια Ρόμπερτς). Στα «Σκοτεινά Νερά» δεν υπάρχει η ίδια Εριν Μπρόκοβιτς, ένας χαρακτήρας δηλαδή που να μην θεωρείται δεδομένο ότι τρέχει με φόρα προς τη μετωπική σύγκρουση που του ορίζει το καθήκον, αλλά που να νιώθεις και τη δική του ανάγκη να ρισκάρει τα πάντα. Εδώ ο «Δαβίδ» της υπόθεσης είναι ένας άνθρωπος που ναι μεν διακινδυνεύει τα πάντα αλλά απλώς κάνει το σωστό, με τον τρόπο που το έκαναν στο μεσοπόλεμο οι ήρωες του Φρανκ Κάπρα και με τον ίδιο τρόπο τον υποδύεται και ο Μαρκ Ράφαλο, καθαρός από οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα εκτός από αυτή του μέσου πολίτη που θα τολμήσει να συγκρουστεί με το «τέρας».
Είναι στιγμές που ο ήρωάς του θυμίζει αυτόν του Τζέικ Τζίλενχαλ στο «Zodiac» του Ντέιβιντ Φίντσερ (όπου, ειρωνικά, συμπρωταγωνιστούσε ο Μαρκ Ράφαλο), κυρίως ως προς το κομμάτι της εμμονής που παθαίνει ο Ρομπερτ Μπίλοτ και της περιθωριοποίησής του από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική του λειτουργία, βυθισμένος οριστικά κι αμετάκλητα στην επεξεργασία των στοιχείων που θα μπορέσουν να στηρίξουν την κατηγορία και να σώσουν μια ολόκληρη κοινότητα (και κοινωνία) από ανυπολόγιστη σωματική και ηθική ζημιά. Και είναι εδώ - στο στοιχείο αυτό της εμμονής - που συναντάς και τα ψήγματα της σκηνοθετικής ματιάς του Τοντ Χέινς, αφού πολλές φορές στο παρελθόν (είτε ήταν η Τζούλιαν Μουρ στο «Safe», είτε η Κέιτ Μπλάνσετ στο «Carol») οι ήρωές του επέλεξαν να απομακρυνθούν από τους πάντες και τα πάντα, σχεδόν κι από την ίδια την πραγματικότητα προκειμένου να ολοκληρώσουν την επώδυνη, αλλά αποκαλυπτική διαδρομή τους - μια ανάγκη ταυτόχρονα προσωπική και κοινωνική, γι’ αυτό και απαρέγκλιτα πολιτική.
Τα «Σκοτεινά Νερά» δεν είναι όμως ούτε «Zodiac», ούτε μια από τις στιγμές του Τοντ Χέινς που θα θυμάσαι στο μέλλον. Σκοτεινό όσο αρμόζει σε μια ταινία που επιλέγει πλευρά και νιώθει υπερήφανη γι’ αυτό, φλύαρο ως προς τις επαναλήψεις και (υπερβολικά) υποβλητικά φωτογραφημένο από τον Εντ Λάκμαν για να ξεχωρίζει από ένα στέρεο ψυχολογικό θρίλερ της σειράς, το οδοιπορικό του Μπίλοτ δεν έχει κάτι συγκεκριμένο για να του προσάψεις, αλλά ούτε και κάτι να θαυμάσεις, εκτός από το γεγονός πως είναι μια ταινία απαραίτητη, επίκαιρη σε σχέση με τον περιβαλλοντικό κίνδυνο γύρω μας, με την πυξίδα της στραμμένη μονίμως στη σωστή πλευρά.
Και είμαστε οι τελευταίοι που θα συμφωνήσουμε πως μερικές φορές, ή τουλάχιστον για δύο ώρες κινηματογραφικού χρόνου, αυτό δεν αρκεί.