Οπως κάθε χρόνο το Flix βλέπει όλες τις ελληνικές ταινίες που κάνουν την πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - φέτος 23 στο τμήμα Επίσημη Πρώτη (ανάμεσά τους και από 2 στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ, 2 στο Διαγωνιστικό Τμήμα Meet the Neighbours και 2 στο Διαγωνιστικό του Film Forward), 2 στο τμήμα Ξεπερνώντας τα Σύνορα.
Το 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα διεξαχθεί φέτος από τις 2 έως και τις 12 Νοεμβρίου 2023. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και στο λογαριασμό του στο Instagram.
Εδώ θα διαβάζετε καθημερινά τη γνώμη του Flix για τις ταινίες μετά την επίσημη προβολή τους στο Φεστιβάλ. Μπορείτε να δείτε τις ελληνικές ταινίες του Φεστιβάλ και στην online πλατφόρμα εδώ.
ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Animal της Σοφίας Εξάρχου
Εάν στην πρώτη της ταινία, το «Park», η Σοφία Εξάρχου αποτύπωσε το ξόδεμα μιας ελληνικής ευκαιρίας, την παρακμή του «ολυμπιακού» ονείρου, στη δεύτερη, το «Animal», καταγράφει το ελληνικό αντι-καλοκαίρι, όχι εποχιακά, αλλά με τα θαμπά χρώματα ενός ρούχου που άφησες στον ήλιο και ξεθώριασε.
Αυτή είναι η ιστορία της Κάλιας: μιας κοπέλας με νευρώδες, μικροσκοπικό αλλά παντοδύναμο σώμα (η σωματική πίεση και αντοχή στον πυρήνα και των δυο ταινιών), που δουλεύει ως χορεύτρια, όχι εκεί όπου πιθανόν θα ήθελε, αλλά σ' ένα resort ως ανιματέρ, διασκεδάστρια τουριστών από την Ευρώπη, τα Βαλκάνια, τη Ρωσία, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, σε μια τραγι-κίτς ρουτίνα από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Στο ίδιο ξενοδοχείο, κάθε χρόνο, δουλεύουν οι ίδιοι ανιματέρ, όπως κι η Κάλια για «σπιτάκι, φαγάκι, λεφτάκια», με κάποιες νέες προσθήκες. Φέτος μια τέτοια είναι η Εύα, ένα 17χρονο κορίτσι από την Πολωνία, με την αισιοδοξία που ίσως είχε κι η Κάλια όταν ξεκινούσε, έναν αιώνα νωρίτερα.
Η Κάλια έχει τη ρουτίνα της στο resort, λίγο παιχνίδι με τη μικρή κόρη του Σίμου, πρόβα, ανιμασιόν με τραγούδια και χορογραφίες, άγαρμπο χούφτωμα από χυδαίους θεατές, πιώμα με τους συναδέλφους, λίγο σεξ με τον Σίμο, ύπνος, επαναλάβατε. Αυτή η επανάληψη, οι κύκλοι που ποτέ δεν ανοίγουν, γίνεται το μοτίβο του σεναρίου, που ξετυλίγεται σε μια λούπα έλειψης επιλογών, προετοιμάζοντας για μια μεγάλη έξοδο. Η Κάλια χαμογελάει, με μάτια γεμάτα θλίψη, διδάσκει βήματα, ανεβάζει με μπρίο τη διάθεση, εξαντλεί και τραυματίζει το κορμί της, πάντα με χαμόγελο, γιατί το σόου της ζωής πρέπει να συνεχιστεί. Ωσπου να μην μπορεί άλλο.
Η Εξάρχου, σαν την Κάλια, μένει μακριά από εκρήξεις - ο κόσμος της έχει μια στραπατσαρισμένη ομορφιά, ο ρυθμός της, επαναλαμβανόμενος και ήρεμος, αφήνει την ανησυχία ν' απλώνεται κάτω από την επιφάνεια, η μελαγχολία είναι διάχυτη, η αυτολύπηση πουθενά. Μέσα στον κόσμο αυτό, με θαυμάσιους δευτεραγωνιστές και την πάντα συναρπαστική παρουσία της Φλομαρίας Παπαδάκη, είναι η Δήμητρα Βλαγκοπούλου (βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο), που αληθινά συγκλονίζει με μια ερμηνεία πιο δύσκολη κι απ' το να περπατάς με τα χέρια στην άμμο. Εύθραυστη αλλά αήττητη, πεισματάρα ενώ βουρκώνει, κωμική εκεί που δεν το περιμένεις, loud αλλά εσωστρεφής, δεν χάνει ποτέ το μέτρο, παρότι χάνει την ελπίδα, δεν φεύγει ποτέ από το πλάνο, όπως δεν φεύγει κι απ' τη μνήμη αφού τη δεις.
Ποτέ το «yes sir, I can boogie», δεν θα ξανακούγεται το ίδιο μετά απ' αυτή την ταινία, τόσο αστείο κι εθιστικό. Κυρίως επειδή έχει το δεύτερο στίχο, αυτό το «but I need a certain song», που σου διαλύει τα κόκκαλα. Γιατί η Κάλια είναι πρόθυμη για τα πάντα, αρκεί να μπορούσε να βρει ένα κίνητρο, ένα νόημα. Αυτό που η Σοφία Εξάρχου, πιο μακριά από τον Κεν Λόουτς, πιο κοντά σε μια «Γκλόρια», μοιάζει να έχει ήδη βρει με ένστικτο, κόπο και μια πολύτιμη κινηματογραφική ειλικρίνεια.
Λήδα Γαλανού
Μέντιουμ της Χριστίνας Ιωακειμίδη
Σε ένα αδιόρατο λάιτ μοτίφ μέσα στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Χριστίνας Ιωακειμίδη, η 16χρονη Ελευθερία διασχίζει περισσότερες από μια φορές την Αθήνα μαζί με τον Αγγελο, το παράξενο αγόρι της διπλανής πόρτας, πάνω σε ένα μηχανάκι. Μια οικεία εικόνα που έχουμε ζήσει όλοι, ένα κινηματογραφικό κλισέ που έχει αποθεωθεί παγκοσμίως εδώ και δεκαετίες, μια στιγμή που κανονικά θα περνούσε απαρατήρητη σε ακόμη μια ταινία ενηλικίωσης.
Τότε γιατί νιώθεις ότι αυτή η βόλτα είναι κοσμογονική; Γιατί ένα μικρό διστακτικό άγγιγμα του κοριτσιού πάνω από το πουκάμισο στο στήθος του αγοριού σου προκαλεί ένα ρίγος που πίστευες ότι επειδή μεγάλωσες δεν θα το ξανένιωθες ποτέ; Γιατί συγκινείσαι βαθιά με έναν τρόπο που θα σε βρει στην ίδια συναισθηματική κατάσταση σε όλη τη διάρκεια μιας ταινίας μικρής που μεγαλώνει μαζί με την ηρωίδα της κάθε λεπτό που περνάει;
Αυτό είναι το «Μέντιουμ». Μια ταινία που ενηλικιώνεται μαζί με την ηρωίδα της, προσθέτοντας στρώσεις συναισθηματικής νοημοσύνης με κάθε σκηνή που ακολουθεί, καθώς η Χριστίνα Ιωακειμίδη έρχεται μια ολόκληρη δεκαετία μετά το υπέροχο μεγάλου μήκους ντεμπούτο της, το «Χάρισμα» για να επιβεβαιώσει όχι μόνο το δικό της… χάρισμα αλλά και την ανάγκη για ένα σινεμά που αφηγείται μια γνώριμη ιστορία με έναν πραγματικά καινούριο τρόπο, χωρίς θόρυβο, χωρίς επιτήδευση, με μια βαθιά βιωματική ματιά που όμως δεν γίνεται ποτέ αυτοαναφορική αλλά προσθέτει σε ένα σύμπαν που μοιάζει φτιαγμένο πρωτίστως από ανάγκη.
Είναι καλοκαίρι στην Αθήνα, πιο παρατεταμένη κι από τον καύσωνα που καίει τα πάντα, είναι η προσμονή, η αγωνία και η έκπληξη στα μάτια της Ελευθερίας για έναν κόσμο που δεν γνωρίζει. Τον κόσμο της αδερφής της που είναι έγκυος και βρίζεται συνέχεια με το αγόρι της, τον κόσμο των φιλενάδων της αδερφής της που αναλαμβάνουν μαλλιά και νύχια σε γάμους και βαφτίσεις, τον κόσμο του παράξενου αγοριού που είναι γιατρός και έρχεται με το μηχανάκι για να επισκεφτεί τους γονείς του στο διπλανό σπίτι, τον κόσμο των break dancers στον οποίο θέλει να ανήκει, τον κόσμο της Αννας που βλέπει το μέλλον, αλλά πιο πολύ βλέπει όλα όσα διαγράφονται σαν ολοζώντανος αστρολογικός χάρτης μέσα στα μελαγχολικά μάτια της Ελευθερίας.
Γραμμένη (βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη), σκηνοθετημένη, φωτισμένη (με ακόμη μια σπάνια προσθήκη στη φιλμογραφία του Πέτρου Νούσια), ερμηνευμένη, σχεδόν τηλεκατευθυνόμενη από την Ελευθερία, ολόκληρη η ταινία της Χριστίνας Ιωακειμίδη κινείται, βαριέται, κλαίει, αγαπά, ονειρεύεται, λέει «αντε γαμήσου», καπνίζει και φιλάει παθιασμένα, ακριβώς γιατί είναι η ίδια ένα κορίτσι που προσπαθεί να ανακαλύψει περισσότερο και από αυτά που βλέπει στα όνειρά της, αυτά που συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Με δραματουργική πειθαρχία, αλλά κυρίως μια ευγένεια που κάνει το σινεμά της πολύτιμο μέσα σε ένα διαρκώς φάλτσα επιθετικό ρεύμα, η Χριστίνα Ιωακειμίδη περιγράφει με διακριτικότητα, χιούμορ, μεγαλύτερη τόλμη απ' όσο αφήνει να φαίνεται φαινομενικά, την ολοκληρωτικά queer συναισθηματική κατάσταση μιας έφηβης που όπως μια ολόκληρη γενιά σήμερα αλλά ίσως και πάντα, βρίσκεται κάπου στη μέση των πραγμάτων και αναζητά τις δικές της άκρες για να ακούσει και να ακουστεί.
Την βοηθάει η τόσο εύστοχη επιλογή της να φωτίσει την ηρωίδα της μέσα από περιφερειακούς χαρακτήρες που βρίσκουν την βαθιά αποκαλυπτική τους στιγμή στην καλύτερη (και μεγάλη εδώ) ερμηνεία του Νικολάκη Ζεγκίνογλου αλλά κυρίως στο... χάρισμα να πιστέψει πως η Αγγελική Μπεβεράτου είναι ένα πηγαίο ταλέντο που κινείται θαυμαστά ανάμεσα στο αληθινό, το πραγματικό, το μεταφυσικό, το αυτοστιγμή κινηματογραφικό.
Μανώλης Κρανάκης
Ο Τελευταίος Ταξιτζής του Στέργιου Πάσχου
Νύχτα, παραμονές Χριστουγέννων. Ενας 60άρης τραγουδά έναν βλάχικο σκοπό με το κεφάλι γερμένο έξω από το παράθυρο ενός ταξί, κόντρα στον άνεμο. Φθάνοντας στον προορισμό του, κι αφού αποκαλύπτει στον οδηγό πως είναι λογιστής, αρνείται να πληρώσει το ακριβές αντίτιμο της κούρσας, ισχυριζόμενος πως η διαδρομή, που την έχει κάνει πολλάκις, στοιχίζει λιγότερο. Πληρώνει, βγαίνει, στρέφει ένα όπλο στο κεφάλι του και αυτοκτονεί στη μέση του έρημου δρόμου.
Ο Θωμάς (Κώστας Κορωναίος), ταξιτζής κατ’ ανάγκην, αφού δεν κατάφερε ποτέ να μετουσιώσει τη φιλολογία που σπούδασε σε έργο ποιητικό, τρομάζει, πανικοβάλλεται, ψάχνει μάταια για βοήθεια, μέχρι που μέσα στην τσάντα του λογιστή εντοπίζει λίγες δεσμίδες χρήματα. Τις παίρνει, τσεκάρει γύρω για τυχόν μάρτυρες και φεύγει ηρεμότερος από τον τόπο της αυτοχειρίας. Όμως το κλικ μέσα του έχει ήδη γίνει.
Και λέμε μέσα του, γιατί ο «Τελευταίος Ταξιτζής», η νέα δουλειά του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Στέργιου Πάσχου, θα εξελιχθεί σε ένα θρίλερ όχι αστυνομικού τύπου, όπως προϊδεάζει αυτή η αρχική σεκάνς, αλλά ψυχολογικού. Ο Θωμάς, μπαίνοντας στον πειρασμό να επιστρέψει την επομένη στο σημείο εκείνο, θα γνωρίσει τυχαία την αποξενωμένη κόρη του εκλιπόντα (Κλέλια Ανδριολάτου), θα την πάρει κούρσα, και μετά από λίγα ποτά, οι δυο τους θα συνευρεθούν ερωτικά στα καθίσματα του ταξί. Για την κοπέλα, που έχει σταθερή σχέση, είναι μια νύχτα εκτόνωσης απλώς, ιατρικού μονής δόσης στην αναλγησία που νιώθει για την απώλεια, μια εξαίρεση. Για τον κολακευμένο Θωμά, που έχει κουραστεί από τον μονότονο γάμο του και την μουντή καθημερινότητα στο τιμόνι, μια φωτεινή αυτοεπιβεβαίωση, μια αποκαλυπτική αλλαγή συνθήκης.
Δεύτερο κλικ, ισχυρότερο, και ο δρόμος για την εμμονή είναι πλέον ανοιχτός. Ως άλλος Τράβις Μπικλ, ο ταξιτζής κυνηγά μάταια το αντικείμενο του πόθου και μισεί όλο και περισσότερο όλους τους άλλους, μαζί και τον πληγωμένο, χαμένο, αλλοτριωμένο του εαυτό. Και ο Στέργιος Πάσχος βουτά μεθοδικά στην ψύχωση, με το νυστέρι του αυστηρού φακού του, τη σκοτεινιά ενός νουάρ και τη δημιουργική συνδρομή μιας λερωμένης θέρμης στη φωτογραφία του Γιώργου Κουτσαλιάρη. Μια βυθομέτρηση που φαλτσάρει μονάχα σε δύο σκηνές εκτός της οπτικής του ομότιτλου χαρακτήρα, ενώ ολόκληρη η ταινία θα έπρεπε να είναι πάνω του.
Αν, όμως, ο σκορσεζικός Τράβις κυκλοφορούσε σαν μια κινούμενη βόμβα με ωρολογιακό μηχανισμό, οι εκρήξεις στον «Τελευταίο Ταξιτζή» είναι μόνιμα υπόγειες, πάντως όχι λιγότερο βροντερές. Ολόκληρη η σεκάνς της κορύφωσης μέσα σε ένα σπίτι, ένα 40λεπτο three handler εκπληκτικού συντονισμού σε στήσιμο, ερμηνείες και συναισθηματικές διακυμάνσεις, είναι μια πρόκληση για τα νεύρα και το στομάχι. Εδώ επιβεβαιώνεται πόσο δεινός είναι ο δημιουργός του «Άφτερλωβ» στις συγκρουσιακές σκηνές, όπως είχε φανεί και σε εκείνη, την πρώτη μεγάλου μήκους δραμεντί του.
Υπάρχει και μια τρίτη, πολύ σύντομη σκηνή εκτός της οπτικής του Θωμά στα μισά περίπου του φιλμ, κεντραρισμένη στη φιγούρα της συζύγου του, Μαρίας (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου). Δικαιολογημένη αυτή και ουσιωδέστατη, όπως θα διαπιστώσουμε στο αργό dolly in του φινάλε, όπου όλο το βάρος της απόγνωσης μεταφέρεται ευφυώς στο βλέμμα και τη σιωπή της προδομένης γυναίκας. Αλλά το πώς τελικά θα το διαχειριστεί εκείνη είναι ίσως το θέμα μιας άλλης ταινίας, ένα σενάριο που θα γράφουμε νοερά και για πολύ καιρό μετά τη θέαση του υποβλητικού, στιβαρού, ξεχωριστού αυτού ελληνικού θρίλερ.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΓΝΩΡΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΓΕΙΤΟΝΕΣ +
Φόνισσα της Εύας Νάθενα
Η «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη φέρει ένα μεγάλο βάρος στις διασκευές της. Οχι μόνο επειδή το μυθιστόρημα είναι ένα αριστούργημα λόγου και μηνυμάτων, αλλά και γιατί είναι τόσο υπερπλήρες, τόσο, δυστυχώς, φρικτά επίκαιρο, τόσο δυνατό στη μοναχικότητα και τη σκληρότητά του, που δύσκολα μπορεί κανείς να προσθέσει σ' αυτό.
Το 1974, ο Κώστας Φέρρης, με τη Μαρία Αλκαίου σαρωτική πρωταγωνίστρια, έκανε τη δική του, ρηξικέλευθη για την εποχή, βερσιόν (πιο πρόσφατα, το 2012, η Στέλλα Αρκέντη την αδύναμη δική της). Σήμερα, η Εύα Νάθενα, ως τώρα αναγνωρισμένη σκηνογράφος / ενδυματολόγος, εδώ στην πρώτη της σκηνοθετική δουλειά, αναμετριέται με το θρύλο με άλλη προσέγγιση, αυτή του μαξιμαλισμού.
Η ιστορία (το σενάριο της ταινίας μένει πιστό στο μυθιστόρημα), που εκτυλίσσεται σ' ελληνικό νησί γύρω στο 1900, παρακολουθεί τη Φραγκογιαννού, μια χήρα που ξέρει από βότανα και γιατρικά, πικραμένη, κακοποιημένη και βίαια χειραγωγημένη σε όλη της τη ζωή, ως κόρη, μάνα και γιαγιά. Εχοντας μάθει από την αμείλικτη μάνα της, η Φραγκογιαννού, όταν ξεγεννά κορίτσια, μ' ένα νεύμα συγκατάθεσης του πατέρα, τα «τακτοποιεί», τα θανατώνει: για να μην γίνουν βάρος στην οικογένειά τους με το απαιτητό της προίκας σε μια πάμφτωχη κοινωνία. Για να μην υποστούν, ως γυναίκες, τη βία και την κακοποίηση που η ίδια γνώρισε και που, έτσι κι αλλιώς, της πήρε τη ζωή. Τα ελευθερώνει τα «λεχούδια».
Είναι πανέξυπνο και νομοτελειακό μία δημιουργός να επαναφέρει το συγκλονιστικό σύγγραμμα του Παπαδιαμάντη σε μια εποχή όπου η γυναικεία υποτέλεια και η γυναικοκτονία έχουν επανέλθει στο προσκήνιο με τον πιο ζοφερό τρόπο - και μόνο γι' αυτό αξίζουν τα εύσημα στην Εύα Νάθενα. Το τονίζει, άλλωστε, στην αρχή της ταινίας, με το απόσπασμα του Ελύτη από το βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη, «Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα έχει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας.»
Από εκεί και πέρα, οι επιλογές της Νάθενα μοιράζονται. Από τη μία πλευρά, σ' αυτή τη φιλόδοξη ταινία, μ' ένα διόλου ευκαταφρόνητο προϋπολογισμό, θωρακίζεται από εγγυημένους συνεργάτες. Η ίδια, με την εξαιρετική αισθητική της, στήνει ένα φυσικό σκηνικό τόσο πέτρινο όσο ο τόπος, όσο η Φραγκογιαννού και οι γυναίκες γύρω της: ένα τοπίο σκληρό χωρίς κρυψώνες. Αυτό αποχρωματίζει και φωτίζει με μια αίσθηση του μοιραίου ο Παναγιώτης Βασιλάκης. Τον κυκλικό ρυθμό, με την εναλλαγή στο χρόνο, τα περάσματα από την πραγματικότητα στην ανάμνηση και στον εφιάλτη, δίνει η μοντέζ Αγγέλα Δεσποτίδου. Η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου κυλά παράλληλα μ' ένα καθηλωτικό χορικό μοιρολόι. Το βλέμμα της ίδιας της Νάθενα, που επιλέγει δωρικές, μαυροντυμένες γυναικείες μορφές με αυστηρά κοτσίδια και μαντήλες, παγιδεύει ατμοσφαιρικές εικόνες στα κάδρα της, ζυγισμένες και ταιριαστά αυστηρές.
Από την άλλη πλευρά, η Νάθενα επιλέγει έναν μαξιμαλισμό δραματικότητας που, μπροστά σ' ένα κείμενο που έτσι κι αλλιώς κόβει την ανάσα, περιττεύει. Τα σύννεφα που πηγαινοέρχονται μανιασμένα, τα παιδάκια που ολοένα ροβολάνε πέρα-δώθε λέγοντας το αυθεντικό σεξιστικό τραγουδάκι της παράδοσής μας, η επανάληψη για απόλυτη αφομοίωση της τραγικότητας που στο κείμενο είναι τόσο λεπτή. Από το επίσης σοφά επιλεγμένο καστ, με τους άντρες σε μικρά αλλά παραλυτικά περάσματα (ειδικά η φυσικότητα του Γιάννη Τσορτέκη), κάποιες γυναίκες ξεχωρίζουν, η Πηνελόπη Τσιλίκα με το νατουραλισμό και την ορμή της, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη με το σταθερά ιδιοσυγκρασιακό παίξιμό της, κυρίως, φυσικά, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, όπως πάντα larger than life, πληθωρικότερη και δραματικότερη από τους ρόλους της, φτιάχνει μια Φραγκογιαννού με μια δόση υπερβολής αλλά και πολλές δόσεις αποστομωτικής τραγικότητας, ενώ οι σκηνές της με τη «μητέρα» της, Μαρία Πρωτόπαππα, είναι οι συναρπαστικότερες και τρομακτικότερες της ταινίας.
Η σκηνοθετική απειρία φαίνεται σ' αυτές τις περιττές υφολογικές και ερμηνευτικές υπογραμμίσεις, επίσης στην αδεξιότητα της ερμηνείας των παιδιών, ακόμα στην κραυγή του φινάλε. Ομως η ταινία, ειδικά από τη στιγμή του «φευγιού» της ηρωίδας στα βουνά, συγκινεί στην εσωτερική σύγκρουση τής Καραμπέτη / Φραγκογιανούς ανάμεσα στη σωτηρία και το έγκλημα, την ανάγκη μιας έγκρισης από το Θείο για μια πράξη τόσο άτεγκτα ανθρώπινης, αναδεικνύει, αφήνοντας ελαφρώς στο πλάι την ταξική ανισότητα, το πώς η μισογυνία και η πατριαρχία μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, ξεκάθαρα ως τις μέρες μας, σέβεται το μεγαλείο του Παπαδιαμάντη (όχι την αφαιρετικότητά του), και προσφέρει ένα mainstream θέαμα με την αξιοπρέπεια που τόσο συχνά λείπει από αυτή την κατηγορία στο ελληνικό σινεμά.
Λήδα Γαλανού
Guest Star του Βασίλη Χριστοφιλάκη
Το σινεμά του Βασίλη Χριστοφιλάκη είναι αυτοαναφορικό, με τον τρόπο του Γούντι Αλεν. Οι ταινίες του μοιάζουν με εξωτερικούς μονολόγους, αφού περισσότερο από κινηματογραφικά locations, το νιώθεις ότι βρίσκεται περισσότερο στο μυαλό του κεντρικού ήρωα, που είναι πάντα ο ίδιος ο Βασίλης Χριστοφιλάκης υποδυόμενος έναν ήρωα που είναι ο Βασίλης Χριστοφιλάκης: ένας άντρας της διπλανής πόρτας, αστείος, αμήχανος, αυτοσαρκαστικός, με χιούμορ, αλλά και με μια βαθιά μελαγχολία για όλα εκείνα που δεν συμβαίνουν ή συμβαίνουν αλλιώς από αυτό που έχει ονειρευτεί.
Η πρώτη γνωριμία μαζί του έγινε στο «Too Much Info Clouding Over my Head» του 2018, εκεί με τα ψήγματα της κοσμοθέωρίας του να σκορπίζονται σε μια διασκεδαστική αν και ανερμάτιστη και αρκετά επιφανειακή σάτιρα της ελληνικής κινηματογραφίας. Η δεύτερη συνάντηση μας με τον «ήρωα» του γίνεται στο «Guest Star», μια πιο πολύπλοκη και μελαγχολική σάτιρα του κόσμου του θεάματος που γρήγορα καταφέρνει να μεταμορφωθεί σε μια μικρή ανεξάρτητη ταινία για ανθρώπους που αναζητούν ένα πρωταγωνιστικό ρόλο πρωτίστως στη δική τους ζωή.
Ως το πιο πολυφωτογραφημένο παιδί στην Ελλάδα, ο Λουκιανός Ασβεστόπουλος μεγαλώνει κάτω από τη σκιά των διάσημων νεκρών γονιών του και περιφέρεται ως μια ξεφτισμένη διασημότητα σε πρωινάδικα. Μέχρι τη στιγμή που θα του δοθεί η ευκαιρία να αποκτήσει τη δική του εκπομπή. Ενας ολόκληρος μηχανισμός θα στηθεί γύρω του προκειμένου να τον μεταμορφώσει και να τον κάνει αποδεκτό για τα τηλεοπτικά στάνταρ. Από μια περούκα που θα του κολλήσουν στο κεφάλι μέχρι την Τζένα, μια πρώην τραγουδίστρια και influencer σε πτώση που θα γίνει το ψεύτικο κορίτσι του, ο Λουκιανός θα γίνει παιχνίδι στα χέρια άλλων, αλλά θα βρει το χώρο που ζητούσε για να αποκτήσει αυθύπαρκτη υπόσταση.
Το «Guest Star» βρίσκει τον Χριστοφιλάκη με προσεγμένη παραγωγή (ακόμη κι όταν είναι ηθελημένα και εύστοχα «φτηνή») και καλοδουλεμένο σενάριο, με την Ελλη Τρίγγου και την Νατάσα Εξηνταβελώνη να τον πλαισιώνουν με δύο υπέροχους γυναικείους ρόλους, αλλά κυρίως βρίσκει τον ίδιο - έναν ταλαντουχο και καθόλου άνθρωπο - σε έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, όσο κι αν τα αστεία δεν λειτουργούν πάντα όπως θα επιθυμούσε και η ταινία του παραμένει πεισματικά μικρότερη απ’ όσο θα μπορούσε να γίνει. Ο σουρεαλισμός, η μαύρη κωμωδία και το αμερικάνικο indie μπλέκονται γλυκά, σε μια εξομολόγηση τελικά ενός ανθρώπου που, ακόμη και όταν δεν είναι πάντα τελέσφορη κινηματογραφικά, παραμένει αφοπλιστικά ειλικρινής. Ακούστε την...
Μανώλης Κρανάκης
ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ FILM FORWARD
«Μικρά Πράγματα που Πήγαν Λάθος» του Χάρη Βαφειάδη
Tι να πήγε λάθος κι έχασε ο Φάνης την οικογένεια του; Πώς έχασε τα χρήματα του μεγάλου βραβείου; Αυτός δεν ήταν ο «Φάνης», ο νικητής του πρώτου Big Brother; Πώς κατάντησε ένα μικροαλητάμπουρας που ντύνεται ως Σπαρτιάτης στην Ακρόπολη για κανένα δίφραγκο από τους τουρίστες; Σε μία αυθόρμητη επίσκεψη στο σπίτι της πρώην γυναίκας του και της έφηβης σήμερα κόρης του το κλίμα είναι συγκαταβατικό - στην καλύτερη περίπτωση. Εκείνος πολυλογάς, φαφλατάς, γεμάτος υποσχέσεις για το μέλλον, επιχειρεί ένα love-bombing που σκάει σαν κενή κροτίδα. Η κόρη του τον βαριέται. Η γυναίκα του τον λυπάται. Η μόνη που χαίρεται που τον βλέπει είναι η Λίζα, η σκυλίτσα τους.
Τι να πήγε λάθος και ο χρηματιστής Παύλος έχασε τη δουλειά του; Πάντως αδυνατεί να παραδεχθεί ήττα, ή να ζητήσει στήριξη από την «trophy wife» γυναίκα του, ή να υποδυθεί κάτι λιγότερο δυνατό κι επιτυχημένο στον μικρό γιο του. Φεύγει κάθε πρωί από τη βίλλα τους σαν να πηγαίνει στο γραφείο, κι επιστρέφει βράδυ «κατάκοπος». Εδώ δεν παραδέχεται ότι ακόμα κι ο γάμος του είναι μια φούσκα. Συνεχίζει, ψυχρά και πεισμωμένα, να κάνει τα στραβά μάτια μπροστά στον αλκοολισμό της γυναίκας του, το τελευταίο της καταφύγιο για να μουδιάζει κάθε της αντίρρηση. Η μόνη υγιής, ζεστή, σχέση σ’ αυτό το γυάλινο παλάτι είναι του μικρού αγοριού με την Μάφιν, την σκυλίτσα τους.
Κάτι πηγαίνει σημαντικά λάθος πάντως όταν αυτοί οι δύο άντρες συναντιούνται και μέσα από μία κομπίνα προσπαθούν να σώσουν τα προσχήματα και τις ζωές τους. Κι αυτό το λάθος είναι που θα ξεφλουδίσει σιγά σιγά όλη τους την υποκρισία - τα λάθη μιας ζωής που τους έφεραν εδώ. Τουλάχιστον για εμάς που τους κοιτάμε. Εκείνοι δεν αντέχουν να κοιτάξουν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη.
Ο Χάρης Βαφειάδης πήρε την αφορμή για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο από ένα πραγματικό περιστατικό - όμως όλο το διακριτικό, αλλά καυστικό, σχόλιο για τα ανδρικά πρότυπα στην φούσκα της ελληνικής κοινωνίας είναι δικά του. Στοιχεία της μυθοπλασίας του και ευρήματα της ευρύτερης ανατομίας μιας χώρας, όπου το πάρτυ τελείωσε και τώρα πρέπει να αντιμετωπίσει το χανγκόβερ της.
Δύο τύποι με φιλοδοξίες για πλούτο, επιτυχία, κοινωνικό στάτους, σπίτι, γυναίκα, παιδί, σκύλο βλέπουν το χάρτινο οικοδόμημα της ζωής τους να καταρρέει. Μεσήλικες που πρέπει να αναλογιστούν «όλα τα μικρά πράγματα που πήγαν λάθος», να αναλάβουν ευθύνη, να αλλάξουν, αλλά δεν το κάνουν ποτέ. Προτιμούν να συνεχίσουν το ψέμα που λένε στους εαυτούς τους τα βράδια για να κοιμηθούν. Βρίσκουν Μεσσίες που θα τους σώσουν - ο ένας στο Θεό, ο άλλος σε μία ύστατη προσπάθεια να αποδείξει ότι ο μόνος Θεός είναι το χρήμα.
Ο Βαφειάδης φτιάχνει δύο κόσμους - τον ένα μικροαστικό, ζεστό, χαοτικό όπου ο loser Φάνης προσπαθεί να επιβιώσει με μικροαπατεωνιές και την προσωπική του γοητεία. Ο κόσμος του Παύλου είναι η Ελλάδα του νεοπλουτισμού, όπου κάποιος που κάπου, κάποτε δεν είχε τίποτα (το ασχημόπαππο της τάξης, όπως μαθαίνουμε) θέλει ένα σπίτι ντιζαϊνάτα άδειο, το ποτήρι με το αλκοόλ της γυναίκας του καθησυχαστικά γεμάτο, κι έναν γιο που τον έβγαλε «Ιάσωνα». Όσο διαφορετικοί και να είναι σε τόνο και θερμοκρασία οι δυο κόσμοι του Βαφειάδη, φωτογραφίζουν πικρά την σύγχρονη Ελλάδα. Ακόμα και η προσέγγιση στη σκηνοθεσία είναι διαφορετική. Η κάμερα που ακολουθεί τον Φάνη έχει την κίνηση του, το χτυποκάρδι του. Στο σπίτι του Παύλου όλα είναι ακίνητα, κρατούν την αναπνοή τους. Τι τους ενώνει; Η λοξή, περιπαικτική ματιά του σκηνοθέτη, ο οποίος αφηγείται την ιστορία τους ως σουρεαλιστική κωμωδία.
Υπέροχος ο Θάνος Τοκάκης στο ρόλο του Φάνη - ο τρόπος που ντύνεται με την κατεπείγουσα ενέργεια του χαμένου κορμιού ήρωα του, η κίνηση, η έκφραση, η τσαντίλα. Τα κάνει όλα δικά του, τα φορά σαν δεύτερο δέρμα. Λιγότερο επιτυχημένη η προσέγγιση του Μιχάλη Συριοπούλου στον Παύλο - ίσως γιατί το να παγώσεις το αίμα του ήρωα σου με μία κυνική, ρομποτική ερμηνεία που δεν σου δίνει και πολλά να στηριχτείς είναι κάτι πολύ δύσκολο.
Κάποια μικρά πράγματα πήγαν λάθος σε αυτό το κομμάτι της ταινίας. Ενώ ο Τοκάκης μάς προσκάλεσε και μπήκαμε στον κόσμο του, ο Συριόπουλος μάς κράτησε απέξω. Καταλάβαμε εγκεφαλικά την κρίση του, μπορούμε να την εξηγήσουμε με λόγια, αλλά δεν συνδεθήκαμε, δεν την νιώσαμε το ίδιο έντονα.
Όμως ο Βαφειάδης, στην μεγάλη εικόνα των πραγμάτων, κατάφερε ένα ντεμπούτο που δείχνει το δρόμο για ακόμα μεγαλύτερη συνέχεια. Με προσωπικό στίγμα, κοφτερό βλέμμα, διεθνή κινηματογραφική γλώσσα και μία νότα ελληνικού παραλογισμού.
Πόλυ Λυκούργου
Κάμπια Νύμφη Πεταλούδα του Κύρου Παπαβασιλείου
Μια υπαρξιακή φουτουριστική ταινία υπογράφει ο Κύπριος σκηνοθέτης Κύρος Παπαβασιλείου, δεύτερη μετά το ντεμπούτο του, «Εντυπώσεις Ενός Πνιγμένου», οπλισμένος με θάρρος και μια συναρπαστική πρωταγωνίστρια, αλλά παγιδευμένος σε φορμαλιστικά ευρήματα που δεν αφήνουν τους ήρωές του να... μεταμορφωθούν σε πεταλούδες.
Ο χρόνος είναι... τα πάντα: 2005, 2023, 2030, 2007, 2037. Ο γραμμικός χρόνος αποτελεί σχεδόν ουτοπία, οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να μεταπηδούν ξαφνικά δεκαετίες, να ζουν αποσπασματικά με την ένταση ακραίων αλλαγών που συναγωνίζονται τις κλιματικές, αλλά όχι απροειδοποίητα. Εχοντας βιώσει το μέλλον πριν το παρελθόν ή το παρόν, γνωρίζουν περίπου τι θα τους συμβεί, αλλά όχι πότε, πώς και γιατί. Ετσι ζουν η Πηνελόπη και ο Ισίδωρος, ένα παντρεμένο ζευγάρι, μάλλον αγαπημένο, αλλά με μια διαρκή αγωνία. Ξέρουν ότι έχουν κάνει, ήδη στο μέλλον, ένα παιδί αλλά δεν το έχουν, δεν γνωρίζουν πού είναι και γιατί δεν είναι μαζί τους. Στην αναζήτηση αυτού του μυστικού, η Πηνελόπη θ' ανακαλύψει τι σημαίνει αγάπη, απώλεια, επιθυμία, αλλά και πώς μπορεί κάποιος να κοροϊδέψει το χρόνο και να στοχεύσει στην καρδιά.
Είναι οπωσδήποτε δύσκολο να κάνει κανείς μια ταινία είδους, ένα φιλμ φαντασίας, μ' ένα μπάτζετ περιορισμένο. Η επιλογή του Παπαβασιλείου (που με το φιλμ αυτό έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι), είναι να κρατήσει το σκηνογραφικό κι ενδυματολογικό σύγχρονο και μάλλον απλό και τη φωτογραφία του ρεαλιστική και ζεστή. Για να πείσει, ωστόσο, η ταινία σ' ένα τέτοιο περιβάλλον, χρειάζεται ένα σενάριο συμπαγές, στέρεο και βαθύ. Αντ' αυτού, η ταινία γεμίζει την αφήγησή της με «φουτουριστικά ευρήματα» και υπαρξιακά παιχνίδια: μια «διερμηνέας της σιωπής» που μεταφράζει τον βωβό αδελφό της Πηνελόπης (χωρίς λόγο, στ' αλήθεια, αυτό το side story), αλλά και τα δέντρα στη φύση, ένα Υπουργείο Χαμένου Χρόνου με πράκτορες που επιβάλλουν απαγορεύσεις κι εξαπολύουν απειλές, ένας Γραμμικός Χρόνος κάπου μακριά, σαν ουτοπία, όπου μεταβιβάζεσαι μέσα από μια κινηματογραφική αίθουσα, μια διαρκής μουσική υπόκρουση σαν ηλεκτρονικές μελωδίες από τα '80ς, ένας επαναλαμβανόμενος διάλογος-άγκυρα του ζευγαριού που, βαρυσήμαντα, με μίνιμαλ ερωταποκρίσεις, προσπαθεί να προσδιορίσει εάν τα συναισθήματά του, λύπη, αγάπη, χαρά, τοποθετούνται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον.
Μαζί, μια έντονα δραματική πορεία, η αγωνία του εάν η Πηνελόπη «θα ρίξει ή δεν θα ρίξει το παιδί» (πόσες φορές επαναλαμβάνεται αυτή η τόσο άχαρη, προσβλητική σχεδόν, φράση), μια σκηνή σεξ που εκτυλίσσεται «άυλα», ένας αιματοβαμένος μοναχικός τοκετός, μπερδεμένες σεναριακές προτεραιότητες. Μέσα σε μια πλοκή που πηδά από τη μια στιγμή στην άλλη, χωρίς το χρόνο ούτε να ενώσει κανείς τις τελείες αλλά ούτε και, το σημαντικότερο, να κατανοήσει τους ήρωες, να γνωρίσει τον κόσμο τους και, τελικά, να νοιαστεί για το δράμα και την πορεία τους.
Μέσα σ' αυτό το αποσπασματικό σύμπαν, με περάσματα γνωστών κι αγαπημένων ηθοποιών σαν τον Μάκη Παπαδημητρίου και τον Γιάννη Νιάρρο, η μόνη σταθερά που προκαλεί και τη συγκέντρωση και την επιθυμία να συνεχίσεις, είναι η Μαρία Αποστολακέα με το μαγευτικό πρόσωπο και τη συγκινητική ερμηνεία, που προσπαθεί, τελικά, μόνη (πάντα μόνη), να δώσει νόημα στις παρεμβάσεις της τεχνολογίας στην ανθρώπινη ζωή και στην αυτοδυναμία των αποφάσεων της γυναίκας μέσα στο χρόνο.
Λήδα Γαλανού
ΕΠΙΣΗΜΗ ΠΡΩΤΗ
Πολύδροσο του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The Boy)
Ετοιμασίες για έναν αποχαιρετισμό περιγράφει στη νέα του ταινία ο The Boy: όχι μόνο της Σοφίας (ή Αντιλόπης, κόρης) στη Σοφία (μαμά), αλλά σε όλες τις αγάπες του παρελθόντος, σε πρόσωπα που πέρασαν κι έφυγαν, σε φαντάσματα πολύτιμα, στο Πολύδροσο μιας περασμένης εποχής, σε μια βολική εφηβεία, στα νεανικά χρόνια τα δικά μας, των γονιών μας, σ' έναν τόπο όπου όλοι οι δρόμοι έχουν ονόματα λουλουδιών. Κι έτσι φτιάχνει την πιο απλή, συμβατική για τα δικά του μέτρα, ταινία του. Μια ιστορία για ανθρώπους τρυφερούς, σ' έναν όχι τρυφερό κόσμο.
Η Σοφία (κόρη, η Σοφία Κόκκαλη όπως πάντα διάφανη, ευάλωτη, αστεία, δραματική, μαγνητική), αφήνει τον φίλο της να κοιμάται σπίτι της και πάει στο πατρικό της, στο Πολύδροσο: τη χρειάζεται η Σοφία (μητέρα, η Βίκυ Καγιά σε μια, μη δυσπιστεί κανείς, εκπληκτικά ευαίσθητη και δυνατή ερμηνεία), είναι άρρωστη και, ποιος ξέρει, μπορεί να πεθάνει. Οι δυο τους κάνουν βόλτες, φτιάχνουν μαραθόπιτες, καλούν φίλους, βλέπουν ταινίες, ζουν λίγες μέρες μαζί, με αναμνήσεις, φιλιά και μυστικούς κώδικες. Μια μαμά και μια κόρη με τη συνωμοτική σχέση που ορίζουν αυτές οι λέξεις.
«Απλή και συμβατική» για τον Αλέξανδρο Βούλγαρη δεν σημαίνει απαραίτητα ό,τι για άλλους σκηνοθέτες. Χωρισμένη σε τρία μέρη, με συνοπτικούς μεσότιτλους, ένα φαντασιακό φλας μπακ, μια ακαταμάχητη σεκάνς animation, η ταινία έχει ξεκάθαρη την υπογραφή του δημιουργού της. Αυτού που αγαπάει τα κορίτσια με γυαλιά, τις παιδικές αναφορές, τα βαρύστομα quotes των ανθρώπων που ενθουσιάζονται με την τέχνη, το θαυμασμό για τα φιλμ νουάρ, το κλασικό σινεμά, τους αποτυχημένους ντετέκτιβ και τις μοιραίες γυναίκες. Μ' ένα σενάριο της λεπτομέρειας, των ιδιοσυγκρασιακών επιλογών, όπου το σουβλάκι είναι μόνο ντομάτα-κρεμμύδι, στο μεταίχμιο του δήθεν με το αληθινό, όπου το δεύτερο ξεκάθαρα κερδίζει το παιχνίδι.
Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, η ταινία ακουμπάει σ' ένα πανέμορφο «χαλί», όχι μόνο από γρασίδι, χαμομήλια και μαργαρίτες που διασχίζεις με το ποδήλατο, αλλά ένα ολόκληρο δημιούργημα ήχων και τραγουδιών (μαζί Γιώτης Παρασκευαΐδης, Nalyssa Green και Δεσποινίς Τρίχρωμη), που δεν συνοδεύουν, αλλά συμπληρώνουν, καθοδηγούν ακόμα, την αφήγηση. Στη φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή, με τα «άβαφα» πρόσωπα της αθωότητας, τα λατρευτικά κοντινά που αποκαλύπτουν κάθε ερωτεύσιμη ατέλεια, φωτισμένα σε ροζ ή ζεστό κίτρινο.
Το «Πολύδροσο» τού The Boy είναι όμορφο και γνώριμο, είναι η «ώρα κοινής ησυχίας» της φιλμογραφίας του, στοργικά αφιερωμένο στην Ειρήνη Ιγγλέση, στο φως που σου επιτρέπει να ονειρεύεσαι ξύπνια. Είναι ένας θρύλος, και τάφος και μνημείο μαζί, μια σφραγίδα που παγιδεύει μυθιστορήματα, ταινίες, ήρωες και πρώτα φιλιά, παιδικά κι ενήλικα μυστικά, με τρόπο τόσο δικό του αλλά και τόσο κοινό, που γίνεται δικό σου. Και μια αποτύπωση της σχέσης κάθε, σχεδόν κάθε, μητέρας και κόρης, κάθε Σοφίας και κάθε Αντιλόπης, απόλυτα αληθινή, συναισθηματικά νοήμονα, προσωπική σε σημείο κατάρρευσης κι ανάτασης με εντυπωσιακή κατανόηση και... σοφία. Γιατί, στην τελική, ο The Boy είναι ένα κορίτσι από το Πολύδροσο.
Λήδα Γαλανού
Νέα Ηπειρος του Παντελή Παγουλάτου
Στη «Νέα Ηπειρο» η Αθήνα είναι μια πόλη των θαυμάτων, με λαγούμια που οδηγούν σε work in progress διαμερίσματα και ζωές εν εξελίξει. Στη «Νέα Ηπειρο», τα αγόρια παίζουν ακόμη και ερήμην σε ένα νουάρ που δεν έχουν επιλέξει, με ψεύτικα ή και αλήθινά πιστόλια που τους κάνουν να νιώθουν σιγουριά. Στη «Νέα Ηπειρο» τα κορίτσια στριμώχνονται μέσα σε πατριαρχικούς ρόλους που δεν επιθυμούν, προσπαθώντας να επιβιώσουν, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν μέσα σε ένα κόσμο που θα προτιμούσε να μείνει γυμνός από αισθήματα. Στη «Νέα Ηπειρο», ο Φανής και η Μαρία ζουν το δικό τους love story, πρωταγωνιστές μιας ταινίας που κάνει την ιστορία τους να μοιάζει με κομμάτι ενός θαυμαστού (και με την τρομακτική του έννοια) νέου κόσμου.
Ο Παντελής Παγουλάτος, εδώ στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά τα «Ονειρα Γλυκά» του 2003, επιστρέφει πιο πολύ στον ρομαντισμό του υπέροχου μεσαίου μήκους «Ιωάννα Σ’ Αγαπώ» (αν δεν το έχετε δει αναζητήστε το) και κινηματογραφεί την «ταινία» του Φάνη και της Μαρίας σαν ένα κομμάτι αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά ακριβώς τη στιγμή που συναντά τη nouvelle vague, με τόνο παροξυσμικό και εντάσεις που ανοίγουν την εικόνα σε ένα μεγαλύτερο χάρτη ενός κόσμου που αγωνιά, θυμώνει, υποκρίνεται και ενηλικιώνεται - όπως συμβαίνει πάντα στα αληθινά παραμύθια - με τον πιο βίαιο τρόπο.
Δεν το κάνει πάντα με το volume στη σωστή ένταση, χάνοντας έτσι μεγάλο μέρος από την συναισθηματική ταύτιση του θεατή με δύο ήρωες που σωστά βρίσκονται και οι ίδιοι για πολλή ώρα σε μια γκρίζα περιοχή αυτογνωσίας. Και φορτώνει την ιστορία τους με έναν γκροτέσκα περίγυρο που άλλοτε κάνει την ατμόσφαιρα πιο νουάρ και άλλοτε την τοποθετεί στη σφαίρα της υπερβολής, αφήνοντας μεν ζωντανή την αίσθηση μιας γνώριμη όμως εδώ και αρκετά χρόνια αστικής αποξένωσης, αλλά και ψήγματα από κοινωνικά και πολιτικά σχόλια που δεν ολοκληρώνουν μια νέα κοσμοθεωρία για το εδώ και τώρα ανθρώπων και ονείρων.
Είναι στις πιο ήσυχες στιγμές της, που η «Νέα Ηπειρος» σου ανοίγει δρόμο μέσα από τα σύνορα της αφήγησής της. Στην κινηματογραφική μοναξιά του Χάρη Φραγκούλη, στα μεγάλα υγρά μάτια της Μαρίας Αρζόγλου, στην σαν από πάντα soundtrack της ζωής πολλών μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα. Εκεί όπου, ελεύθερος από παραγωγικές και σεναριακές αστοχίες, ο Παντελής Παγουλάτος αφήνει την ευαισθησία του να ξεχυθεί.
Μανώλης Κρανάκης
Τράνζιτ του Κάρολου Ζωναρά
Το χειροποίητο, ιδιοσυγκρασιακό, πάντα ενδιαφέρον και πάντα φιλόδοξο σινεμά του Κάρολου Ζωναρά είναι φτιαγμένο από εμμονές. Στην πέμπτη του μεγάλου μήκους ταινία, αλλάζει ίσως μόνο η φόρμα, αν και η κατασκευή μιας άτυπα ταινίας επιστημονικής φαντασίας μοιάζει κι αυτή χτισμένη με τα αγαπημένα του νουάρ υλικά και τον προσφιλή στο έργο του πυρήνα της σχέσης ενός πατέρα με το γιό του. Σε μια παράδοξα, αλλά τελικά αποτελεσματική κυρίως σε συναισθηματικό επίπεδο ενορχηστρωμένη κινηματογραφική πράξη που και και ξαφνιάζει και συγκινεί.
Σε ένα ακαθόριστο χώρο και χρόνο, άνθρωποι περιστρέφονται γύρω από έναν κύκλο που σχηματίζουν στο χώμα με τα πόδια τους. Περιφέρονται, αναρωτιούνται, άλλοι είναι παραδομένοι. Ολοι τους είναι νεκροί και βρίσκονται στο σημείο ανάμεσα στην οριστική αποχώρηση από οποιοδήποτε γνωστό ή άγνωστο σημείο στον μεγάλη χάρτη της ύπαρξης. Ενας άντρας αντιστέκεται, προσπαθεί να αποδείξει - και, αλλά κυρίως, μαθηματικά - ένα θεώρημα που ίσως τον κάνει να επιστρέψει πίσω. Θέλει να μάθει τι συνέβη την ώρα του θανάτου του. Δεν ήταν μόνος. Βρισκόταν εκεί ο γιος του. Αλλά και στο… τράνζιτ που βρίσκεται δεν είναι μόνος, γιατί ίσως χωρίς να το ξέρει τον παρακολουθεί και ο δικός του πατέρας.
Δεν έχει νόημα να εξηγήσει κανείς την ελεύθερη σεναριακή γραμμή που ενώνει μια τόσο παράδοξη - αλλά τελικά και λειτουργικά απλή στην ανάπτυξη της - ιστορία, ούτε να προσπαθήσει να επιβεβαιώσει τις μαθηματικές πράξεις που ακυρώνουν τις σταθερές του θανάτου. Το «Τράνζιτ» είναι ταυτόχρονα μικρό και μεγάλο, αφελές και βαρυσήμαντο, (υπερβολικά) δραματικό - στα όρια μιας αρχαίας τραγωδίας - και (ευτυχώς υπερβολικά) ελαφρύ - σαν ένα φιλμικό πείραμα, παίζει με τις αντιθέσεις του, σε προκαλεί να ανακαλύψεις τις σινεφιλικές ή και τελικά θεωρητικές του καταβολές και εκεί που αρχίζει να προδίδεται από την μικρή του παραγωγή, φτάνει στο τελευταίο του μέρος και σε παρασέρνει χωρίς αναστολές.
Δεν γίνεται ποτέ η μεγάλη ταινία επιστημονικής φαντασίας που θα της άξιζε, αλλά σε ένα άνυδρο τοπίο, αυτό του ελληνικού σινεμά που περιστρέφεται και αυτό σε ένα τράνζιτ μιας ακατανόητης επανάληψης μοτίβων και θορύβων (και όποιος διαφέρει μοιάζει «ξένος» και παραμερίζεται), αυτή η μικρή ταινία φέρει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδέες που είδαμε να υλοποιούνται τα τελευταία χρόνια, οφείλεις να την επαινέσεις για την τόλμη της ακόμη κι όταν σε δυσκολεύει στην θέαση της και σίγουρα για τους πιο μυημένους μοιάζει με την δεύτερη καλύτερη ταινία του δημιουργού της μετά το τελικά εφάμιλλο σε πειραματισμό, τόλμη και απόλαυση «Μπιγκ Χιτ».
Μανώλης Κρανάκης
Εξέλιξη του Περικλή Χούρσογλου
Βρισκόμαστε στο 1973. Ο 18χρονος Νίκος και ο πατέρας του, Ανδρέας, ταξιδεύουν με το τρένο από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Ο Ανδρέας θέλει να δει το πανεπιστήμιο όπου σπουδάζει ο γιος του μαθηματικά, να κάνουν παρέα. Αλλά το μόνο που έχει ο νεαρός κατά νου είναι να συναντήσει μια ώρα αρχύτερα τη φίλη του.
40 χρόνια, μετά, ο Νίκος, οικογενειάρχης, κινηματογραφιστής και καθηγητής σκηνοθεσίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ξεκινά να πάει στον σταθμό Λαρίσης για ν’ ανέβει στην συμπρωτεύουσα, όπως κάνει κάθε εβδομάδα. Όμως δεν είναι μια συνηθισμένη νύχτα. Την επομένη ορκίζεται για την προαγωγή του στην ανώτερη βαθμίδα διδασκαλίας -«εξέλιξη» στην ακαδημαϊκή ορολογία. Στο παρά πέντε, αποφασίζει να πείσει τον πατέρα του να ταξιδέψουν μαζί. Να κάνουν τη βόλτα που πάντα επιθυμούσε ο κύριος Αντρίκος, να επισκεφθούν με την ευκαιρία και τους εκεί συγγενείς τους.
Θα είναι και για τους δύο μια βόλτα γεμάτη θύμησες, άλλοτε όμορφες κι άλλοτε πικρές, εξομολογήσεις και απολογισμούς που θα σκαλίσουν λάθη κι ενοχές. Ένα ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων θαρρείς για τον γέροντα, λαμπερών και σκοτεινών, μια χαρά ανείπωτη για τον ξεναγό, κι ας γκρινιάζει που και που ο μπαμπάς. Και για τον Περικλή Χούρσογλου, εδώ σε μια καθαρά βιωματική φιλμική κατάθεση, μια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει το δικό του ήθος ως άνθρωπος, γιος, πατέρας, σύζυγος, καλλιτέχνης, δάσκαλος. Όχι ξέχωρα αλλά όλα μαζί, κάτι που κατά κανόνα ισχύει για τους δημιουργούς που ταυτίζουν τη ζωή με το έργο τους.
Ακόμη, τούτος ο αλά «Άγριες Φράουλες» περίπατος παρέα με τον «κύριο με τα καφέ», θα σταθεί, μέσα στην απλότητά του, η έμπνευση για τον σκηνοθέτη του «Λευτέρη Δημακόπουλου» να παίξει με τον ρεαλισμό, τα πρόσωπα, τους χώρους, το φως. Ευρηματικά -πρόκειται σίγουρα για την πιο ευφάνταστη ταινία στη φιλμογραφία του- και μόνιμα στην υπηρεσία της σφιχτής δραματουργίας, από την οποία τίποτα δεν περιττεύει, σταγόνα λίπους δεν ξεχειλίζει.
Ευθυγραμμισμένοι μ’ αυτή την οικονομία, και μακριά από τον θεατρίζοντα νατουραλισμό, είναι ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, ένας ηθοποιός που ενδύεται φυσικά νομίζεις, χωρίς κόπο, τους εκάστοτε κινηματογραφικούς του ρόλους, και ο βετεράνος του σύγχρονου ελληνικού σινεμά Βασίλης Κολοβός, στα μάτια του οποίου καθρεφτίζονται με ακρίβεια όλα τα ανομολόγητα συναισθήματα και των δύο. Η χημεία είναι αφοπλιστική.
Ο υπογράφων δε θα πει τίποτα παραπάνω για αυτό το προσωπικό «8½» του Περικλή Χούρσογλου (ο Φελίνι και η Τζουλιέτα του πάνε κι έρχονται στην αφήγηση, σε άμεσες αναφορές). Παρά θα ομολογήσει πως, κόντρα στην εγκράτεια που οφείλει να έχει κάθε επαγγελματίας θεατής απέναντι και στις πιο δύσκολες συγκινήσεις, εδώ τον πήραν τα ζουμιά.
Ρόμπυ Εκσιέλ
Αλευρίνο του Νίκου Αλευρά
Αισθήσεις-έρωτας-επανάσταση. Το τρίπτυχο πάνω στο οποίο έστηνε πάντα τις αυτοαναφορικές ταινίες του ο Νίκος Αλευράς, βέβαιος πως λύση για όλα είναι η σωστή λειτουργία και ικανοποίηση των ενστίκτων. Το 1984, τούτα τα ένστικτα προκάλεσαν μεγάλο πρόβλημα στην τότε κρατική τηλεόραση, όταν η πρώτη μεγάλου μήκους σάτιρά του, «Πέφτουν οι Σφαίρες Σαν το Χαλάζι… κι ο Τραυματισμένος Καλλιτέχνης Αναστενάζει» (1977), σκανδάλισε το τηλεοπτικό κοινό του Σαββατόβραδου που περίμενε φιλμ πολεμικό ελέω τίτλου και αντ’ αυτού είδε τον γενειοφόρο σκηνοθέτη-ηθοποιό να βυζαίνει ως μωρό με πάνες το στήθος μιας γυναίκας. Χιλιάδες τηλεφωνήματα διαμαρτυρίας και μαύρο στην ΥΕΝΕΔ για τρία τέταρτα λόγω τεχνικού δήθεν κολλήματος, που ακολουθήθηκαν τις επόμενες μέρες από μαζικές καρατομήσεις στο κανάλι.
Στο ίδιο μοτίβο που κινήθηκαν και οι επόμενες ταινίες του, όπως το «Ερωτικά Μαθήματα Για Επαναστατική Δράση» ή το «Χαιρετίσματα στην Ευρώπη ή Klain Main Puts», για να ανατρέξουμε στις πιο πρόσφατες, κινείται και η νέα του «Αλευρίνο», με υπότιτλο «Το Σπέρμα του Σύμπαντος». Που θεωρεί εαυτόν ο ίδιος ο 75χρονος κινηματογραφιστής, καινούργιο σωματίδιο που ανακαλύφθηκε μετά το νετρίνο λόγω μόνιμης όρεξης και υπερκινητικότητας, διανοητικής και σεξουαλικής.
Κι έχει αρχικά μια στοιχειώδη πλάκα να τον παρακολουθείς να υποδύεται με καρναβαλικού τύπου μεταμφιέσεις δεκάδες ρόλους, από επιστήμονες και καλόγριες μέχρι όλους τους φίλους του (με τους οποίους συνομιλεί σε ένα συριανό μπαλκόνι) και τον υπαστυνόμο που τον διώκει (ονόματι Καυλαντώνης!). Είναι έτσι ρυθμισμένο το στριφογύρισμα γύρω από τον εαυτό του που μπορεί και να ξεχνάς σε στιγμές πως πρόκειται για τον ίδιο. Όμως για πόσο να αντέξεις το κήρυγμα, τα τσιτάτα (αρχαιοελληνικά κυρίως) και το ασταμάτητο πηγαινέλα ενός ανθρώπου που ενορχηστρώνει τα άγχη του σε ένα κολάζ από χειροποίητα σκετσάκια; 127 λεπτά; Μπα... 7; Χμμ…
Ρόμπυ Εκσιέλ
Γυάλα του Κωνσταντίνου Φραγκούλη
Ένα φλου υποκειμενικό με την εικόνα ενός άντρα σε κοντρ πλονζέ και τη φωνή του να λέει κάτι για την ασθενή και τη μνήμη της, πως χρειάζεται χρόνος για να συνέλθει. Η Φωτεινή συνέρχεται τελικά σε μια απομονωμένη παράκτια έπαυλη, αλλά δε θυμάται τίποτα για την ταυτότητά της. Ο Χρήστος της συστήνεται ως νοσοκόμος προσληφθείς από τον αδελφό της, στο σπίτι του οποίου υποτίθεται πως αναρρώνει. Και τής υπόσχεται πως θα περνά καθημερινά να της φέρνει τα απαραίτητα και να παρακολουθεί την υγεία της. Της δίνει και μια γυάλα με χρυσόψαρο, της δικής του εκλιπούσης αδελφής, λέει, για παρέα.
Ποια είναι τελικά η Φωτεινή, και ποιος ο Χρήστος; Και η φωνή του αδελφού της στον τηλεφωνητή, που λέει πως βρίσκεται στην Κίνα για δουλειά, είναι πραγματική; Είναι αληθινή και η κοπέλα που εμφανίζεται στο σπίτι και τής λέει να έρθει μαζί; Ή μήπως ένα φασματικό προϊόν του διαταραγμένου μνημονικού της; Και γιατί ο Χρήστος, ενώ έχουν μετά από μέρες γνωριστεί λίγο καλύτερα, της μιλάει ξαφνικά σαν να συναντώνται για πρώτη φορά;
Στο πρώτο μισό της παρθενικής μεγάλου μήκους δουλειάς του Σαμιώτη μικρομηκά Κωνσταντίνου Φραγκούλη, το μυστήριο στήνεται επιδέξια, και συντηρεί το ενδιαφέρον για την εξέλιξη. Η οποία, ωστόσο, όσο προχωρά η δράση, τόσο πιο δαιδαλώδης γίνεται, και χωρίς τελικά κανέναν λόγο πέρα από εκείνον του «σε δουλειά να βρισκόμαστε», καθώς μέχρι να φθάσουμε στη λύση του φινάλε έχει ήδη αφαιρεθεί από τον επίδοξο χαρακτηρισμό του ψυχολογικού θρίλερ οτιδήποτε ψυχολογικό, είτε το θύμα αφορά είτε τον θύτη. Μένει να δούμε τί θα έκανε στο μέλλον ο σκηνοθέτης με ένα πιο ακριβές και ουσιαστικό σενάριο, ίσως όχι απαραίτητα δικό του.
Ρόμπυ Εκσιέλ
Η Περιπέτεια του Βλέμματος του Δημήτρη Αθανίτη
Μια διαδοχή από σεκάνς, ατμόσφαιρες, εντάσεις. Διαφορετικής αισθητικής μεταξύ τους, που επικοινωνούν και συνδιαλέγονται με συνδετικούς κρίκους τους άξονες, φευγαλέες λέξεις, βλέμματα. Βλέμματα που γεφυρώνουν ιστορίες και ήρωες, σαν τη μία, κοινή γλώσσα. Καθοδηγητής τους μία αφήγηση voice over, ενδοσκοπική και ταυτόχρονα θεωρητική: του σινεμά, του βλέμματος.
Μετά από μια πορεία στο ελληνικό σινεμά πάντα αυτόνομη και πεισματάρικη, ο Δημήτρης Αθανίτης φτιάχνει ένα δοκίμιο αυτή τη φορά, σύντομο, 75 λεπτών, αναζητώντας την ουσία του - δικού του - σινεμά. Τα πλάνα που ενώνονται παράλληλα μεταξύ τους είναι σκηνές από τις δικές του ταινίες, μικρές ενέσεις ανάμνησης για το κοινό που γνωρίζει τη φιλμογραφία του και τι συγκινητικό, απελευθερωτικό σχεδόν, να βλέπεις τη Λένα Κιτσοπούλου ως τσαλακωμένη μούσα στο «Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο» το 1997.
Ταυτόχρονα, η αφήγηση ψάχνει κι επεξηγεί, πώς το σινεμά παίρνει στοιχεία από τον πραγματικό κόσμο, ή από άλλους κόσμους, της δημιουργικής φαντασίας και φτιάχνει ένα νέο σύμπαν, μια νέα πραγματικότητα, ένα νέο βλέμμα. Που γεννιέται στο βλέμμα του δημιουργού αλλά συναντιέται μ' ένα άλλο βλέμμα, όχι του ήρωα ή του ηθοποιού, αλλά του θεατή και της αντίληψής του. Που είναι απόν γιατί δεν απεικονίζεται στην ταινία, όμως τη φιλτράρει, τής προσθέτει στοιχεία, την αξιολογεί. Η εικόνα μου είναι η εικόνα που έχουν αποκτήσει για μένα οι άλλοι, θα πει εξομολογητικά ο αφηγητής.
Κι έτσι η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη, μετά από δέκα κινηματογραφικές καταθέσεις, είναι ένα δοκίμιο όχι γενικώς για το σινεμά, παρότι αυτό θα ήταν σίγουρα ενδιαφέρον, αλλά για το δικό του σινεμά, την αντανάκλαση του δικού του βλέμματος και του δικού του πορτρέτου στον καθρέφτη της κινηματογραφικής ιστορίας. Απόλυτα και ακομπλεξάριστα αυτοαναφορικό, μια ανάλυση της τέχνης του κινηματογράφου μέσα από μόνο το δικό του έργο, ένα έτοιμο essay για όταν γίνει ένα αφιέρωμα στο σινεμά του, με τη δική του υπογραφή.
Λήδα Γαλανού
Μινόρε του Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα
Σε ένα παραθαλάσσιο μέρος αγνώστων λοιπών στοιχείων αποβιβάζεται ένας ναύτης με… διακριτικό το μπουζούκι που κουβαλάει μαζί του και μια φωτογραφία ενός άντρα. Δεν είναι ο πιο περίεργος άνθρωπος που θα συναντήσει κανείς εκεί γύρω, αφού το νησί κατοικείται από μελαγχολικούς ρεμπέτες, ιδιόρρυθμες ξενοδόχους, γυμνόστηθα αγόρια που χορεύουν, μποντιμπιλντεράδες με αρχαία σπαθιά, γιαγιάδες που βλέπουν σπλάτερ όνειρα, ταξιτζήδες με άποψη και «αθάνατους» παπάδες σε ένα ανεξάντλητο μωσαϊκό χαρακτήρων που διασχίζει όλη τη διαδρομή μέχρι το αλλόκοτο, πριν το πραγματικά αλλόκοτο συμβεί.
Αυτό θα είναι μια σειρά από σεισμικές δονήσεις, μια πυκνή ομίχλη που απλώνεται παντού και μια δύναμη που κάνει τους νεκρούς νεκροζωντανούς, ένα σημείο μηδέν όπου τα όνειρα, οι εφιάλτες και η πραγματικότητα δεν έχουν πια διαχωριστικές γραμμές.
Προερχόμενο ήδη από μια μακρά παράδοση ταινιών που δοκιμάζουν και δοκιμάζονται σε πολλαπλούς φόρους τιμής στα αμερικάνικα b-movies των 50s, αλλά και γνήσιος απόγονος μιας (κι όμως) ελληνικής παράδοσης που έχει ως κορωνίδα την «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά» του Πάνου Χ. Κούτρα και διαπερνά και το 1 και το 2 «Κακό» του Γιώργου Νούσια, αλλά και λιγότερο ή περισσότερο συμπαγείς απόπειρες πάνω στο σινεμά είδους που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια, το «Μινόρε» πρωτοτυπεί στην υφή και την αναπάντεχη σύνθεση που επιχειρεί, αλλά δεν καταφέρνει παρά να σκιαγραφήσει την ταινία που θα ήθελε να είναι.
Εχοντας ως πυρήνα το b-movie και ανακατεύοντας genres, αναφορές, τον Λάβκραφτ και την «Ομίχλη» του Στίβεν Κινγκ, μαζί μια ισχυρή δόση φιλμ νουάρ, λίγο από ελληνικό μελόδραμα του ‘60 και την εν είδει μιούζικαλ αφιέρωσή του στο ρεμπέτικο, το «Μινόρε» έρχεται να αναπληρώσει σε επίπεδο παραγωγής, φωτογραφίας και εν γένει κατασκευής το σταθερά φιλόδοξο κινηματογραφικό όραμα του Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα - αυτό που είχε προδοθεί από την έλλειψη πόρων στον επίσης mash-up ειδών και αναφορών «Χειμώνα» του, δέκα χρόνια πριν.
Υπάρχει μια γοητεία σε αυτό το μέρος που φωτίζεται σαν ένα απόκοσμο όνειρο, ποτισμένο από τη μελαγχολία μιας νοσταλγικής εικονογραφίας και με το βλέμμα στραμμένο σε μια λαϊκή κωμωδία που ξεδιπλώνεται με όρους πρωτίστως σινεφιλικούς. Και είναι στιγμές που η κατασκευή του «Μινόρε» ξαφνιάζει με την ποπ αισθητική που αναδύεται μέσα από γνώριμα ελληνικά μοτίβα που ξεκινούν από τον Τσαρούχη και φτάνουν στον Νίκο Φώσκολο σε μια τοιχογραφία που μοιάζει να έρχεται από έναν άλλο κόσμο και έναν άλλο χρόνο.
Οσο όμως η ατμόσφαιρα ικανοποιεί με όση αυξημένη τεχνική αρτιότητα και αρκετό χειροποίητο fun τις ορέξεις ενός αδηφάγου για mash-ups κοινού μεταμεσονύκτιας κατανάλωσης, τόσο η κυρίως εκτέλεση αφήνει ανικανοποίητη την ανάγκη για μια ενορχηστρωμένη σάτιρα που αντί να περιγράφει το αστείο, τον τρόμο και την πολυαναμενόμενη συνάντηση τους, θα μπορούσε απλά να σε κάνει να γελάς και να τρομάζεις... στην πραγματικότητα. Σαν σχόλιο σε κάτι που δεν αγγίζει ουτε την κοινωνική κριτική αλλά ούτε και την εκ νέου ανάγνωση των αγαπημένων κλισέ του είδους, το λιγότερο διασκεδαστικό από όσο μοιάζει «Μινόρε» δεν φτάνει ποτέ στο κέντρο βάρους του, ισχνά περιδινούμενο γύρω από κρύα αστεία, αμήχανη πρόζα και επαναλαμβανόμενες σκηνές που οδηγούν γρήγορα σε ένα fade out του αρχικού ενθουσιασμού για κάτι ξέφρενα πρωτότυπο.
Μανώλης Κρανάκης
Το Καλοκαίρι της Κάρμεν του Ζαχαρία Μαυροειδή
Ελλάδα, καλοκαίρι, ήλιος, θάλασσα. Στα πλατώματα των βράχων μίας παραλίας γυμνιστών, βρίσκουν φιλόξενο απάγκιο, για δροσερές βουτιές και καυτά περιστασιακά hook-ups, γκέι νεαροί Αθηναίοι. Κάποιοι είναι ζευγάρια, κάποιοι φεύγουν ζευγάρια, κάποιοι μοναχοί κάνουν απλώς το μπάνιο τους, κάποιοι κλείνουν το μάτι, κάποιοι παίρνουν μάτι.
O Δημοσθένης κι ο Νικήτας δεν είναι ζευγάρι. Είναι κολλητοί φίλοι από τη Σχολή - σπούδασαν και οι δύο υποκριτική, ο Δημοσθένης τα παράτησε κι έγινε δημόσιος υπάλληλος, ο Νικήτας φιλόδοξος σκηνοθέτης. Έχει μάλιστα πρόταση από έναν Γάλλο παραγωγό να χρηματοδοτήσει την πρώτη μεγάλου μήκους του ταινία, με την προϋπόθεση να παραδώσει μέσα σε λίγες μέρες ένα έξυπνο treatment για μία low-budget ιδέα που θα αποτυπώνει το fun, sexy ελληνικό καλοκαίρι.
Ο Δημοσθένης του προτείνει να τη γράψουν μαζί και να εξιστορεί το καλοκαίρι που υιοθέτησε την Κάρμεν, το μικρό σκυλάκι του πρώην του. Ο Νικήτας δέχεται διστακτικά (είχαν κάνει και στο παρελθόν μία -καταστροφική για τη φιλία τους- απόπειρα να γράψουν μαζί), και οι δυο τους, εκεί στα βράχια, αρχίζουν να βάζουν σε σεναριακή σειρά μνήμες, ασυμφωνίες, χωρισμούς, πόνο, απώλειες, χαρές, one-night-stands, παρεξηγήσεις, γέλια και πίκρες από «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν». Φυσικά, κρατώντας τα πάντα fun, sexy και low budget.
Εντεκα χρόνια μετά τον ανεξάρτητο «Ξεναγό», τρία μετά το ντοκιμαντέρ «Στο Σώμα της», και δύο μετά τον «Απόστρατο», ο Ζαχαρίας Μαυροειδής επιστρέφει με ένα ευρηματικό παιχνίδι μεταφηγηματικής μυθοπλασίας: πατώντας πάνω στην ιδέα «της ταινίας μέσα στην ταινία», ο Μαυροειδής (μαζί με τον συνσεναριογράφο του Ξενοφώντα Χαλάτση) αποδομούν (ή και χρησιμοποιούν υπέρ τους) τα κλισέ και ανακατασκευάζουν την παραδοσιακή ρομαντική κομεντί στη δική τους fun και sexy ελληνική εκδοχή.
Η ανατομία των πράξεων ενός σεναρίου και οι κινηματογραφικοί κανόνες συγγραφής του παρουσιάζονται στην οθόνη αυτοσαρκαστικά, όσο οι ήρωες ξαναζούν τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού, δίνουν φωτιά σε καλά θαμμένες παρεξηγήσεις, υπερβάλουν με χαριτωμένους dramaqueenισμούς, ή επιχειρούν να κρύψουν με κωμικές αμηχανίες αυτά που ακόμα πονάνε.
Ο τόνος της ταινίας θα κρατηθεί ανάλαφρος, σαν καλοκαιρινό μαϊστράλι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μαυροειδής δεν έχει ρίξει μία καλά κρυμμένη, στιβαρή άγκυρα, στην ιστορία που θέλει να διηγηθεί. Η Κάρμεν είναι ένα σκυλάκι με σύνδρομο εγκατάλειψης, έχοντας αλλάξει πολλά χέρια και σπίτια. Αλλά με τον φόβο της εγκατάλειψης παλεύουν και οι ήρωες του. Ο Δημοσθένης με την αλμοδοβαρικά χειριστική μάνα και τον απόντα πατέρα που νιώθει ότι ποτέ δεν τον είχαν αποδεχθεί. Ο Νικήτας, από ένα μικρό ακριτικό νησί, που είχε βρει στον Δημοσθένη το δικό του έρμα, αλλά εκείνος ποτέ δεν τον είχε προτεραιότητα. Kατάλοιπα κοινωνικής απόρριψης, ανασφάλειας, lqbtq+ απομόνωσης προβάλουν διακριτικά (ποτέ με βαρύγδουπη ακτιβιστική διάθεση) ως φαντάσματα μίας αργοπορημένη ενηλικίωσης. Οι ήρωες ψάχνουν «σπίτι», όπως και η Κάρμεν,σε σχέσεις, φιλίες αλλά και την queer τους ταυτότητα.
Γιατί, αν κάτι ο Μαυροειδής λούζει με το άπλετο φως του καλοκαιρινού ελληνικού ήλιου, loud and proud, με ειλικρίνεια, ευθύτητα, χιούμορ, αλλά και μία τρυφερή, απαλλαγμένη από βάρη νορμαλιτέ, είναι η queer ταυτότητα - των ηρώων, της ταινίας. Το γυμνό ανδρικό κορμί αποκαλύπτεται άλλες φορές φετιχιστικά, στυλιστικά, καδραρισμένο και νωτισμένο από θάλασσα, ή την αλμύρα του σεξ. Κι άλλες, γιατί όταν οι άνθρωποι κάνουν γυμνισμό ή έρωτα είναι γυμνοί. Έτσι, απλά.
Κι έτσι το αποτέλεσμα είναι και fun και sexy και queer και ελληνικό και παγκόσμιο.
Πόλυ Λυκούργου
Μονοκατοικία του Ιωακείμ Μυλωνά
Ο Ζήνωνας, άνεργος 40άρης, αποφασίζει, μέσα στην απελπισία του, να διαρρήξει μια μονοκατοικία εν απουσία των ιδιοκτητών. Αφού τρωγοπίνει με το πάσο του και ανακαλύπτει περιχαρής πως έπιασε το λόττο, αποφασίζει να εγκαταλείψει την ιδέα. Ομως μια μικροκαθυστέρηση λόγω ξαφνικού εντερικού κολλήματος θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον οικοδεσπότη, συνταξιούχο αστυνομικό, ο οποίος θα τον ακινητοποιήσει σε μια πολυθρόνα με σκοπό να τον χρησιμοποιήσει ως… Σπάιντερμαν στο σεξοπαιχνίδι που ετοιμάζει με ένα call girl κι έναν φίλο του πρώηνσμηναγό.
Οι δυο τελευταίοι καταφθάνουν διαδοχικά, όπως διαδοχικά θα προστεθούν στο σκηνικό ο νταβατζής της Τσέχας πόρνης, ένας ιδιωτικός ντεντέκτιβ, μια influencer δημοσιογράφος και ένας διεφθαρμένος μπάτσος. Ο κόσμος πληθαίνει τόσο εντός των θυρών, σε αναλογία με τις κλιμακούμενες συναλλαγές, τους εκβιασμούς και τους φόνους, όσο και εκτός, με όλο και περισσότερους αγανακτισμένους να περικυκλώνουν την οικία ενόσω τα βιντεάκια της στυγνής ρεπόρτερ αυξάνονται σε χτυπήματα.
Από την πείνα ενός κακομοίρη στα βίτσια ενός γερολιγούρη, κι από κει σε ένα μακελειό ολκής ορισμένο από τα παιχνίδια εξουσίας, όπου τα νήματα δεν κινεί πλέον κανένας άλλος νόμος πέρα από κείνον της δημαγωγίας του viral, λέει ο Κύπριος σκηνοθέτης Ιωακείμ Μυλωνάς, δίνοντας σάρκα και οστά σε ένα πρόσφατο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μητσοτάκη. Και το κάνει, παρότι πρωτοεμφανιζόμενος, με τη σύνεση ενός βετεράνου που ξέρει καλά πώς, πού και πότε ακριβώς θα τοποθετήσει τους μηχανισμούς αποστασιοποίησης (κατάμαυρο χιούμορ, γραφικήβία, κεφάλαια με τίτλους) ώστε η σκέψη του θεατή να μην ακυρώνεται στιγμή από το θυμικό του.
Κανέναν δε λυπάται αυτή η ελεύθερη, τρόπον τινά, διασκευή της «Νύχτας των Ζωντανών Νεκρών», που βάζει τον ανθρωποφαγικό κλοιό να σφίγγει μέσα κι έξω από τους τοίχους ενός κλειστού χώρου και τα ζόμπι της σκανδαλοθηρίας, τα ισχυρότερα όλων, να περιφρονούν ακόμη και την εξουσία της φύσης. Κανέναν πλην του ταλαίπωρου, δαρμένου, αιμόφυρτου Ζήνωνα που όσο πιο ανελέητα κοπανιέται από τον έναν και τον άλλον τόσο περισσότερο αμφιβάλλει αν θα ζήσει να χαρεί τα κέρδη του. Απορία, πόνος και απόγνωση που συνοψίζονται έξοχα στο πρόσωπο του Μάκη – «Τσίου» – Παπαδημητράτου, ιδανικού ενσαρκωτή όλων των λαχείων που επιφυλάσσει τούτη η σπαρταριστή κωμωδία φρίκης.
Ρόμπυ Εκσιέλ
Επαγγελματίας Υπνοβάτης του Βασίλη Ραΐση
Ο Άγγελος ανήκει σε μια ομάδα φιλόδοξων αλλά αποτυχημένων μεσήλικων ποιητών. «Χαραμοφάηδων», όπως τους αποκαλεί η μάνα του, που κάθε εβδομάδα τους τραπεζώνει και ακούει τις μεγαλόστομες φανφάρες τους.
Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα όμως, η φαρμακευτική αγωγή του Αγγελου δρα καταλυτικά στο υποσυνείδητό του. Στον ύπνο του παραμιλά. Ξεστομίζει εύστοχους χρησμούς για το μέλλον ανθρώπων που βλέπει στα όνειρα του, ενώ ταυτόχρονα, το κάνει μέσω στίχων, συμβολισμών, ποιημάτων που είναι εντελώς άλλης ποιότητας από τα αποτυχημένα δικά του.
Η μάνα του στήνει μία επικερδή επιχείρηση (πλασάροντας τον ως την «Πυθία» της γειτονιάς) και οι εκδότες θέλουν τα ποιήματα του. Τι μπορεί να πάει στραβά; Ο Βασίλης Ραΐσης («Ιστορίες Χωρίς Χρόνο», «Η Τελευταία Φάρσα») κατασκευάζει μία επιτηδευμένα μπουφόνικη κωμωδία με losers ήρωες, τοποθετημένους σε μια Ελλάδα του παραλογισμού, που κι ο ίδιος την κοιτά με λοξή, φαρσική ματιά.
Όλα αυτά, εξαιρετικά καλοδεχούμενα. Όμως, ακόμα κι αν η πρόθεση ήταν για κάτι «χειροποίητο», οι αξίες παραγωγής, τα στησίματα, η φωτογραφία, οι ερμηνείες (αυτόφωτη εξαίρεση η πάντα στιβαρή Ελένη Γερασιμίδου) εδώ μοιάζουν ερασιτεχνικές, πρόχειρες. Σαν σπουδαστικό πρώτο πείραμα. Ακόμα και οι ωραίες ιδέες που ακολουθούν το σινεμά του absurdism χάνονται στην εκτέλεση, με την ταινία τελικά να υπνοβατεί ανάμεσα στην παρωδία και την γελοιότητα.
Πόλυ Λυκούργου
METS των Λάκη & Αρη Ιωνά (The Callas)
Η Αθηνά, παντρεμένη και μητέρα ενός μικρού κοριτσιού ζει σ’ ένα διαμέρισμα στο Μετς. Η Αθηνά μοιάζει με την Αθήνα του lockdown - ενώ δεν είναι μόνη, είναι ξαφνικά έρημη, άδεια, κλειδωμένη σε μία άλογη πραγματικότητα που δεν την χαρακτηρίζει. Βαριέται.
Και η Ελσα βαριέται. Κι εκνευρίζεται από την μοναξιά της - βγαίνει στους ερημωμένους δρόμους και κάνει βόλτες - κάτι που πιάνει το βλέμμα της Αθηνάς από το παράθυρο της. Αποφασίζει να την ακολουθήσει και μία ιδιότυπη σχέση ξεκινά.
Oι The Callas –Λάκης & Αρης Ιωνάς («The Great Eastern», «Lustlands», «Sick») φιλοτεχνούν μέσα στην πανδημία, μία ταινία που δεν είναι για την πανδημία. Αντίθετα, πατά στην πόλη-φαντασμα συμβολικά, ως σκηνικό, ως πλαίσιο μίας πολύ ευρύτερης αστικής μοναξιάς. Μίας μοναξιάς που κάποτε κρυβόταν στη βαβούρα της πόλης, αλλά τώρα, μετά τον εγκλεισμό των κατοίκων της, εκείνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Πρωταγωνίστρια. Οι Callas τοποθετούν τις δύο ηρωίδες τους ως αντικατοπτρισμό η μία της άλλης. Η Αθηνά, παρόλη την αγάπη της για την οικογένεια της, θέλει να ξανανιώσει ελεύθερη, αδέσμευτη από υποχρεώσεις, έφηβη. Η Ελσα, παρόλη την επαναστατική προκλητική νιότη της, λαχταρά κάπου να ανήκει. Οι ανασφάλειες, οι φόβοι, ο τρόμος «της ζωής που έχασαν» «της ζωής που δεν έζησαν», τα «θέλω αλλά δεν μπορώ» τους στοιχειώνουν τη σχέση και τα βλέμματα τους.
Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν κατοικεί στην οθόνη με βαρύγδουπη σοβαροφάνεια. Αντιθέτως, υπάρχει μία λοξή ματιά στον τρόπο που οι Callas κοιτούν τη γειτονιά τους, τη χώρα, τη ζωή. Παρόλο που το θέμα της ταινίας είναι σοβαρό, μελαγχολικό, η κωμωδία (absurd, μαύρη) ξεπροβάλει αιφνίδια, ακομπλεξάριστα - είτε μέσα από απίστευτες ατάκες («δεν πέθανα ακόμα»), ή από guest cameos που λειτουργούν ως κλείσιμο ματιού.
Η Βάσω Καβαλιεράτου αγκαλιάζει το εύρημα των Callas τολμηρά, με εμπιστοσύνη, με μία μελαγχολία που λάμπει. Η Νάνσυ Μπούκλη μεταμορφώνεται σε ζωντανή, παλλόμενη πρόκληση, με σπίθα και ορμή.
Πρωταγωνίστρια όμως είναι η ομορφιά, το στιλ. Η αισθητική των Callas σε κάθε κάδρο που τοποθετεί σε άψογες γεωμετρίες την ηρωίδα τους σε διαμερίσματα, ταράτσες, δρόμους, γκαράζ με το κόκκινο κραγιόν της να δηλώνει πεισμωμένη ζωή μέσα στο θάνατο. Οι μουσικές που ξεσηκώνουν τη διάθεση μας σε μία ποπ ελαφρότητα που νικά τον εγκλεισμό - τον χορεύει. Το παιχνίδι στην ενδυματολογία, τη χρωματική παλέτα, την ίδια την αφήγηση - όλα δηλώνουν αυτό ακριβώς. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι, κι ας τη χαρούμε. Οποιο φύλλο κι αν μάς έχει μοιράσει.
Πόλυ Λυκούργου
Dolls of Dresden του Αλέξη Τσάφα
Αγγίζει πολλά και καίρια θέματα η νέα ταινία του Αλέξη Τσάφα. Από τη μία τοποθετεί στο κέντρο της ιστορίας του την ερωτική σχέση δύο γυναικών και μιλάει για το γυναικείο σώμα και την διαρκή αγωνιώδη, ιστορικά και οικουμενικά, απελευθέρωση του. Από την άλλη θίγει με σχεδόν ακτιβιστικό τρόπο το μεγάλο ζήτημα της υιοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών. Ακόμη όμως και πέρα από αυτά, κάνει μια ταινία για τη μνήμη, ξεδιπλώνοντας σε δύο διαφορετικούς χρόνους (κι άλλους ανάμεσα) μια ιστορία αναζήτησης, μια ιστορία ταυτότητας, μια ιστορία που διαπερνά την Τέχνη και τη ζωή πριν καταλήξει να γίνει μια εν είδει σύγχρονη αρχαία τραγωδία «ανεβασμένη» στο μεγάλο θέατρο του σύγχρονου κόσμου.
Ηρωίδες της ταινίας είναι δύο γυναίκες, η Aννα, μια δημοσιογράφος ενός περιοδικού πόλης που ζει στη Θεσσαλονίκη. Και η Λοφίλια, μια καλλιτέχνης από τη Δρέσδη που προκαλεί θόρυβο με κάθε νέα περφόρμανς με κεντρικό στοιχείο το σώμα και το body painting. Η σχέση τους θα γεννηθεί σε μια καθοριστική στιγμή και για τις δύο, καθώς η καθεμία για τους δικούς της λόγους, θα νιώσει πως ήρθε η στιγμή να αφηγηθεί σωστά την ιστορία της και να αναζητήσει την πραγματική ευτυχία. Μαζί, ακόμη και όταν η Άννα είναι μόνη της, θα φτάσουν μέχρι το τέλος του νήματος μιας μεγαλύτερης ιστορίας και από τη δική τους.
Είναι ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ο Αλέξης Τσάφας μπλέκει το προσωπικό με το συλλογικό, διασχίζει δύσκολα μονοπάτια (από τα κατάλοιπα του Ναζισμού και τη συντηρητικοποίηση της εποχής μας μέχρι την τύχη των ομόφυλων ζευγαριών) και φιλοδοξεί με αυτήν την ταινία να δώσει στίγμα για τον ψυχισμό των γυναικών, ηρωίδων πάντοτε εμβληματικών στην ιστορία αυτού του κόσμου. Μόνο που τα υλικά του τον προδίδουν διαρκώς: ο στομφώδης τρόπος με τον οποίο περνάει τα μηνύματα του, οι ατελέσφορες συζητήσεις γύρω από την Τέχνη που μοιάζουν με ένα - με το ζόρι - μάθημα που σου κάνει κάποιος στο σχολείο, οι πραγματικά αδύναμες ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστριών του και η έλλειψη κάποιας δραματικής κορύφωσης που θα έκανε μια πραγματικά συγκινητική ιστορία να σε συγκινήσει, σε οδηγούν στο τέλος του ταξιδιού, αλλά ποτέ σίγουρο για τη διαδρομή μέσα από την οποία έφτασες εκεί.
Μανώλης Κρανάκης
ΞΕΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ
Ο Ραψωδός του Νικολάι Χάμελ
Για πολύ ώρα μέσα στον «Ραψωδό», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Νικολάι Χάμελ γραμμένη από τον ίδιο και τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο ο οποίος και πρωταγωνιστεί, δεν είσαι σίγουρος για το τι βλέπεις: μια κοινωνική σάτιρα παραδοξοτήτων, ένα κινηματογραφικό παράλογο, κάτι ανάμεσα σε μια απόπειρα ελληνικού Γκάι Ρίτσι και μια πρόβα - πριν γίνει ταινία - ταινίας ή τελικά κάτι που επιμένει αταξινόμητα χωρίς ωστόσο να ξέρει το γιατί.
Προσπαθώντας κανείς να περιγράψει την υπόθεση θα βρεθεί μάλλον αβοήθητος, καθώς ο πρωταγωνιστής της ταινίας με το όνομα… Αίσωπος, αφηγείται σε ένα φίλο του σε ένα καφέ μια σειρά από ιστορίες που έχουν σαν κέντρο τους μια συμμορία που εξαπατά αναξιοπαθούντες υπόσχοντάς τους θαύματα. Η αφήγηση διακόπτεται και στον παρόντα χρόνο αλλά και μέσα στο χρόνο της αφήγησης, συνεχίζεται σε άλλο σημείο, δημιουργώντας έτσι ένα επάλληλο σύμπαν από ιστορίες, ήρωες που ενώνονται και μια διαρκή αίσθηση ότι όλο αυτό που παρακολουθείς ή βρίσκεται στο μυαλό κάποιου ή είναι μια τριπαρισμένη εκδοχή της πραγματικότητας.
Ό,τι και να είναι δεν δείχνει να λειτουργεί. Και σίγουρα δεν λειτουργεί ούτε ως μια σάτιρα πάνω στην ελληνική κοινωνία - καθώς από διακριτικά μέχρι και… διδακτικά θίγει καίρια ζητήματα ξενοφοβίας, ρατσισμού και ομοφοβίας, ούτε ως μια αλληγορία πάνω σε μια εποχή που όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν λύσεις στα πάντα από ένα θαύμα ακόμη και αν αυτό είναι τερτίπι ενός απατεώνα, ούτε φυσικά ως ένα ξέφρενο (που θα ήθελε) δοκίμιο πάνω στην τέχνη της αφήγησης ή ακόμη και των ρόλων που υποδυόμαστε στο μεγάλο θέατρο της ζωής.
Ακαθόριστο και διάσπαρτο σε τόσα πολλά μέρη που δεν μπορεί παρά σε στιγμές να συγκρατήσει την προσοχή του θεατή, με αστεία που λειτουργούν σε πολύ μικρότερο ποσοστό από όσο ίσως έμοιαζαν όταν γράφτηκαν, με έναν τόνο που μοιάζει κωμικός και τρελός, αλλά τελικά δημιουργεί περισσότερο θόρυβο από ένα διαυγές τοπίου παραλογισμού και ερμηνείες που ίσως κάθε μία ξεχωριστά έχει πιάσει το νόημα αυτού που περίπου είναι η ερμηνευτική οδηγία, αλλά όλες μαζί μοιάζουν να παίζουν σε τελείως διαφορετικό volume σε μια παράφωνη άρρητη ενορχήστρωση.
Όσο κι αν ο πάντα αφοπλιστικά εκφραστικός Προμηθέας Αλειφερόπουλος προσπαθεί να σηκώσει ολόκληρη την ταινία στους ώμους του, η παραγωγή που προδίδει έλλειψη πόρων, η αισθητική (χειροποίητη) σύγχυση και οι μόνο ελάχιστες χαριτωμένες στιγμές που σε κάνουν να χαμογελάς, τον αφήνουν μόνο του - σταθερό για όσο μπορεί - στο κέντρο ενός σεναριακού, σκηνοθετικού και νοηματικού χάους.
Μανώλης Κρανάκης
Φωνές Βαθιά (Voices in Deep) του Τζέισον Ραφτόπουλου
Aθήνα, 2015. Ο Τάρεκ κι ο μικρός του αδελφός Ζαΐντ έχουν φτάσει στην Ελλάδα με βάρκες. Η γραφειοκρατία καθυστερεί κι ο Τάρεκ για να κρατάει τον μικρό ασφαλή και χορτάτο δέχεται την πρόταση ενός Έλληνα προαγωγού: θα τους προσφέρει τροφή και στέγη, αλλά ο Τάρεκ θα δουλέψει για αυτόν. Βέβαια το κύκλωμα είναι επικίνδυνο και πρόσφυγες βρίσκονται καθημερινά δολοφονημένοι, αλλά ο Ταρέκ δεν έχει άλλη λύση.
Και η Μπόμπι είναι σε αδιέξοδο. Πρώην δύτης του Ναυτικού της Αυστραλίας, έφτασε στην Ελλάδα για να προσφέρει τις υπηρεσίες της και να διασώζει πρόσφυγες από τους πνιγμούς στο Αιγαίο. Όλα όσα βίωσε όμως της προκάλεσαν βαθύ τραύμα. Τώρα το μόνο που θέλει είναι να πουλήσει τα παράνομα αλιευμένα μύδια που κουβαλά στο μίνι βαν της και να επιστρέψει στην πατρίδα της. Μόνο που στην πορεία γνωρίζει την Γκλόρια, μία Ελληνίδα που έχει ζήσει τη δική της τραγωδία στη θάλασσα.
Ο ελληνικής καταγωγής Αυστραλός, Τζέισον Ραφτόπουλος («West of Sunshine»), συνυπογράφει το σενάριο με τον συμπατριώτη του Αλκίνοο Τσιλιμηδό («Silent Partner») κι ενώ βρίσκεται χιλιάδες μίλια μακριά επιτυγχάνει να αποτυπώσει ξεκάθαρο το συλλογικό μας τραύμα από το καλοκαίρι του 2015.
Η απόρριψη του «ξένου», και η ταυτόχρονη εκμετάλλευση του, η διαφθορά που βρίσκει γόνιμο έδαφος στη σιωπή μιας τρομαγμένη κοινωνίας, τα φαντάσματα ανθρώπων και συνειδήσεων που στοιχειώνουν τα βαθιά μας νερά,
Με ελλειπτική αφήγηση (τίποτα δεν εξηγείται αναλυτικά) και σκηνοθεσία που περισσότερο επιθυμεί να σε κάνει να νιώσεις, παρά να δεις, ο Ραφτόπουλος κρατά τους ήρωες του σε απόσταση. Δεν τους πλησιάζει, δεν τους χαρίζει κοντινά. Οι ιστορίες τους είναι οι αφορμές για να κοιτάξουμε την μεγάλη εικόνα. Οι αποφάσεις και οι (μη) επιλογές τους είναι αποτελέσματα των ιστορικών μας συνθηκών. Όχι του χαρακτήρα τους.
Οι Έλληνες χαρακτήρες μάλιστα, εκτός από την Γκλόρια, είναι κρυμμένοι στις σκιές. Γιατί από εκεί εκτελούν τα σκοτεινά τους παιχνίδια - μουλωχτά, στην ασφάλεια μίας διεφθαρμένης συστημικής κάλυψης. Κι αυτούς θα τους παρατηρούμε από μακριά, γιατί αυτό κάνουμε και στην πραγματική ζωή. Έχουμε τόσο συνηθίσει στην μπαναλιτέ του κακού, που δεν το κοιτάμε καν.
Αν υπάρχει μία αδυναμία στην ταινία είναι ότι αυτή η αφαιρετική της προσέγγιση στην εξιστόρηση μπορεί να μην ιντριγκάρει τον θεατή - να μη βρει σημείο επαφής, σύνδεσης. Πρέπει να είσαι ανοιχτός στο να ακούσεις τις φωνές από τα βάθη της θάλασσας, και της ιστορίας, για να ανατριχιάσεις. Διαφορετικά γυρίζεις κανάλι, γυρίζεις πλευρό, ξαναπέφτεις σε μούδιασμα και λήθη.
Πόλυ Λυκούργου
Το 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα διεξαχθεί φέτος από τις 2 έως και τις 12 Νοεμβρίου 2023. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και στο λογαριασμό του στο Instagram.