Οταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους στην επίσημη πρεμιέρα του νέου αριστουργήματος του Μάρτιν Σκορσέζε «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» στο φεστιβάλ των Καννών, οι 2,300 θεατές του Palais des Festivals ξέσπασαν σ' ένα ενθουσιώδες standing ovation που κράτησε 9 λεπτά.
Ολα τα φώτα ήταν πάνω στον μάστερ, δικαιωματικά. Ολοι οι ψίθυροι όμως, όλα τα τεντωμένα κεφάλια, όλα τα χαμόγελα έκπληξης και περιέργειας είχαν άλλη κατεύθυνση. Την πρωταγωνίστριά του. «Ποιο είναι αυτό το κορίτσι; Πώς τη λένε; Θα πάει σίγουρα για Οσκαρ...»
Κι αν όντως βρεθεί στην πεντάδα των υποψηφίων, θα γράψει Ιστορία: θα είναι η 4η γηγενής ηθοποιός που κερδίζει οσκαρική υποψηφιότητα. Και αν ανοίξει ο φάκελος κι ακούσει το όνομά της, η πρώτη που κερδίζει Οσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου.
Διαβάστε κι αυτό: Η ιστορική οσκαρική καμπάνια της Λίλι Γκλάντστοουν για τους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού»
Η 37χρονη Λίλι Γκλάντστοουν είχε σηκωθεί διστακτικά από την καρέκλα της, με παρότρυνση του συμπρωταγωνιστή της Λεονάρντο Ντι Κάπριο (ο οποίος είναι ίσως κι ο μεγαλύτερος θαυμαστής της) και κοιτούσε την αίθουσα με αυτό το ήσυχο, βαθύ, καθηλωτικό βλέμμα που φώτιζε και κάθε σκηνή της στην ταινία. Γήινη, ταπεινή και μεγαλειώδης ταυτόχρονα, μέσα στο haute couture φόρεμά της, αλλά με τα ινδιάνικα σκουλαρίκια της φυλής της να καδράρουν το πρόσωπό της - σαν χειραψία.
Ομως, η αυθεντικότητα της ερμηνείας της ως «Μόλι Μπέρκχαρτ», μία από τις χιλιάδες δολοφονημένες γυναίκες της φυλής Osage (ώστε να καρπωθούν οι λευκοί σύζυγοί τους την πλούσια σε πετρέλαιο γη τους) δεν σταματούσε στα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Οσο σε όσα κουβαλούσε αυτό το βλέμμα. Μπορεί η ίδια να μην είναι απόγονος των Osage (ο πατέρας της κατάγεται από τις φυλές των Blackfeet και Nez Percé, η μητέρα της είναι λευκή), αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα 11 της χρόνια στον καταυλισμό των Blackfeet - από όπου αναγκάστηκαν να φύγουν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. «Πόσο απαίσια εμπειρία τα προάστια» θα δήλωνε αργότερα. «Εκεί ο καθένας ήταν κλεισμένος σπίτι του. Στον καταυλισμό ήμασταν όλοι μαζί...»
Στις συνεντεύξεις που ακολούθησαν του μεγάλου μπαμ, η Γλάντστοουν αποκάλυπτε σταδιακά την προσωπικότητά της - απαντούσε αργά, με σαφήνεια, με άποψη που είχε την ίδια καθαρότητα, την ίδια ρίζα που έβλεπες και στα μάτια της. Η γιαγιά της της είχε μιλήσει για τους Osage, η προφορική παράδοση είναι ακόμα δυνατή ανάμεσα στις φυλές, ήξερε για την τύχη αυτών των γυναικών από μικρή.
Ηθελε να γίνει μπαλαρίνα και να ακολουθήσει τα χνάρια της Μαρία Ταλτσίφ, που ήταν η πρώτη γηγενής αμερικανίδα πρίμα μπαλαρίνα. Κι ήταν Osage. Το άκουσμα της φρικιαστικής ιστορίας που λεγόταν μόνο στόμα με στόμα, της προκάλεσε θλίψη και οργή.
Με τις «Certain Women» Κέλι Ράιχαρντ και Κρίστεν Στιούαρτ στο Σάντανς
Πριν 3 χρόνια η Γλάντστοουν ήταν έτοιμη να παρατήσει την ηθοποιία. Είχε τελειώσει με υποτροφία την σχολή Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Μοντάνα (με κατεύθυνση την υποκριτική και τη σκηνοθεσία).
Και είχε διανύσει ήδη μία πρώτη τροχιά μιας δεκαετίας γύρω από την μεγάλη οθόνη - από το ντεμπούτο της σ' έναν μικρό ρόλο δίπλα στον Μπενίσιο Ντελ Τόρο στο «Jimmy P», μέχρι τις συνεργασίες με την αγαπημένη της Κέλι Ράιχαρντ στα «First Cow» και «Certain Women» (όπου είχε κι εκεί κλέψει τα βλέμματα), μέχρι το τηλεοπτικό «Reservation Dogs» το 2021.
Ομως η πανδημία και το lockdown της είχαν ξυπνήσει τον τρόμο της επιβίωσης της εργαζομένης ηθοποιού - μία free lancer δουλειά για γερό στομάχι. Είχε αποφασίσει λοιπόν να αποσυρθεί από το επάγγελμα και να ακολουθήσει την άλλη μεγάλη της αγάπη: τις μέλισσες. Είχε κάνει αίτηση στο Υπουργείο Περιβάλλοντας για μία δουλειά με την οικολογική κατεύθυνση της προστασίας των μελισσών που τα τελευταία χρόνια κινδυνεύουν να αφανιστούν από τη χρήση φυτοφαρμάκων και από την μαζική καταστροφή του περιβάλλοντος.
Ομως πήρε ένα μήνυμα: «Ο κύριος Σκορσέζε θα ήθελε ένα ΖΟΟΜ μίτινγκ μαζί σου». Κι όλα τα υπόλοιπα αποτελούν ιστορία. «Δεν υπήρξε καν ακρόαση, ούτε ανάγνωση μαζί μου» ομολογεί ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο. «Ο Μάρτιν είδε κάτι στα μάτια της που τον έπεισε κατευθείαν. Είχε βρει την Μόλι. Και είχε δίκιο. Η Λίλι είναι η καρδιά και το πνεύμα όλης της ταινίας».
Ο ίδιος ο Σκορσέζε ομολογεί ότι αυτό που είδε ήταν το πόσο αβίαστα, πόσο νατουραλιστικά η Γλάντστοουν κουβαλά την κληρονομιά της. «Δεν γνώριζε μόνο τι είχε συμβεί στις γυναίκες Osage, κουβαλούσε τον πόνο για όσα είχαν συμβεί στις γυναίκες Osage...»
«Στις φυλές μας κυριαρχεί η βαρύτητα της παράδοσης» εξηγεί η Γλάντστοουν. «Οχι ιστορικά, ή λαογραφικά. Οχι μόνο γιατί αγωνιούμε να διατηρήσουμε, γενιά με γενιά, το αποτύπωμα της ταυτότητάς μας. Αλλά γιατί θεωρούμε ότι οι πρόγονοί μας παραμένουν ζωντανοί μέσα από εμάς. Κι αυτή είναι η κληρονομιά μας...»
«Μεγάλωσα μέσα σε μια κοινότητα. Με μεγάλωσαν άνθρωποι που δεν με άφησαν ποτέ να ξεχάσω ότι πάντα εκπροσωπώ την κοινότητά μου. Κι όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά και τους προγόνους μου. Δεν είμαι Osage, αλλά δεν υπάρχει και απόγονος καθαρά μίας φυλής. Είμαστε 500 καταγεγραμμένες φυλές και υπάρχουν άλλες 200 που δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένες...»
«Είμαστε όλοι ημίαιμοι. Νομίζω όμως ότι αυτό ισχύει και για εσάς τους λευκούς. Κανείς μας δεν είναι "καθαρά" κάτι. Είμαστε απόγονοι μια ιστορίας. Είμαστε αποτελέσματα συνεύρεσης, ανταλλαγής, επιρροής, αγάπης ανάμεσα σε φυλές. Και θέλω να είμαι ένας χάρτης που να αποτυπώνει όλες μου τις καταγωγές...»
Ισως όλα αυτά τα σημάδια στο χάρτη να ριζώνουν γερά τα πόδια της στο χώμα, τις ερμηνείες της στην οθόνη, το βλέμμα της σ' αυτή την ήρεμη δύναμη. Σαν να ξέρει περισσότερα από εμάς, σε κάθε της σκηνή. Σαν να κοιτάει τον «Eρνεστ», τον σύζυγό της που ερμηνεύει ο Ντι Κάπριο, με μία μειλίχια αναγνώριση για την αφέλειά του. Και μετέπειτα με μία γεναιόδωρη μελαγχολία για τη μοίρα της. Σαν να του την κάνει δώρο. Σαν να είναι η ίδια η μάνα Γη που εμπιστεύτηκε τους ανθρώπους κι εκείνοι την λεηλάτησαν.
Μετάνιωσε ποτέ που δεν έσωσε τις μέλισσες; «Οχι. Κατάφερα να ξεσκεπάσω τους δολοφόνους, διαφορετικά...» δήλωσε χαμογελώντας.
«Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» κυκλοφορούν στις αίθουσες από την Feelgood