Εν μέσω πανδημίας μας λείπουν τα μεγάλα events, με διεθνές, μάλιστα, χρώμα. Και να που ένα ελληνικό ντοκιμαντέρ τα καταφέρνει να το δημιουργήσει. Για την πρεμιέρα του «Latin Noir» του Ανδρέα Αποστολίδη (πρώτη προβολή στις 19 Ιανουαρίου, 20.00, στο Γαλλικό Ινστιτουτο), έρχεται στην Αθήνα ο Περουβιανός Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής και, φυσικά, από τους αστέρες του αστυνομικού της μυθιστορήματος. Διότι το ντοκιμαντέρ του Αποστολίδη σ’ αυτό ακριβώς αναφέρεται, το «λάτιν νουάρ» και ευρύτερα, όπως φαίνεται και από τον πλήρη τίτλο του, στην «Λατινική Αμερική μέσα από το αστυνομικό της μυθιστόρημα».
Δεν πρέπει να υπάρχει φίλος του λογοτεχνικού είδους που να μην γνωρίζει πολλά ή λίγα για το «λάτιν νουάρ» με το τόσο χαρακτηριστικό στυλ του, διαφορετικό και ιδιαίτερο μέσα στο πλήθος των αστυνομικών μυθιστορημάτων ανά τον κόσμο - κάθε χώρα και το δικό της «εθνικό» προϊόν. Στην Ελλάδα, χάρη στις εκδόσεις «Αγρα» και «Καστανιώτη», έχουν κυκλοφορήσει ουκ ολίγα λάτιν νουάρ. Εκτός από τον Ρονκαλιόλο, εξίσου διάσημοι είναι και οι άλλοι τέσσερις συγγραφείς που συμμετέχουν στο ντοκιμαντέρ του Αποστολίδη, ανεβάζοντας στα ύψη την λάμψη, αλλά και την ουσία του: ο περίφημος Κουβανός Λεονάρδο Παδούρα, ο πολυαγαπημένος στην Ελλάδα Χιλιανός Λούις Σεπούλβεδα που πέθανε από κορωνοϊό τον Απρίλιο του 2020 στην Ισπανία, ο εκρηκτικός Μεξικανός Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ και η Αργεντινή Κλαούντια Πινιέιρο.
Ο Ανδρέας Αποστολίδης παίζει κυριολεκτικά στα δάκτυλα το θέμα της ταινίας του. Βρίσκεται στα νερά του. Είναι ο ίδιος συγγραφέας πολλών αστυνομικών μυθιστορημάτων και μεταφραστής ακόμα περισσοτέρων, ενώ η σχέση του με το σινεμά είναι επίσης γερή με πολλά ντοκιμαντέρ στο ενεργητικό του -αυτή την εποχή συνυπογράφει με τους Γιούρι Αβέρωφ και Αλέξανδρο Μερκούρη την σκηνοθεσία της ήδη πολυσυζητημένης μίνι σειράς ντοκιμαντέρ του Στάθη Καλύβα, «Καταστροφές και Θρίαμβοι», στο ΣΚΑΙ. Το θέμα του «Λάτιν Νουάρ» είναι, όμως, σύνθετο και δύσκολο. Η Λατινική Αμερική δεν είναι δα και το Σικάγο της ποτοαπαγόρευσης ή η σοσιαλδημοκρατική Σκανδιναβία του Νέσμπο, εκεί κυλούσε μέχρι πρόσφατα αίμα από χούντες και επαναστάσεις. Γι’ αυτό και η δουλειά του Αποστολίδη, σε σενάριο και σκηνοθεσία, εντυπωσιάζει ακόμα περισσότερο. Λιτότητα ώριμη και καίρια. Ρυθμός νευρώδης. Πλούσια κινηματογραφικά ντοκουμέντα. Και, το ξαναείπαμε, λόγος από τους σταρ συγγραφείς βαθύς και επεξεργασμένος.
Για τους λάτρεις του «Λατιν Νουάρ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αγρα» κι ένα ομώνυμο δοκίμιο του Ανδρέα Αποστολίδη, ακόμα πιο πλούσιο και εξωνυχιστικό.
©Aris Rammos
Πώς γεννήθηκε η λατρεία σας για το αστυνομικό μυθιστόρημα, έχετε ακριβώς καταλάβει γιατί το «αστυνομικό», αμερικάνικο, ευρωπαικό, λατινοαμερικάνικο, έγινε ο κόσμος σας;
Σπουδάζοντας σκηνοθεσία, αρχές της δεκαετίας του 1970, το μεταπολεμικό φιλμ νουάρ ήταν το αγαπημένο μου είδος, μαζί με τη γαλλική νουβέλ βαγκ. Με ενδιέφερε, όμως, στη συνέχεια να ερευνήσω τον συγγραφικό κόσμο πίσω από αυτές τις ταινίες. Στην Ελλάδα, αρχές της δεκαετίας του 1980, υπήρχε σκοτάδι για τη λογοτεχνική πλευρά στο έργο συγγραφέων όπως ο Τσάντλερ και ο Χάμετ. Κι όταν ασχολήθηκα σχετικά, έπρεπε να μεταφράσω ο ίδιος πολλά αποσπάσματά τους. Ετσι πέρασα το κατώφλι της μετάφρασης. Το γενικότερο ενδιαφέρον, πάντως, για το είδος είχε να κάνει με την ατμόσφαιρα της παράνομης δράσης στα χρόνια της δικτατορίας.
Ζούμε, όντως, μια παγκόσμια άνθιση της αστυνομικής λογοτεχνίας -αν είχε, βέβαια, ποτέ περάσει κρίση. Ιδιαίτερη αίγλη έχει το σκανδιναβικό (Nordic) νουάρ, συνεχώς νέοι συγγραφείς προτείνονται και στην Ελλάδα. Σας αρέσει, αλήθεια, το nordic noir; Και γιατί σας τραβάει ιδιαίτερα το latin noir;
Προσωπικά μ’ αρέσει ένα ζευγάρι Σουηδών συγγραφέων από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 (Χουέβαλ και Βαλέ) που έβαλαν τις βάσεις του είδους. Οι επίγονοι ακολουθούν την πεπατημένη. Οι τηλεοπτικές, όμως, παραγωγές, ειδικά στη Δανία και την Ισλανδία, είναι εξαιρετικές. Οι κινηματογραφικές μεταφορές της τριλογίας του Στιγκ Λάρσον έδωσαν την ευκαιρία να μεταφραστούν σκανδιναβικά αστυνομικά στα αγγλικά και να σπάσουν το φράγμα της εθνικής αγοράς. Εχουν συχνά πλούσια δράση, αλλά τα μοτίβα είναι επαναλαμβανόμενα: θύματα νεαρά κορίτσια, διαρκές πένθος και θύτες που έχουν κακοποιηθεί στα παιδικά τους χρόνια. Το latin noir έχει μεγαλύτερο λογοτεχνικό βάθος, καθώς σχετίζεται με το boom της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας τη δεκαετία του 1960 (Κορτάσαρ, Φουέντες, Μαρκές, Γιόσα και, φυσικά, Μπόρχες), που άνοιξε το δρόμο σε όλων των ειδών τις αφηγήσεις.
Λεονάρδο Παδούρα ©Daniel Mordzinski
Πρέπει να το παραδεχτούμε ότι, όσο κορυφαίοι συγγραφείς κι αν υπηρέτησαν το latin noir (και με πιάνει δέος μπροστά σε αυτούς που μιλάνε στην ταινία σας), δεν μοιάζει να εχει σήμερα, κι εδώ, αλλά και διεθνώς, τόση απήχηση στο πλατύ, κλασικό αναγνωστικό κοινό του ειδους. Θα 'λεγα πρόχειρα ότι είναι πολύ πολιτικοποιημένο, πολύ «ιστορικό», πιο απαιτητικό, συνήθως. Εσείς τι λέτε, ποια είναι η ιδιαιτερότητα του Latin noir;
Η εμβέλεια του Latin noir είναι σχετική με την εμβέλεια της ισπανικής γλώσσας και κατά δεύτερο λόγο με την εκδοτική εμβέλεια χωρών της Λατινικής Αμερικής στην Ισπανία και την ισπανόφωνη Βόρεια Αμερική. Eπειτα, σχετίζεται με το βαθμό μετάφρασής του στα αγγλικά. Και η μετάφραση είναι περιορισμένη. Διεθνής παραγωγή έχει γίνει μόνο η τετραλογία του Παδούρα , «Four Seasons in Havana], στο Νetflix. Eνας από τους λόγους, που γύρισα το ντοκιμαντέρ, επιδιώκοντας μια διεθνή τηλεοπτική συμπαραγωγή, ήταν ακριβώς για να κατοχυρωθεί το είδος στο ευρύ κοινό και τους ειδικούς.
Λούις Σεπούλβεδα ©Daniel Mordzinski
Πώς εξηγείται η αριστερή ματια του Latin noir; Πώς εξηγείται η έκρηξη του νουάρ σε χώρες με τόσο δύσκολη, αντιδημοκρατική πολιτική ζωή;
Οι συγγραφείς του είδους σχεδόν όλοι υπήρξαν στα νιάτα τους στρατευμένοι στα πολιτικά κινήματα του '60 και '70. Μετά από διώξεις, εξορίες, αποτυχίες ιδεολογικές και προσωπικά αδιέξοδα στράφηκαν στη λογοτεχνία και στα αστυνομικά μυθιστορήματα μεταφέροντας το στυλ του hardboiled, του «σκληρού» αφηγήματος των ΗΠΑ, στο νότο. Η παραβολή χρησίμευσε συχνά ως τακτική για την αποφυγή της λογοκρισίας.
Η αριστερά συνήθως άλλου είδους λογοτεχνία προωθεί. Διδακτική, προπαγανδιστική και τα γνωστά. Μιλήστε μας λίγο για το τόσο ενδιαφέρον παράδειγμα του κουβανέζικου νουάρ. Τι έκανε, πώς διέγραψε τη δική του αυτόνομη, αντικαθεστωτική εν πολλοίς διαδρομή;
Το «σκληρό» αστυνομικό του Τσάντλερ και του φιλμ νουάρ προϋποθέτει ένα χαρακτήρα αντισυμβατικό. Στην Κούβα μετά την επανάσταση πριμοδότησαν ένα είδος αστυνομικού, που θα μάθαινε το κοινό πώς να είναι πιστό στο νέο καθεστώς. Και ήταν βαρετό, διότι όλα ήταν προβλέψιμα, οι καλοί και ο κακοί ήταν γνωστοί εκ των προτέρων. Ο Λεονάρδο Παδούρα αντέστρεψε τα δεδομένα. Ο ήρωάς του ανήκε στο καθεστώς, αλλά δεν δίσταζε να θίξει τις παρανομίες ,που μπορεί να διέπρατταν κρατικά ή κομματικά στελέχη. Και κάποια στιγμή παραιτήθηκε για να γίνει παλαιοπώλης και επίδοξος συγγραφέας.
Σαντιάγο Ρονκαλιόλο ©Daniel Mordzinski
Η ταινία σας διαθέτει τέσσερους τουλάχιστον «σταρ» της παγκόσμιας λογοτεχνιας: τον Κουβανό Παδούρα, τον Περουβιάνο Ρονκαλιόλο, τον Χιλιανό Σεπούλβεδα και τον Μεξικανό Τάιμπο. Εχουν συνείδηση ότι ανήκουν στο ίδιο λογοτεχνικό ρεύμα; Και τι μπορεί να συνδέει τον επαναστάτη-ακτιβιστή Τάιμπο και τον κομμουνιστή Σεπούλβεδα με τον απογοητευμένο Κουβανό Παδούρα αλλά και τον νεότερο όλων, τρομοκρατημένο από το μαοϊκό «Φωτεινό Μονοπάτι» Ρονκαλιόλο;
Οταν ξεκίνησαν να γράφουν δεν είχαν σχέση μεταξύ τους. Η επικοινωνία Μεξικού, για παράδειγμα, και Αργεντινής ή Χιλής εκδοτικά ήταν ανύπαρκτη. Το σημείο γνωριμίας και συνάντησης ήταν το ετήσιο φεστιβάλ βιβλίου Σεμάνα Νέγρα (Μαύρη Εβδομάδα) που διοργάνωσε ο Πάκο Ιγκνάθιο Τάιμπο στη Χιχόν της Ισπανίας το 1988 και έκτοτε διεξάγεται ανελλιπώς. Δεν υπήρχαν κανόνες, δεν υπήρχε «προγραμματική διακήρυξη», ένα κοινό μόνο παρελθόν, το οποίο τους αποκαλύφθηκε σταδιακά μέσα από το φεστιβάλ - πανηγύρι της Χιχόν.
Μιλήστε μας λίγο και για τους ήρωες (ντετέκτιβ, αστυνομικούς, εισαγγελείς κλπ) του Λάτιν Νουάρ. Πώς χειρίστηκαν το πρόβλημα οι συγγραφείς σε χώρες που η εξουσία (και η αστυνομία και η δικαιοσύνη) ήταν δολοφονικές και διεφθαρμένες;
Οι κεντρικοί ήρωες του Latin noir είναι ιδιωτικοί ντετέκτιβ, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, γενικά άτομα εκτός του κρατικού μηχανισμού και πολύ σπάνια αστυνομικοί (πάλι διεφθαρμένοι). Η αστυνομία αποτελεί μέρος του «κακού» και η δικαιοσύνη δεν αποδίδεται σχεδόν ποτέ, σε αντίθεση με το Nordic noir, όπου οι πρωταγωνιστές είναι αστυνομικοί, που επιβάλουν το καλό, παρότι οι ίδιοι έχουν διαλυμένη κατά κανόνα προσωπική ζωή. Νότια, όμως, του Ρίο Γκράντε η πραγματικότητα είναι διαφορετική και τα εγκλήματα τα διαπράττει ή τα συγκαλύπτει το ίδιο το κράτος.
Κλαούντια Πινέιρο©Daniel Mordzinski
Tο Latin noir έχει ένδοξο παρελθόν. Εχει, όμως, μέλλον τώρα, που λίγο πολύ οι δικτατορίες πέθαναν; Πώς μπορεί να εξελιχθεί; Εχετε στο ντοκιμαντέρ μια ενδιαφέρουσα Αργεντινη συγγραφέα, την Κλαούντια Πινιέιρο, που δεν την ήξερα, και γράφει για το σήμερα.
Η θεματολογία του αλλάζει. Από το 2001, με την μεγάλη οικονομική κρίση στην Αργεντινή αρχικά, η προσοχή μετατοπίζεται στα εγκλήματα που πυροδοτεί ή σχετίζονται με αυτήν. Ομως, το στυλ της γραφής παραμένει το ίδιο, οι περισσότεροι νέοι συγγραφείς διατηρούν την επαφή με τους πειραματισμούς στην αφήγηση και την αναφορά των ηρώων ή των αφηγητών στα βιβλία που διαβάζουν και θέλουν να τα ζήσουν, όπως ο Δον Κιχώτης.
Τι θέλετε να καταφέρετε με την ταινία σας; Εγώ ένοιωσα την ανάγκη να πέσω με τα μούτρα σε τίτλους και συγγραφείς, που μου έχουν ξεφύγει.
Ηθελα να πετύχω μια γέφυρα ανάμεσα στα βιβλία και την οθόνη, ήθελα να τοποθετήσω τους συγγραφείς και το έργο τους μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που τους καθόρισε. Να προλάβω να μιλήσουν, καθώς μεγαλώνουν, και να δείξω διεθνώς μια συνολική εικόνα του Latin noir, αφού ένα ανάλογο ντοκιμαντέρ δεν είχε ξαναγίνει. Και να γράψω ένα σχετικό βιβλίο· το ντοκιμαντέρ δεν μπορεί να υποκαταστήσει μια λογοτεχνική μελέτη που είναι εξίσου απαραίτητη.
Πώς γυρίσατε την ταινία; Σε ποια μέρη πήγατε; Ηταν δύσκολο να εξασφαλίσετε αρχεία, ντοκουμέντα, και, το κυριώτερο, τους συγγραφεις-σταρ;
Η αφετηρία μας ήταν η Σεμάνα Νέγρα και η Χιχόν. Εκεί ζούσε εξάλλου και ο Λουί Σεπούλβεδα. Μετά, το επίκεντρο των γυρισμάτων ήταν η Πόλη του Μεξικού και το Μπουένος Αϊρες. Η δουλειά του αρχείου κρατάει χρόνια. Η ταινιοθήκη του Μεξικού έγινε συνεργάτης. Ο Αλέξης Γρίβας, εμβληματικός διευθυντής φωτογραφίας στο μεξικάνικο σινεμά, έθεσε στη διάθεσή μας το υλικό, που είχε τραβήξει στη Χιλή λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα του Πινοτσέ. Οι συνεντεύξεις συγγραφέων, που πήραμε μαζί με τον Κρίτωνα Ηλιόπουλο (μεταφραστή του Τάιμπο), είναι πάνω από είκοσι πέντε. Ρόλο συνεκτικού κρίκου στην όλη αφήγηση παίζει ο καθηγητής του Σέφιλντ Φίλιπ Σουόνσον, ειδικευμένος στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και τα αστυνομικά της. Η τελική επιλογή για το ντοκιμαντέρ ήταν πέντε συγγραφείς και πέντε πόλεις: Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο (Πόλη του Μεξικού), Λεονάρδο Παδούρα (Αβάνα), Λουί Σεπούλβεδα (Σαντιάγο), Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (Λήμα), Κλαούντια Πινιέιρο (Μπουένος Άιρες). Μαζί τους δεν υπήρχε καμία δυσκολία επικοινωνίας, ήμασταν συνάδελφοι.
Στην πρεμιέρα της Τετάρτης, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, αμέσως μετά την προβολή θα ακολουθήσει συζήτηση με τη συμμετοχή του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, του Πέτρου Μάρκαρη και του Ανδρέα Αποστολίδη (συντονισμός Μικέλα Χαρτουλάρη). Η ταινία, από τις 20 Ιανουαρίου, θα παίζεται στον Δαναό, αλλά και σε Θεσσαλονίκη, Βόλο, Αμαλιάδα και Κυκλάδες.