«Ποια ελληνική ταινία σου άρεσε πιο πολύ: η "Αγέλη Προβάτων" ή τα "Μαγνητικά Πεδία";»
Η παραπάνω (αθώα) ερώτηση διατυπώθηκε αυτολεξεί στο φετινό 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης από έναν θεατή προς έναν κριτικό κινηματογράφου. Μέσα στις ελάχιστες λέξεις της κρύβει όλη την αμηχανία που προκαλεί εδώ και χρόνια το επονομαζόμενο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, το τμήμα δηλαδή του συνόλου των ελληνικών ταινιών που προβάλλονται στο Φεστιβάλ και οι οποίες τελικά κατηγοριοποιούνται με κανένα άλλα κριτήριο εκτός από το ότι είναι ελληνικές.
Το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, στη μορφή που έχει σήμερα, ξεκίνησε το 2016. Περιλαμβάνει ταινίες σε πρώτη προβολή, ταινίες από Ελληνες του εξωτερικού και ταινίες που έχουν ήδη κάνει την πρεμιέρα τους σε σε κάποιο άλλο ελληνικό φεστιβάλ. Σε αυτές τις τρεις κατηγορίες δεν περιλαμβάνεται το σύνολο της παραγωγής, καθώς υπάρχουν ταινίες που δεν έχουν υποβληθεί ποτέ στο Φεστιβάλ και ταινίες που έχουν «κοπεί» από το Φεστιβάλ (μετά τη γνώμη μιας γνωμοδοτικής επιτροπής). Επίσης, μέρος των ταινιών αυτών, αποκλειστικά από το τμήμα των ταινιών σε πρώτη προβολή, συμμετέχουν στα τρία (από φέτος) διεθνή διαγωνιστικά προγράμματα του Φεστιβάλ: το κυρίως Διεθνές Διαγωνιστικό, το τμήμα «Γνωρίστε τους Γείτονες» και το τμήμα «Film Forward».
Οπως έχουμε επισημάνει πολλές φορές, όσο μπερδεμένο κι αν μοιάζει το παραπάνω σχήμα, η επιλογή του Φεστιβάλ ήταν η καλύτερη πίσω στο 2016, αφού σύμφωνα με το νόμο, το Φεστιβάλ οφείλει να προβάλλει το ελληνικό σινεμά και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να αμφισβητήσει την έτσι κι αλλιώς πολυπρισματική στήριξη του Φεστιβάλ στην ελληνική παραγωγή μέσα από τις δράσεις της Αγοράς.
Η παραφωνία ξεκινάει και τελειώνει στο αποτέλεσμα.
Διαβάστε ακόμη: Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ελληνικές ταινίες του 62ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Οπως έχουμε ήδη επισημάνει ήδη από την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη χρονιά του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, τα προβληματικά σημεία του είναι τα κριτήρια με τα οποία ταινίες «περνούν» ή «κόβονται» στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ, δεύτερον η μειωμένη ορατότητα των ταινιών που κάνουν την πρεμιέρα τους στη Θεσσαλονίκη και τρίτο η εικόνα που τελικά στέλνει στο εσωτερικό και το εξωτερικό το εν λόγω (τύπου) πανόραμα του ελληνικού σινεμά.
Τα ερωτήματα παραμένουν από χρόνο σε χρόνο αναπάντητα.
Ως τι προβάλλεται μια ταινία στη Θεσσαλονίκη; Προβάλλεται ως μέρος ενός ελληνικού πανοράματος της ετήσιας παραγωγής; Προβάλλεται ως ενδεικτική της ελληνικής παραγωγής και άρα καλύτερη από αυτές που έχουν κοπεί; Προβάλλεται ως ισάξια με τις επιλογές του υπόλοιπου προγράμματος του Φεστιβάλ και άρα δεν έχει σημασία η εθνικότητά της;
Και γιατί προβάλλεται μια ταινία στη Θεσσαλονίκη; Γιατί αξίζει να τη δει το κοινό; Για να βρει διανομέα; Για να ξεκινήσει την ενδεχόμενη διεθνή της καριέρα σε Φεστιβάλ, αφού μπορεί να ενδιαφέρει κάποιον από τους προγραμματιστές διεθνών Φεστιβάλ ή εκπροσώπων εταιριών διεθνών πωλήσεων που βρίσκονται στο Φεστιβάλ; Για να δημιουργήσει hype για ότ(αν) θα βγει στις αίθουσες;
Εκτός από τις ταινίες που συμμετέχουν στα διαγωνιστικά προγράμματα του Φεστιβάλ και έτσι κρίνονται επί ίσοις όροις με ταινίες απ' όλον τον κόσμο και μερικές εξαιρέσεις που μπορεί να δημιουργήσουν ένα μικρό παροδικό hype τις μέρες του Φεστιβάλ, οι υπόλοιπες ελληνικές ταινίες κάνουν μια πρεμιέρα σε μια αίθουσα του Φεστιβάλ (συνήθως τη μοναδική γεμάτη της καριέρας τους) και εξαφανίζονται, πριν εμφανιστούν ξανά κάποια στιγμή στο ανύποπτο μέλλον για μεμονωμένες προβολές σε κάποιο σινεμά που θέλει να συμπληρώσει πρόγραμμα ή και ξανά ποτέ.
Ταυτόχρονα, Ελληνες και ξένοι θεατές μπορεί να πληρώσουν για να δουν μια πολύ κακή ελληνική ταινία ή οι μόνες ελληνικές ταινίες που θα δουν στο φεστιβάλ θα είναι δύο μέτριες ελληνικές ταινίες, βγάζοντας άδικα συμπεράσματα για το ελληνικό σινεμά. Ειδικά φέτος με επιπρόσθετη αμηχανία που προκάλεσε ο μεγάλος αριθμός υβριδικών (πειραματικών;) ταινιών, με ενδιαφέρον και μη. Και εκεί έρχεται να προστεθεί η (και μεγαλώνει...) λίστα των ανεξάρτητων βραβείων που δίνονται στις ελληνικές ταινίες που δεν αντιπροσωπεύουν (και συχνά ούτε αντικατοπτρίζουν) το χαρακτήρα του Φεστιβάλ, δίνοντας λανθασμένη εντύπωση στους θεατές που δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν ούτε τα τμήματα του Φεστιβάλ, ούτε τον «ανεξάρτητο» χαρακτήρα των βραβείων.
Ο απλός θεατής, αλλά και όποιος διαβάζει τα βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - χωρίς φυσικά να έχει παρακολουθήσει τις ταινίες - δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στα επίσημα βραβεία του Φεστιβάλ, αυτά δηλαδή που δίνονται από καθορισμένες επιτροπές επιλογής του Φεστιβάλ και τα ανεπίσημα βραβεία του Φεστιβάλ, αυτά δηλαδή που δίνονται από διάφορους θεσμούς όπως η ΕΡΤ και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ιδρύματα και ενώσεις κριτικών κινηματογράφου.
Με τον ίδιο όμως τρόπο που ο θεατής συγκρίνει τις ελληνικές ταινίες απλά επειδή παίζονται στη Θεσσαλονίκη, έτσι θεωρεί πως τα «Καλάβρυτα 1943» βραβεύθηκαν από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και πως το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη του Φεστιβάλ πήρε ο Γιώργος Γούσης για τα υπέροχα «Μαγνητικά Πεδία». Τα «Καλάβρυτα 1943» βραβεύθηκαν από μια επιτροπή φοιτητών (που παρεπιπτόντως έμειναν στο αντιφασιστικό μήνυμα της ταινίας, ξεχνώντας ότι πρωτίστως οφείλουν να κρίνουν κινηματογραφικά), ενώ ο Γιώργος Γούσης πήρε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου κι όχι από το Φεστιβάλ που δεν έχει βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη σε κανένα διαγωνιστικό του τμήμα.
Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Μεγάλη. Οσο πιο θολή είναι η εικόνα του ελληνικού σινεμά προς το θεατή και τον κόσμο που παρακολουθεί τα πεπραγμένα του χωρίς να γνωρίζει λεπτομέρειες γύρω από αυτό, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η ήδη δύσκαμπτη σχέση των δύο, που παραμένει ένα από τα μεγάλα διαχρονικά ζητούμενα. Τα βραβεία που θεωρητικά μοιάζουν να ενισχύουν το ελληνικό σινεμά, καταλήγουν επιλεκτικά, αποκλείουν ταινίες που ξαφνικά μοιάζουν σαν να μην παίχτηκαν ποτέ στη Θεσσαλονίκη και τελικά ενισχύουν την αίσθηση μιας αποσπασματικής προβολής του ελληνικού σινεμά κι όχι μιας οργανωμένης πολιτικής στήριξής του.
Κι αν η ερώτηση της αρχής απαντιέται εύκολα αφού και οι δύο ελληνικές ταινίες που μπαίνουν στο ψευτοδίλημμα - η «Αγέλη Προβάτων» του Δημήτρη Κανελλόπουλου και τα «Μαγνητικά Πεδία» του Γιώργου Γούση είναι εξαιρετικές (σε μια χρονιά με σπουδαία ντεμπούτα, όπως ακόμη το «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» της Ζακλίν Λέντζου και η «Αγία Εμυ» της Αρασέλης Λαιμού), το γνωρίζουμε όλοι πως αυτό δεν συμβαίνει πάντα.
(Το Φεστιβάλ Δράμας τόλμησε φέτος να ακολουθήσει την πρακτική μεγάλων διεθνών κινηματογραφικών διοργανώσεων και να επιβάλλει την ανακοίνωση των ανεξάρτητων βραβείων του εκτός επίσημης τελετής λήξης. κάτι που θα είναι προς όφελός του αν τηρήσει και στο μέλλον. Μήπως και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πρέπει να αρχίσει να το σκέφτεται σοβαρά;)
Το Flix βρέθηκε στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, παρακολούθησε ταινίες, έγραψε γι' αυτές και κατέγραψε την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.