Λίγα χρόνια μετά το «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», ο Δημήτρης Αθανίτης, κάθε άλλο παρά αόρατος στα ελληνικά κινηματογραφικά πράγματα, επανέρχεται με το «Invisible», που βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη, 3 Νοεμβρίου, ένα ιδιόμορφο γουέστερν, μια σκληρή ιστορία εκδίκησης ενάντια στην αδικία, στην Ελλάδα της κρίσης.
Ο ήρωας του «Invisible», ο Αρης, είναι ένας μοναχικός 35άρης, χωρισμένος, που δουλεύει σε ένα εργοστάσιο. Οταν απολύεται χωρίς καμιά προειδοποίηση, αποφασίζει να αποδώσει δικαιοσύνη ο ίδιος, καθώς νιώθει θύμα μιας ακραίας αδικίας. Ομως ο Αρης δεν είναι μόνος του. Εχει μαζί του και τον εξάχρονο γιο του. Ενα παιδί, για το οποίο ο πατέρας είναι ο κόσμος όλος. Ενα παιδί που παλεύει με τον κόσμο των μεγάλων. Ενα κόσμο αόρατο. Γι' αυτόν τον κόσμο, τον αόρατο και οδυνηρά ορατό, μίλησε ο Δημήτρης Αθανίτης στο Flix. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε και μπείτε στην ατμόσφαιρα με τις φωτογραφίες από τα γυρίσματα, με τον ίδιο, τον Γιάννη Στάνκογλου, τον διευθυντή φωτογραφίας Γιάννη Φώτου και τον Χρήστο Μπενέτση που υποδύεται τον γιο.
Διαβάστε ακόμη: Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου - Οχι τόσο σέξι, αλλά ευτυχώς ούτε «τα νέα κρατικά βραβεία»!
Το «Invisible» γεννήθηκε από οργή ή από μια διάθεση να αντιδράσεις στην κατάσταση γύρω σου;
Κι απ’ τα δύο. Οργή και αντίδραση για ό,τι συμβαίνει γύρω μας αλλά κυρίως στον παραλογισμό που μας περιβάλλει και απαιτεί να υποταχθούμε. Ο ήρωάς μου είναι ένα πρόσωπο που αρνείται να υποταχθεί.
Διαβάστε ακόμη: «Invisible» - Ενα «αστικό γουέστερν» από τον Δημήτρη Αθανίτη
Ποια ήταν η αφορμή που οδήγησε στην ταινία;
Οταν έχω τελειώσει μια ταινία, αισθάνομαι σαν να έχει φύγει επό μένα, σαν να έχει δικιά της ζωή. Το πώς ξεκίνησε, με ποια αφορμή, έχει γίνει ένα με την ύπαρξή της.Πάντα υπάρχουν δικά μου βιώματα από κάτω σαν σπινθήρες εκκίνησης, αλλά δεν είναι κάτι προφανές. Πάντως είχα και την ανάγκη μετά από έξι ταινίες με την Αθήνα σαν κρυφή πρωταγωνίστρια, να βγω από την πόλη και να κινηματογραφήσω ένα τοπίο με ευρύ ορίζοντα. Ακόμη ήθελα να γυρίσω μετά από τόσες πολυπρόσωπες ταινίες, μια ιστορία με ήρωα έναν μοναχικό ντεσπεράντο, όπως στο ξεκίνημά μου με το «Αντίο Βερολίνο».
Μοιάζει να απομακρύνεσαι από την πιο ονειρική ατμόσφαιρα των προηγούμενων ταινιών σου, πατώντας εδώ γερά στο ρεαλισμό. Ηταν μια ανάγκη; Πώς καταγράφει κάποιος μια πραγματικότητα που είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους;
Μα το «Invisible» έχει τουλάχιστον δύο ονειρικές σκηνές και μάλιστα σε σημεία-κλειδιά. Και ναι, πατάει γερά στον ρεαλισμό, όμως ο ρεαλισμός από μόνος του, δεν μου λέει τίποτα. Οπως και το αυθαίρετο φανταστικό. Το «Καμμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο» ήταν, ας πούμε, μια ταινία με ονειρικά στοιχεία, μια ταινία του φανταστικού αλλά ταυτόχρονα ισορροπούσε σε ένα ρωμαλέο, συχνά ωμό ρεαλισμό. Αυτό που με ιντριγκάρει ως σκηνοθέτη είναι ο συνδυασμός πραγματικού και φανταστικού. Η ταινία μου βουτά βαθιά στην πραγματικότητα για να μπορέσει να απογειωθεί. Το να πάρει μαζί της τον θεατή είναι το μεγάλο στοίχημα.
Καθόλου γνωστή δεν είναι η πραγματικότητα που περιγράφει η ταινία. Ο χώρος και κόσμος που περιγράφει το Invisible βρίσκεται ακριβώς δίπλα στη μητρόπολη, δίπλα στην Αθήνα. Κι όμως είναι στην ουσία άγνωστος. Αόρατος. Ωστόσο για την περιγραφή του απέφυγα την απλή καταγραφή, τα πολλά λόγια, τις γραφικότητες. Προσπαθήσαμε να ξεχωρίσουμε και να εστιάσουμε στα ουσιώδη. Από την άλλη επεδίωξα τη μεγαλύτερη δυνατή πυκνότητα και τη συνεχή ανατροπή. Ίσως γι αυτό ο θεατής δεν μπορεί ποτέ να προβλέψει το τέλος.
Αόρατοι είναι πολλοί παράλληλοι κόσμοι που υπάρχουν δίπλα μας. Αόρατη είναι η πραγματικότητά μας που τη μακιγιάρουμε με εύκολες βεβαιότητες για να μην αντικρύσουμε το πρόσωπό της.
Είναι το «Invisible» η πιο πολιτική σου ταινία; Ποιος είναι ο δικός σου ορισμός για την «πολιτική» ταινία;
Στις ταινίες μου υπάρχει πάντα αναφορά έστω και έμμεσα στο κοινωνικό περιβάλλον και στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ακόμη κι αν αυτό δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Η «Φιλοσοφία», η πρώτη μικρή μου ταινία το 1993, με αφορμή τον πόλεμο στο Σαράγεβο που είχε μόλις ξεκινήσει, μιλούσε για κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και τον Πρόεδρο να κηρύσσει πτώχευση. Τότε είχε κερδίσει το Βραβείο Φανταστικού στη Δράμα, λίγα χρόνια μετά ήταν πραγματικότητα. Οι «2000+1 Στιγμές» επιχειρούσε να σχολιάσει το μιλένιουμ με εικόνες που δημιουργούσαν το παζλ όλου του πλανήτη σε μια στιγμή ορόσημο. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να δημιουργήσω πέρα από το προφανές, το τρέχον. Δεν με αγγίζουν τα συνθήματα ούτε και τα πυροτεχνήματα. Ολα αυτά σβύνουν γρήγορα μέσα στο ψέμα τους. Η «πολιτική ταινία» συνήθως ασχολείται με την επιφάνεια. Εμένα μ’ ενδιαφέρει αυτό που υπάρχει από κάτω. Ωστόσο διάβασα ένα βιτριολικά εύστοχο σχόλιο για την ταινία, που θα το έλεγες πολιτικό: «Η αστική τάξη κοιμάται και βλέπει εφιάλτες». Πολιτική θα έλεγα ότι είναι η ταινία που στηρίζεται στο ψέμα. Απ’ αυτή την άποψη, οι πολιτικές ταινίες κυριαρχούν!
Δείτε ακόμη: Ο Δημήτρης Αθανίτης αναζητά την ευτυχία...
Γιατί επέλεξες τον Γιάννη Στάνκογλου να σηκώσει στους ώμους του την ταινία; Ποια οδηγία ήταν η κεντρική που του έδωσες για την ερμηνεία του;
Το κάστινγκ της ταινίας ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Αν και γράφαμε το σενάριο με τον Γιώργο Μακρή χωρίς να έχουμε συγκεκριμένο πρόσωπο στο μυαλό μας, ο Γιάννης ήταν η πρώτη μου επιλογή. Θέλησα να δουλέψω μ’ έναν ηθοποιό που είναι σταρ αλλά με σκοπό να τσαλακώσω την εικόνα του σε κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό. Αν ο Στάνκογλου δεν ήταν διαθέσιμος, θα έκανα ακριβώς το αντίθετο. Θα διάλεγα έναν ερασιτέχνη. Ο Γιάννης όμως είχε την αντίστοιχη διάθεση με τη δικιά μου κι έτσι προχωρήσαμε και αφέθηκε να μπει στο πνεύμα της ταινίας. Είναι ένας ταλαντούχος ηθοποιός με τρομερή δύναμη αλλά νομίζω ότι εδώ κάναμε κάτι πολύ ιδιαίτερο, μια ερμηνεία καριέρας όπως έγραψαν στο ελληνικό φεστιβάλ του Σίδνεϋ και όπως λένε τα τρία από τα μέχρι στιγμής βραβεία που έχει κερδίσει για την ερμηνεία του στο «Invisible».
Η βασική μου οδηγία ήταν να αφεθεί απόλυτα και να μπει όσο πιο βαθιά γινόταν μέσα στον ίδιο του τον εαυτό και ταυτόχρονα στο εσωτερικό του χαρακτήρα. Παράλληλα ήμουν συνέχεια δίπλα του και μέσα από μικρές υποδείξεις πάνω στο γύρισμα, χτίζαμε το ρόλο. Ο Γιάννης έχει αντίστοιχα βιώματα με τον Αρη και μπόρεσε να είναι κυριολεκτικά ο ίδιος ο χαρακτήρας. Τέλος του είχα ζητήσει να παίζει συνέχεια χωρίς διακοπή ακόμη κι όταν η κάμερα δεν τον ακολουθεί, έστω κι αν αυτό συνέβαινε σπάνια. Ομως ήταν σημαντικό.
Οι θεατές στην Ελλάδα δε μοιάζουν να έχουν αγκαλιάσει το ελληνικό σινεμά, κρίνοντας τουλάχιστον από τα εισιτήρια των πρόσφατων χρόνων. Τι νόημα έχει να κάνεις μια ταινία που θα δουν πολύ λιγότεροι από το κοινό που της αναλογεί;
Eχω πολύ ισχυρή ανταπόκριση από τις προβολές που έχουν ήδη γίνει στην Ελλάδα και μάλιστα σε έξι διαφορετικές πόλεις. Sold out οι περισσότερες, συνάντησαν ένα κοινό που έδειξε να ενδιαφέρεται άμεσα για τα πρόσωπα και την ηθική της ταινίας, στις παθιασμένες συζήτησεις μετά τις προβολές. Οντως πιστεύω κι εγώ ότι το «Invisible» θα μπορούσε να έχει ένα ευρύ κοινό. Μιλά για τη σχέση πατέρα-γιου, μιλά για τη θέση μας μέσα στον κόσμο και μιλά με μια καθαρά κινηματογραφική γλώσσα, μακρυά από απλοϊκές αναφορές στην γύρω πραγματικότητα. Αυτός είναι άλωστε κι ο λόγος που λειτουργεί το ίδιο δυνατά και σε κοινό εκτός Ελλάδος, μια και παρασύρει το θεατή σε ένα βαθύ κινηματογραφικό ταξίδι. Για μένα, αυτή είναι η μεγαλύτερη αρετή της ταινίας.
Πολιτική θα έλεγα ότι είναι η ταινία που στηρίζεται στο ψέμα. Απ’ αυτή την άποψη, οι πολιτικές ταινίες κυριαρχούν!
Τι απαντάς σε όσους πιστεύουν ότι ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει ταινίες με την κρίση, αφού τη ζει καθημερινά;
Το «Invisible» δεν είναι μια ταινία για την κρίση. Οταν ο Αρης ρωτά τον άνθρωπο που θεωρεί υπεύθυνο της καταστροφής του αν τον βλέπει, εννοεί αν υπάρχει γι αυτόν, ή αν είναι αόρατος, ανύπαρκτος. Το ίδιο ερώτημα όμως βάζει στον ίδιο τον Αρη ο εξάχρονος γιος του. Πόσο αόρατοι είμαστε; Πόσο ερήμην μας έχει προαποφασιστεί η θέση μας στον κόσμο; Εδώ βρίσκεται το θέμα της ταινίας. Και απέναντι σ’ αυτό το ερώτημα τοποθετείται με τρόπο ενστικτώδη ο ήρωας αλλά και η ηθική της ίδιας της ταινίας.
Τι αφήνει αυτή η διαρκής κρίση σαν κατάλοιπο στο ελληνικό σινεμά; Μετά από τόσα χρόνια σινεμά πού βλέπεις να οδηγείται η ελληνική παραγωγή;
Η κρίση έχει κάνει ακόμη πιο δύσκολη την παραγωγή αλλά από την άλλη έχει απελευθερώσει δυνάμεις. Είναι παράδοξο εκ πρώτης αλλά γυρίζονται όλο και πιο πολλές ταινίες. Η ελληνική ταινία μόνο όταν είναι ικανή να συναντήσει και να μιλήσει σε ένα διεθνές κοινό, μπορεί να επιβιώσει μακροπρόθεσμα. Η αλήθεια είναι ότι μόνο τότε μπορούμε να μιλάμε για σινεμά. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για κάθε εθνική κινηματογραφία.
Τι είναι «αόρατο» και όμως θα έπρεπε να ανοίξουμε τα μάτια μας διάπλατα για να το δούμε;
Αόρατοι είναι πολλοί παράλληλοι κόσμοι που υπάρχουν δίπλα μας. Αόρατη είναι η πραγματικότητά μας που τη μακιγιάρουμε με εύκολες βεβαιότητες για να μην αντικρύσουμε το πρόσωπό της.
To «Invisible» του Δημήτρη Αθανίτη βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη, 3 Νοεμβρίου, από τη New Star
Δείτε και διαβάστε ακόμη:
- «Ετσι καυλώνει ο κόσμος;» Είναι το «Οντως Φιλιούνται;» του Γιάννη Κορρέ η ταινία μιας γενιάς;
- Τα τρέιλερ των ελληνικών ταινιών της σεζόν 2016-2017 όπως παρουσίαστηκαν από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου
- O ΠΑΟΚ που αγάπησε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης σε παγκόσμια πρεμιέρα στο 57ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
- ΑΦΤΕΡΛΩΒ: Μόνο έρωτας στα γυρίσματα της πρώτης ταινίας του Στέργιου Πάσχου
- O Δημήτρης Τσιλιφώνης δηλώνει στο Flix πως το «Do Ιt Yourself» δεν είναι μόνο η πρώτη του ταινία αλλά και στάση ζωής
- Το Flix στα γυρίσματα του «Nocturne» του Κωνσταντίνου Φραγκόπουλου