Μέσα σε 10 ερωτήσεις μπορείς να καταλάβεις πολλά για τον Δημήτρη Τσιλιφώνη. Τις ταινίες που αγαπάει, τις αναφορές του, τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει τους ηθοποιούς του, την αγάπη του για την τεχνολογία, την αγωνία του για ένα σινεμά που θα ήταν ωραίο να απευθύνεται σε θεατές, τη φιλοσοφία του που ξεκινάει από το «Do Ιt Yourself», όπως είναι ο τίτλος της πρώτης του μεγάλους μήκους ταινίας και καταλήγει στο εντελώς αντίθετο...
O Δημήτρης Τσιλιφώνης στο κέντρο, στα γυρίσματα του «Do Ιt Yourself»
Τι είναι το «Do Ιt Yourself»;
Δεν ξέρω αν θυμάσαι ένα quote που έχει στην αρχή η ταινία του 1955 «Η Κάλπικη Λίρα». «Μην περιμένετε να σας διηγηθώ καμία φοβερή και περιπετειώδη αστυνομική ιστορία. Με γκανγκστερικές συμμορίες, με διαρρήξεις τραπεζών, με πυροβολισμούς και παράξενα μυστήρια. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, προς λύπην των συγγραφέων αστυνομικών μυθιστορημάτων τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν». Το «DIY» πραγματεύεται ουσιαστικά αυτό. Τις ιδέες που έχουν μερικοί wannabe Ελληνες εγκληματίες, επηρεασμένοι περισσότερο από όσο θα έπρεπε από την ποπ κουλτούρα και δυστυχώς τη στυγερή κωμική πραγματικότητα που επακολουθεί όταν όντως τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου.
Σε ποιο κινηματογραφικό είδος θα το κατέτασσες;
Αν μπορώ να δανειστώ το pattern που είχε η wikipedia πριν από καμία δεκαετία και έβαζε 10 genre δίπλα από τον τίτλο, θα έλεγα ότι το «DIY» είναι μια μαύρη crime (btw η λέξηεγκληματική απλώς ακούγεται λάθος και η λέξη αστυνομικό είναι αντίστοιχα άτοπο) κωμωδία, δράσης, με meta επιρροές και αρκετά αυτό-αναφορικά στοιχεία. Αυτό που όμως πραγματικά ευελπιστεί να είναι, είναι μια mainstream ταινία που καταρχάς περνάς καλά, αλλά δεν ξέρω, κάπου στο τέλος, σε κάποια φάση σου ίσως σου αφήνει και κάτι να σκέφτεσαι. Ναι, κάτι τέτοιο.
Πώς είναι να γυρίζεις την πρώτη σου ταινία μεγάλου μήκους στην Ελλάδα;
Σέξι! Η Ελλάδα πιστεύω πως είναι από τα καλύτερη μέρη στον κόσμο για να γυρίσει κάποιος την πρώτη του μεγάλου μήκους, πόσο μάλλον low-budget. Πολλές φορές κακώς (μερικές καλώς) τίθενται από άλλες χώρες αρκετά μεγάλοι περιορισμοί στο πώς και πόσο εύκολα μπορείς να γυρίσεις μερικά πράγματα. Η Ελλάδα είναι ίσως λίγο «ζούγκλα» στο συγκεκριμένο πράγμα και πρέπει να οριοθετείς μόνος σου το τι είναι επιτρεπτό και τι όχι. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα απολαμβάνει δύο πολύ σημαντικά προνόμια (εκτός των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών και όλων των υπόλοιπων κλασικών). Το πρώτο είναι το ότι τα συνεργεία έχουν μάθει να δουλεύουν στους απίστευτα γοργούς ρυθμούς των διαφημίσεων. Δεν υπάρχει κωλυσιεργία. Κινούνται αποτελεσματικά και γρήγορα. Επίσης, σίγουρα όταν έρχονται σε μια ταινία δεν το κάνουν για τα χρήματα, το κάνουν επειδή το αγαπάνε. (Πατάω ένα pause για να ευχαριστήσω όλο το crew εδώ πέρα, γιατί αλήθεια η εμπειρία τους και η κρίση τους με βοήθησε τόσες πολλές φορές από το να μην κάνω μαλακία κτλ. κτλ.). Το δεύτερο προνόμιο είναι οι ηθοποιοί της. Επειδή αντίστοιχα οι ηθοποιοί της Ελλάδας έχουν αναπτύξει την τεχνοτροπία τους στο θέατρο, μπορούν να εντάξουν κυριολεκτικά μπαλετικές χορογραφίες στην κινησιολογία τους, ενώ έχουν να ερμηνεύσουν ταυτόχρονα τέσσερις σελίδες διάλογο. Για μια ταινία όπως η δικιά μας, που έχει αρκετά moving masters/μονοπλάνα μέσα, για εμένα δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία.
Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Το γεγονός πως το ελληνικό σινεμά έχει μια ορμή τα τελευταία χρόνια της κρίσης βοήθησε στο να αποφασίσεις να κάνεις την πρώτη σου ταινία;
Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Σίγουρα μια τέτοια κατάσταση επηρεάζει το δημιουργικό όραμα, αλλά δεν πιστεύω πως είναι εναρκτήρια δύναμη. Οσους Ελληνεςδημιουργούς έχω διαβάσει νιώθω ότι έκαναν σινεμά (ή ήθελαν να κάνουν) πολλά χρόνια πριν από την κρίση. Προσωπικά, πιστεύω πως αυτή η ορμή έχει να κάνει πολύ περισσότερο με τη δημοκρατικοποίηση της τεχνολογίας παρά με οτιδήποτε άλλο.
Τι κάνει τη δική σου γενιά να διαφέρει από τις προηγούμενες στην πολύπαθη ιστορία του ελληνικού σινεμά;
Κοίτα, είμαι ένας από αυτούς που λένε, και καλά, πως το Internet είναι τόσο μεγάλο όσο η ανακάλυψη του τροχού ή της φωτιάς. Το πιστεύω, όντως. Εχω αρκετές θεωρίες στο πώς αυτό έχει επηρεάσει τους content creators που γεννήθηκαν στα '90s, αλλά καμία έρευνα για να το υποστηρίξω. Αρα μπορώ να σου πω αυτό που νιώθω. Σε κάθε τέχνη υπάρχει (ευγενής;) ανταγωνισμός, προσωπικά πιστεύω πως στη γενιά μου μάθαμε να ανταγωνιζόμαστε (και να θέλουμε να ξεπεράσουμε) άλλα standard, όχι ελληνικά. Τόσο επειδή αυτές ήταν οι αναφορές μας και αυτά που αγαπήσαμε, αλλά επίσης επειδή είναι αφελές να πιστεύω πως ένας θεατής όταν μπορεί να δει στο Netflix «Breaking Bad», θα προτιμήσει να δει τη δική μου ταινία. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει κανένα restriction στο τι μας επηρεάζει, τι αγαπάμε και τι θέλουμε να εξερευνήσουμε κινηματογραφικά . Σκέψου τη δυσκολία που υπήρχε πριν από 15 χρόνια στο να εξερευνήσει κάποιος ολοκληρωτικά ένα genre (π.χ. jap cinema και όλες τις ταινίες του Μιζογκούτσι ή του Σεϊτζούν Σουζούκι). Πλέον, χωρίς κανένα κόστος, μπορείς να τις δεις όλες και να βρεις καμιά δεκαριά forum στα οποία να συζητήσεις και αναλύσεις σχεδόν το κάθε πλάνο τους.
Τι ήταν πιο δύσκολο στη διάρκεια της παραγωγής; Ηταν και μια DIY παραγωγή - ακολουθώντας τον τίτλο της ταινίας;
Ο τίτλος έχει ξεκάθαρα κάτι meta μέσα του. Ημουν αρκετά deluded μια φορά και έναν καιρό, ώστε να γράψω την ιστορία να εξελίσσεται σε τρία χρόνια, γύρω στα 100 location και καμιά 600ρια εμφανίσεις έξτρας. Η ιδέα του τότε σεναρίου ήταν ένα Greek-Sopranos. Τύπου το mental-angst των wannabe Ελλήνων εγκληματιών. Προφανώς και ήταν κάτι μη- εφικτό. Μετά από αρκετά Χ να βρούμε την απαραίτητη χρηματοδότηση, σκέφτηκα αν έτσι για το γαμώτο μπορούσα να βάλω την κεντρική δράση της ταινίας μόνο μέσα σε ένα location (τύπου Rope/Reservoir Dogs) και ουσιαστικά να «το κάνω μόνος μου». Μέσα από αυτή τη διαδικασία βγήκε κάτι τελείως διαφορετικό. Κράτησα τους βασικούς χαρακτήρες μου, τα τρία χρόνια bio τους, τις συνθήκες της ζωής τους και τις ανάγκες τους, αλλά πολύ περισσότερο το τι ήθελα να πω εγώ μέσα από αυτή την ιστορία. Επειδή, λοιπόν, by design επιλέξαμε να πούμε την ιστορία μας σε μία νύχτα, σε ένα location, με λίγους ηθοποιούς, παραγωγικά δεν αντιμετωπίσαμε πραγματικές δυσκολίες. Αυτό, μάλιστα, μου επέτρεψε εμένα κάποιες πολυτέλειες σπάνιες ακόμα και για big budget παραγωγές. Οπως το να τραβήξω την ταινία κατά κύριο λόγο γραμμικά και να καταφέρω αυτό που έλεγε ο Χέρτσογκ: Η πρόβα της επόμενης μέρας να είναι το γύρισμα της προηγούμενης. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν μέσα σε 20 μέρες παραγωγής να πούμε την ιστορία κινηματογραφικά. Προσωπικά, το ακαδημαϊκό set-up και ειδικά τα OTS είναι κάτι που βρίσκω αρκετά θεατρικό και πιστεύω πως κουράζει πολύ γρήγορα τον θεατή. Μπορεί να είναι μία ταινία για την τεχνολογία, αλλά αν χάσω τον θεατή μου και αντί για την οθόνη μας κοιτάζει αυτή του κινητού του, έχω προσωπικά χάσει το στοίχημα. Ταυτόχρονα, νερντ-γκασμάρω άπειρα με καλοσχεδιασμένα μονοπλάνα τύπου Εμανουέλ Λουμπέσκι. Αυτά προϋποθέτουν την αρμονική και τέλεια συγχρονισμένη δράση άπειρων ηθοποιών και τεχνικών. Ενώ, λοιπόν, σε αρκετά aspects ήταν μια DIY παραγωγή, αν πάρουμε κυριολεκτικά τον όρο θα έλεγα πως ήταν το ακριβώς αντίθετο. Δεδομένου ότι βασίζομαι πάρα πολύ στους συνεργάτες μου και στις απόψεις τους, αν πάρουμε τον τρόπο με τον οποίο κινηθήκαμε στην ταινία, ίσως θα έλεγα ότι είναι περισσότερο “don’t do it yourself” :p ˢᵒʳʳʸ.
Με ποια κριτήρια επέλεξες τους ηθοποιούς σου;
Το μεγάλο μου πρόβλημα ήταν πως τελικά βλέπουμε μόνο μια νύχτα στη ζωή έξι χαρακτήρων για τους οποίους υπάρχει αρχικά ένα σενάριο τριών χρόνων. Ολο αυτότο υπόβαθρο είναι αρκετά δύσκολο και απαιτητικό από έναν ηθοποιό για να βγει. Οπως λέει και το απόφθεγμα από την «Κάλπικη Λίρα», έτσι νιώθω και εγώ πως είναι αρκετάδύσκολο να πιστέψουμε χαρακτήρες Ελλήνων γκάνγκστερ. Χρειάζονται κάτι «largerthan life» μέσα τους. Για τους ρόλους των πραγματικά σοβαρών εγκληματιών Ιωσήφ Φόρκου και Δανιήλ Μπεζεριάνου επέλεξα τους Θέμη Πάνο και Χρήστο Λούλη, επειδήπιστεύω πως έχουν ένα στοιχείο μέσα τους το οποίο είναι πραγματικά απρόβλεπτοκαι ταυτόχρονα ίσως λίγο έξω από αυτό το οποίο έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμεοικείο. Για τους ρόλους του μοντέρ - Μιλτιάδη και σκηνοθέτη - Πέτρο, με ένοιαζεπερισσότερο από όλα να βρω ηθοποιούς που «πιάνουν το αστείο». Που δεν ξέρω, ίσωςείναι λίγο αντίστοιχα καμένοι με εμένα και μπορούσαν σε αυτοσχεδιασμούς να κάνουν τηνταινία 100 φορές πιο αστεία από όσο θα μπορούσα να την κάνω ποτέ εγώ. Αυτοίδεν μπορούσε να είναι άλλοι από τον Αργύρη Ξάφη και τον Μάκη Παπαδημητρίου.Για τους χαρακτήρες των Νταβίτι (δεξί χέρι της οργάνωσης του Φόρκου) και Ιωάννα(δικηγόρος του Δανιήλ) χρειαζόμουν δύο χαρακτήρες που μπορούν να φέρουν τηνελληνικότητα σε κλασικά αρχέτυπα Χόλιγουντ χαρακτήρων που έχουμε δει ξανάκαι ξανά. Με αυτό εννοώ πως έχουν την κινηματογραφική παιδεία και ωριμότητα νασυνειδητοποιήσουν αυτά τα κλισέ και πολύ διακριτικά να τα σατιρίσουν. Για εμένααυτοί ήταν ο Πάνος Κορώνης και η Μυρτώ Αλικάκη. Οσο για τον ρόλο του Αλκη, συνεργάστηκα με τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη, γιατί ήθελαόλα τα παραπάνω σε ένα. Και τα είχε.
Παίζεις αρκετά με τον θεατή ήδη από την περιγραφή της υπόθεσης της ταινίας. Θα γίνει το ίδιο και κατά τη διάρκεια της θέασης της ταινίας;
Χωρίς να θέλω να πω πολλά, ναι. Οι χαρακτήρες της ταινίας αναγνωρίζουν τον κόσμο του σινεμά και πατάνε πάνω σε αυτόν. Περισσότερο από αυτό, οι αγαπημένες μου ταινίες πάντα έσπαγαν τον τέταρτο τοίχο και είναι κάτι που μου είναι ρεαλιστικά αδύνατο να μην κάνω και εγώ. Τέλος, λατρεύω όταν ο σκηνοθέτης «μιλάει» με κάποιους από τους θεατές χωρίς να τους πετάξει έξω από την ταινία. Για να μην δώσω κάτι από την ταινία, αλλά να αναφέρω ένα αντίστοιχο εξαιρετικό παράδειγμα: το 9ο επεισόδιο (αν δεν κάνω λάθος) της πρώτης σεζόν του «Mr. Robot». Στην τελευταία σκηνή έχουν επιλέξει να ακουστεί η διασκευή του Μάξενς Σάιριν του«Where Ιs My Mind». Αν αυτό δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να παραδεχθεί o Σαμ Εσμαΐλ στους θεατές του πόσο τον έχει επηρεάσει το «Fight Club» και πόσο το αγαπάει,τότε δεν ξέρω ποιος είναι. Το βλέπω ίσως λίγο όπως οι μπάντες που πάνε να παίξουν σε συναυλίες και φοράνε μπλούζες από τις δικές τους αγαπημένες μπάντες.
Χρήστος Λούλης, Μυρτώ Αλικάκη
Σε μια Ελλάδα που ο κόσμος δεν βλέπει σινεμά και δη ελληνικό σινεμά (εκτός από μεμονωμένες εξαιρέσεις), τι είναι αυτό που θα τον κάνει να μπει στην αίθουσα και να δει το «Do Ιt Yourself»;
Αυτό που ένιωθα όταν άρχισα να γράφω το σενάριο είναι πως δεν έχουμε μέχρι στιγμής στον ελληνικό κινηματογράφο ταινίες που παρότι οριακά mainstream καιenjoyable είναι ποιοτικά γυρισμένες και σου αφήνουν κάτι στο τέλος. Τύπου Κοέν ή Φίντσερ. Τα τελευταία χρόνια νιώθω πως είδα αρκετές εκπληκτικές ελληνικές ταινίες που προσπάθησαν να ενταχθούν μέσα σε αυτό το μοτίβο. Δυστυχώς, όμως, ειδικά στο crime genre πιστεύω πως είναι αρκετά δύσκολο να πιστέψουμε χαρακτήρες όπως τον Αντον Τσιγκούρ ή τον Τάιλερ Ντέρντεν. Αν το «DIY» κερδίσει τους Ελληνες θεατές, πιστεύω πως θα το κάνει επειδή δεν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της, αλλά ταυτόχρονα επειδή σέβεται απόλυτα τον θεατή της. Οι χαρακτήρες που έχουμε δημιουργήσει για εμένα έχουν ένα πραγματικό «fail» μέσα τους, αλλά επίσης δεν γίνονται ποτέ καρικατούρες. Δεν κάνουν ένα αστείο «for the sake of the joke».
Είναι το «Do It Yourself» σαν άποψη ζωής μια πιθανή έξοδος από την κρίση;
Αν κατάλαβα σωστά τι εννοείς: Δεν ξέρω αν το θεωρώ τόσο έξοδο από την κρίση, όσο μέθοδο για να πάρεις πληροφορίες χωρίς κόστος. Το DIY έχει τις ρίζες του σαν νοοτροπία στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά ουσιαστικά έγινε popularized με την είσοδο του Internet. Instructional videos, tutorials, how-to’s για τα πάντα. Αυτή τη στιγμή μπορείς να πάρεις συμβουλές από έναν “stranger” του διαδικτύου πάνω στο οτιδήποτε. Η πληροφορία και το “know-how” σταματάνε να έχουν κόστος και το μόνο που χρειάζεσαι πρακτικά για να γίνεις skilled πάνω σε κάτι είναι χρόνο και επιμονή. Με αυτή την λογική, λοιπόν, το «DIY» mentality και οι πληροφορίες που μπορούσα σε θεωρητικό επίπεδο να αντλήσω από το διαδίκτυο εμένα μου έδωσαν την αυτοπεποίθηση πριν από τρία χρόνια να απορρίψω offers πανεπιστημίων της Αμερικής για master στη σκηνοθεσία και αντ' αυτού να κάνω την πρώτη μου μεγάλου μήκους (υποθέτω το αν έπραξα σωστά θα κριθεί σύντομα :)
Do It Yourself / Eνας μικροαπατεώνας συμφωνεί να πρωταγωνιστήσει σε ένα viral βίντεο, που έχει σκοπό να αποκαταστήσει τη δημόσια εικόνα ενός παράνομου επιχειρηματία. Oταν συνειδητοποιεί ότι οι συνεργοί του πρόκειται να τον σκοτώσουν, έχει μερικές μόνo ώρες για να αποδράσει από το στούντιο που τον έχουν φυλακισμένο. / Σκηνοθέτης: Δημήτρης Τσιλιφώνης | Σενάριο: Δημήτρης Τσιλιφώνης | Ηθοποιοί: Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Μάκης Παπαδημητρίου, Αργύρης Ξάφης, Πάνος Κορώνης, Μυρτώ Αλικάκη, Χρήστος Λούλης, Θέμης Πάνου | Δ/ντής Φωτογραφίας: Aγγελος Παπαδόπουλος | Production Designer: Μαρία Παπαδημητρίου | Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης | Ενδυματολόγος: Ηλένια Δουλαδίρη | Ηχος: Ορέστης Καμπερίδης | Script: Mάνια Πασαγανίδου | Casting: Χρύσσα Ψωμαδέλη | Παραγωγή: View Master Films, Athens Central Film Productions | Παραγωγοί: Γιώργος Κυριάκος, Κώστας Λαμπρόπουλος | Συμπαραγωγοί: Nova, Odeon | Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντής Φραγκόπουλος | Δεύτερος Βοηθός Σκηνοθέτη: Αγγελος Φωστιέρης | Διεύθυνση παραγωγής: Κωνσταντίνος Πρέπης, Δημήτρης Χατζηβογιατζής | Head of Development: Εφη Σκρομπόλα
Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Διαβάστε ακόμη:
Tags: Do it Yourself, DIY