Το κινηματογραφικό κοινό τον έμαθε ως πρωταγωνιστή του Γιώργου Λάνθιμου στον «Κυνόδοντα». Το θεατρικό γνώριζε την αντισυμβατική του προσέγγιση στην τέχνη, πολύ πιο πριν. Σήμερα, ο Χρήστος Πασσαλής κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Ησυχία 6-9» μία ταινία που φιλοδοξεί να συμπαρασύρει το κοινό σε μία εμπειρία για κάτι που ξέρουμε όλοι πολύ καλά: την απώλεια, τον αποχωρισμό, την εξαφάνιση.
Ελλάδα, άγνωστος χρόνος. Μία παραθαλάσσια πόλη ερειπωμένη κι έρημη. Εκεί, κάθε μέρα από τις 6 μέχρι τις 9 πρέπει να κάνεις ησυχία. Κεραίες από έναν πύργο συλλαμβάνουν παράξενους απόκοσμους ήχους και μία υπηρεσία τους μαγνητοφωνεί. Ο Αρης, ένας 35χρονος άντρας, φτάνει στο ξενοδοχείο του. Εχει βρει δουλειά στην επεξεργασία δεδομένων του πύργου και περιμένει να γνωρίσει τον υπεύθυνο για να ξεκινήσει. Τότε μαθαίνει για τους Εξαφανισμένους. Ανθρωποι που την μια στιγμή είναι με τους αγαπημένους τους και την άλλη χάνονται - απότομα, ανεξήγητα. Που πηγαίνουν; Οι συγγενείς τους δεν σταματούν να τους αναζητούν. Δεν σταματούν να ελπίζουν. Δεν σταματούν να ακούν κασέτες με τις φωνές τους και να τους περιμένουν.
Στο ίδιο ξενοδοχείο μένει και η Αννα. Μία μυστηριώδης κοπέλα που υποφέρει από αϋπνίες. Όπως κι Άρης. Μαζί περπατούν τα βράδια, μαζί κάθονται στο παγκάκι τους στη θάλασσα μέχρι να ξημερώσει. Λίγο λίγο, σε αυτή την ησυχία, συνδέονται, ερωτεύονται. Χαμογελούν, ενώ γύρω τους άνθρωποι λυγίζουν από τον πόνο της απώλειας - καταστρέφουν τις κασέτες, κόβουν το νήμα, επιθυμούν να ξεχάσουν.
Και ξαφνικά, απότομα κι ανεξήγητα η Άννα εξαφανίζεται…
Διαβάστε την αναλυτική κριτική του Flix: για το «Ησυχία 6-9» του Χρήστου Πασσαλή
Συναντήσαμε τον Χρήστο Πασσαλή για μία κουβέντα πάνω στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, την γοητευτικά παράξενη θεματική του, την απόκοσμα οικεία ατμόσφαιρά του. Πόσο μεγάλη πρόκληση είναι να περάσεις πίσω από την κάμερα; Και τι καίει τα σωθικά σου να πεις;
Χρήστο, χωρίς να προδώσεις την ανατροπή της ιστορίας σου, πώς θα μάς εξηγούσες ποιο είναι το θέμα που σε έκαιγε να μιλήσεις στην πρώτη σου ταινία;
Δεν ξέρω. Στο κέντρο της ταινίας υπάρχει μία έννοια που με απασχολεί χρόνια - η εξαφάνιση. Η εξαφάνιση πραγμάτων, αντικειμένων, ιδεών. Δεκαετιών που χάνονται. Ανθρώπων. Που πάνε οι άνθρωποι όταν φεύγουν από τις ζωές μας; Είναι κάτι που με αφορά - χωρίς νοσταλγία, ή πένθος αναγκαστικά. Και πάνω σε αυτό έχω μία μόνιμη δυσκολία στο να απαντήσω στο ερώτημα: και πότε τους ξεχνάμε; Πώς ξεχνάμε ό,τι εξαφανίζεται και είμαστε έτοιμοι να το αποχαιρετίσουμε; Πότε μπορούμε να πούμε «ΟΚ έφυγε κι αυτό, αλλά χαίρομαι γιατί η ζωή προχωράει κι αλλάζει...» Ή πότε επιλέγουμε να παραμείνουμε εκεί, να μην πούμε αντίο - ο αποχαιρετισμός, στο μυαλό το δικό μου, ή μάλλον στο ψυχικό όργανο, εμπεριέχει και την έννοια της προδοσίας («πρόδωσες που ξέχασες»). Διάβασα δεκάδες βιβλία πάνω σε αυτό - φιλοσοφία, ποίηση. Εχουν γραφτεί εκατοντάδες πάνω στην έννοια του αποχαιρετισμού, του χωρισμού. Οι άνθρωποι ακόμα πονάμε. Είναι αχαρτογράφητη περιοχή, δεν την έχουμε ακόμα κατακτήσει. Ο καθένας μας αντιδρά διαφορετικά - για αυτό και στην ταινία διχάζεται οι κοινότητα: εκείνοι που επιμένουν να θυμούνται, εκείνοι που θέλουν να ξεχνάνε.
Θυμηθείτε κι αυτό: Το Flix στα γυρίσματα της ταινίας του Χρήστου Πασσαλή (όταν ακόμα είχε άλλο τίτλο)
Πόσο σε βοήθησε η σκηνοθετική σου προϋπηρεσία στο «Η Πόλη και η Πόλη», το ντοκιμαντέρ που συνσκηνοθέτησες με τον Σύλλα Τζουμέρκα; Πόσο η σκηνοθετική θητεία σου στο θέατρο;
«Η Πόλη και η Πόλη» με το «Ησυχία 6-9» είναι δύο διαφορετικές κινηματογραφικές προσεγγίσεις. Η αφήγηση στο ντοκιμαντέρ, έτσι όπως την οργανώσαμε με επεισόδια (κι ο καθένας σκηνοθέτησε τα δικά του) ίσως να ήταν και πιο φιλική για τον θεατή - πιο ξεκάθαρη. Εδώ, υπήρχαν άλλοι κανόνες. Είναι μία ιστορία με ροή - με αρχή, μέση και τέλος (γελάει). Περίπου. Το θέατρο με βοήθησε πολύ στο πώς δουλεύω με τους ηθοποιούς. Εχω πια τα εργαλεία και την αυτοπεποίθηση, τολμώ να πω, να ξέρω πώς θα συνεργαστώ με τον ηθοποιό. Το θέατρο μου έδωσε επίσης την αυτοπεποίθηση του πώς σε μία μεγάλη αφήγηση αλλάζεις τη θερμοκρασία και τον ρυθμό της - πότε επιλέγεις να είσαι πιο απλός, πότε πιο σύνθετος, πότε γρήγορος, πότε αργός, πότε λυρικός, πότε λογικός ή κυνικός. Αυτή την μίξη των χρωμάτων, των τόνων, αυτή την μουσικότητα την έχω μάθει από το θέατρο.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση τελικά όταν πήγες γύρισμα; Τι σε δυσκόλεψε, τι βγήκε παραδόξως πιο εύκολα, τι σε εξέπληξε;
Ολο ήταν μία πρόκληση. Κι επειδή η ανθρώπινη ψυχή και το ανθρώπινο σώμα είναι πολύ παράξενα πράγματα, βίωσα όλη εκείνη την περίοδο ως κανονικό παραλήρημα. Πραγματικά είχα βγει από το σώμα μου. Υπήρχα σε μία παράλληλη πραγματικότητα - και δεν το λέω καθόλου μεταφυσικά. Κάπως από την έξαψη, το άγχος, την ευθύνη δεν ήμουν γειωμένος ακριβώς. Τα θυμάμαι όλα σαν όνειρο - κυριολεκτικά.
Στο κέντρο της ταινίας υπάρχει μία έννοια που με απασχολεί χρόνια - η εξαφάνιση. Η εξαφάνιση πραγμάτων, αντικειμένων, ιδεών. Δεκαετιών που χάνονται. Ανθρώπων. Που πάνε οι άνθρωποι όταν φεύγουν από τις ζωές μας;»
Φαντάζομαι ότι πρόσθετε σε αυτό και το γεγονός ότι ήσουν ο σκηνοθέτης, αλλά μετά έπρεπε να περνάς και μπροστά από την κάμερα ως πρωταγωνιστής. Είχε κι αυτό μια σχιζοφρένεια;
Ναι, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο. Εχω μάθει να βλέπω τον εαυτό μου τελείως εργαλειακά. Αποστασιοποιούμαι - μπαίνω μπροστά και τα κάνω. Και μετά, στο μόνιτορ, δεν έχω κανέναν ναρκισσισμό. Αν έβλεπα ότι ο ηθοποιός Χρήστος τα έκανε σωστά - πάμε, φύγαμε. Δεν έχω πολλά νάζια - έχω άλλα, αλλά όχι σε αυτό το επίπεδο.
Τώρα, για να επιστρέψω στο τι με εξέπληξε. Νομίζω ότι οι μεγάλες εκπλήξεις προέκυψαν στο μοντάζ. Μου φάνηκε μία τρομαχτικά ενδιαφέρουσα διαδικασία - αξέχαστη. Ηταν μία μεγάλη τρικυμία. Υπήρχαν μέρες που απογοητευόμουν και ήθελα να κρυφτώ κάτω από τα σκεπάσματα. Κι άλλες που έφευγες και νόμιζες ότι έχεις κάνει τον «Μπάρι Λίντον» (γελάει). Η αλήθεια δεν ήταν σε κανένα από τα δύο άκρα, φυσικά.
Η έκπληξη όμως ήταν κι άλλη πάνω στο μοντάζ. Τα πρώτα drafts του σεναρίου ήταν πιο κρυπτικά, πιο μυστικά. Δεν ήθελα να προδώσω την ιστορία, είμαι κι εγώ από τους θεατές που ένα τόσο μεγάλο θέμα που έχει ασχοληθεί η ποίηση, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, η ψυχανάλυση δε θέλω να μου το δώσεις μασημένο. Οπότε τι να πω κι εγώ; «Η αγάπη ποτέ δεν πεθαίνει;» ή «Ο αποχωρισμός είναι δύσκολος;» Ολα αυτά είναι μία τεράστια μπαναλιτέ. Ομως, κάπου επηρεάστηκα και έγραψα ένα πιο ξεκάθαρο, πιο βατό, πιο απλουστευμένο σενάριο. Κι αυτό γύρισα. Αλλά ήρθε η διαδικασία του μοντάζ και με είδα, εντελώς οργανικά, να επιστρέφω στην πρώτη μορφή της ιστορίας μου - πέταγα, πέταγα, πέταγα πράγματα. Ο,τι παραήταν επεξηγηματικό, ό,τι είχε την αγωνία να αποδείξει, να πείσει. Ενιωσα ότι πρέπει να εμπιστευτώ την ταινία που ονειρεύτηκα. Και να εμπιστευτώ και τον θεατή.
Ολοι οι συνεργάτες μου είναι εξαιρετικοί άνθρωποι και εξαιρετικά ταλαντούχοι συνεργάτες. Κι επειδή μιλάμε για ελληνικό σινεμά, όπου τα μπάτζετ είναι μικρά, οι ταινίες, το ξέρουμε όλοι, γίνονται από την αφοσίωση και την πίστη των ανθρώπων. Ημουν πολύ τυχερός...»
Πώς επέλεξες τους συνεργάτες σου; Ήξερες πάντα ότι ήθελες την Αγγελική Παπούλια για τον γυναικείο ρόλο; Είναι εκείνη που εμπιστεύεσαι περισσότερο για να εκτελέσει το όραμα σου;
Ολοι μου οι ηθοποιοί είναι αγαπημένοι μου συνεργάτες από το θέατρο. Για την Αγγελική, τι να πω; Συνεργαζόμαστε πια πάνω από 20 χρόνια, η συνεννόησή μας γίνεται πια χωρίς λόγια. Ήδη το πολύ πρώτο κείμενο που έγραψα ένα βράδυ, και δεν ήξερα ακόμα ότι θα το κάνω αυτό ταινία, σκεφτόμουν αυτομάτως την Αγγελική να το λέει.
Το σινεμά είναι ομαδική υπόθεση, αλλά ιδιαίτερα εδώ η δουλειά του Γιώργου Καρβέλα στη φωτογραφία και των Περσεφόνη Μήλιου και Κώστα Βαρυμποπιώτη στον σχεδιασμό του ήχου (ο Νίκος Εξαρχος στην ηχοληψία) παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στην επικοινωνία της ταινίας με τον θεατή. Μίλησε μου λίγο για αυτές τις επιλογές σου και κατά πόσο ήξερες πολύ καλά τι ήθελες να κάνεις ή άκουγες και τις γνώμες τους.
Δεν έχω λόγια για τους συνεργάτες μου. Υπήρξα εξαιρετικά τυχερός να βρίσκομαι στην παρουσία τέτοιων καλλιτεχνών. Ηταν η πρώτη μου ταινία και μου χάρισαν γενναιόδωρα το ταλέντο και την εμπειρία τους. Με τον Γιώργο Καρβέλα δουλέψαμε πολύ στενά, περάσαμε πολύ χρόνο μαζί, από την προετοιμασία κιόλας της ταινίας. Είναι συγκινητικό πόσο αγάπησε την ταινία και την υποστήριξε με όλες τις δυνάμεις του. Είναι πολύ βαθύς άνθρωπος, εξαιρετικά εμβριθής καλλιτέχνης. Του εξήγησα το όραμά μου και το υποστήριξε, το αγάπησε προσωπικά - σχεδόν όσο εγώ, χωρίς καμία υπερβολή. Ομως αυτό μπορώ να το πω για όλη την ομάδα. Ολοι οι συνεργάτες μου είναι εξαιρετικοί άνθρωποι και εξαιρετικά ταλαντούχοι συνεργάτες. Κι επειδή μιλάμε για ελληνικό σινεμά, όπου τα μπάτζετ είναι μικρά, οι ταινίες, το ξέρουμε όλοι, γίνονται από την αφοσίωση και την πίστη των ανθρώπων. Οπότε το επαναλαμβάνω είμαι πολύ τυχερός. Τώρα για το αν άκουγα τις συμβουλές και τη γνώμη τους. Ναι φυσικά. Ξέρω από πολύ παλιά να συνυπάρχω σε ομάδες και να είμαι σε συζήτηση με συνεργάτες για το τελικό αποτέλεσμα. Είχα ιδέες λοιπόν που όταν συναντήθηκαν με την εμπειρία των συνεργατών μου μπορεί να έγιναν αποδεκτές, ή να αποδομήθηκαν, να πήραν άλλη μορφή - ήταν μια χορογραφία. Ομως είχα δει την ταινία αμέτρητες φορές στο μυαλό μου. Και στα πράγματα που ήθελα απαραίτητα να κάνω ήμουν και λίγο πεισματάρης (γελάει). Οχι, στα αλήθεια. Νομίζω ότι έπειθα, γιατί οι άνθρωποι παρασύρονται κι εκείνοι όταν σε βλέπουν να αγαπάς κάτι τόσο πολύ - το πιστεύουν και οι ίδιοι.
Οι όροι επινοούνται για να συζητάμε πιο γρήγορα μερικά πράγματα. Να κόβουμε δρόμο. Δεκτό, θεμιτό. Τώρα όμως, 10 χρόνια μετά, τι να πω εγώ για το αν θα χαρακτηριστεί «weird» η ταινία μου. Οταν σήμερα σειρές στο Netflix είναι πολύ πιο παράξενες από όλο το σινεμά μαζί; Η τέχνη προχωρά και παίρνει θάρρος. Μπαίνει σε περιοχές τολμηρές. Αυτό που ήταν «weird» το 2010 με τον «Κυνόδοντα», δεν μπορεί να είναι πια weird το 2022...»
Ασχολήθηκες με την τεχνική πλευρά των πραγμάτων - τι φακό θα χρησιμοποιήσετε για κάτι, πιο φίλτρο, τι φώτα...
Βέβαια και ήταν κάτι που και μου αρέσει και με εξιτάρει και το θεωρώ απαραίτητο. Από το θέατρο ακόμα έτσι λειτουργούσα πάντα - έμαθα να κάνω φώτα, να ξέρω να κάνω σκηνικά, να ανεβαίνω στις σκάλες, να ξέρω λίγο την κονσόλα. Στο σινεμά ο όγκος τέτοιας γνώσης είναι τεράστιος, αλλά ασχολήθηκα πολύ με όλα από πολύ κοντά. Με ενθουσιάζουν! Επίσης, δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω (σκάει στα γέλια).
Στις πρώτες ταινίες κάποιος δείχνει και το στίγμα για το σινεμά που αγαπάει να κάνει, αλλά και το σινεμά που βλέπει και ο ίδιος. Είχες επιρροές από ταινίες; σκηνοθέτες, είδη κινηματογράφου;
Μου είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω για επιρροές. Πολλά πράγματα με έχουν επηρεάσει μέσα στα χρόνια - σε σημείο να τα θεωρώ πια δικά μου, ενώ προφανώς δεν είναι (γελάει). Ιδέες, φόρμες, μικρά μικρά ψήγματα που με έχουν πλάσει και μένα τον ίδιο ως καλλιτέχνη. Δεν μπορώ να μιλήσω λοιπόν, πραγματικά, για ξεκάθαρες αναφορές. Ομως μπορώ να πω ότι μου αρέσει το σινεμά που κρατά ένα μυστήριο, ένα μυστικό στην αφήγησή του. Εμπιστεύεται το θεατή ότι θα καταλάβει στο τέλος. Ή, αν δεν καταλάβει, θα νιώσει. Προσωπικά, τις ταινίες που με έχουν αγγίξει δεν τις κατάλαβα από την πρώτη φορά, μπορεί ούτε από τη δεύτερη. Μπορεί και ποτέ. Τις ένιωσα όμως. Με μετακίνησαν. Το σινεμά είναι πιο κοντά στην μουσική από οποιαδήποτε άλλη τέχνη - σε παρασύρει, σε συγκινεί χωρίς να μπορείς να εξηγήσεις ακριβώς γιατί.
Η ξεκάθαρη επιρροή μου, αν θες να μιλήσουμε ειλικρινά, έρχεται από την λογοτεχνία. Από τον Φραντς Κάφκα. Μέσα στην ταινία υπάρχουν πράγματα που έχω ξεσηκώσει, σχεδόν ολόκληρα, κι από τη «Δίκη» και από τον «Πύργο». Οπως στον «Πύργο» φτάνει ο Κ, κι ενώ του έχουν υποσχεθεί δουλειά, δεν βρίσκει ποτέ και περιφέρεται στο χωριό. Οπως στη «Δίκη» τα χείλη του Κ ματώνουν και του λένε στους διαδρόμους του δικαστηρίου «από τα χείλη σου φαίνεται ότι δε θα έχει καλή έκβαση η δίκη σου». Τα δάνεια από τον Κάφκα και την ενέργεια και την ατμόσφαιρά του είναι μεγάλα μέσα μου.
Και στο σινεμά, αλλά ειδικά και στο θέατρο τα έργα που πάντα επιλέγεις, η γλώσσα που πάντα χρησιμοποιούσες δεν ήταν ποτέ «mainstream». Ομως πόσο σε ενοχλεί ή όχι το επίθετο weird στο σινεμά; Εσύ πώς θα το χαρακτήριζες;
Οι όροι επινοούνται για να συζητάμε πιο γρήγορα μερικά πράγματα. Να κόβουμε δρόμο. Αρα έχουν και κάτι τεμπέλικο μέσα τους. Ονομάστηκαν «New Wave» μία σειρά από συγκροτήματα στη Βρετανία, που ουδεμία σχέση έχει το ένα με το άλλο. Ολοι αναφερόμαστε επίσης στην «post punk» - που είναι ένας τεράστιος όρος. Οπότε και το «Weird Greek Cinema» ήταν ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε για να συνεννοηθούμε. Οπως χρησιμοποιήθηκε και η Nouvelle Vague στη Γαλλία ή το Γερμανικό Νέο Κύμμα στη Γερμανία. Δεκτό, θεμιτό. Τώρα όμως, 10 χρόνια μετά, τι να πω εγώ για το αν θα χαρακτηριστεί «weird» η ταινία μου. Οταν σήμερα σειρές στο Netflix είναι πολύ πιο παράξενες από όλο το σινεμά μαζί; Η τέχνη προχωρά και παίρνει θάρρος. Μπαίνει σε περιοχές τολμηρές. Για να το δούμε και πιο σφαιρικά: κι ο Μαρσέλ Ντουσάμ με τα «ready mades» του κάποτε ήταν ανατρεπτικός, επαναστάτης, ήταν πολύ weird. Τώρα πια τα έργα του θεωρούνται ακαδημαϊκά. Τελείωσα για τρίτη φορά το «Twin Peaks» - τι να πούμε για τον Ντέιβιντ Λιντς που τα έκανε αυτά 30 χρόνια πριν; Αυτό που ίσως έχω να πω λοιπόν ειναι ότι προχωράμε - αυτό που ήταν «weird» το 2010 με τον «Κυνόδοντα», δεν μπορεί να είναι πια weird το 2022.
Και θα ξαναγυρίσω στον Κάφκα: περισσότερο Κάφκας, παρά weird wave είναι η «Ησυχία 6-9». Αλλά και το weird wave, κατά τη γνώμη μου, διάβαζε Κάφκα...»
Μιλώντας για τον «Κυνόδοντα» και τον Γιώργο Λάνθιμο: θα σε ενοχλήσει να μπει σε όποια συζήτηση για την πρώτη σου ταινία το όνομα Λάνθιμος; Α αυτός ήταν ηθοποιός του Λάνθιμου τέτοιο σινεμά κάνει;
Ο Λάνθιμος είναι ο Λάνθιμος. Ο Τζουμέρκας είναι ο Τζουμέρκας. Σαφώς και συνεργάστηκα με σκηνοθέτες που είχαμε κοινό κώδικα έκφρασης στην τέχνη. Ο καθένας όμως αφήνει και το δικό του αποτύπωμα. Είμαι «λανθιμικός» λες να πουν; ΟΚ. Αλλωστε κι ο Γούντι Αλεν έλεγε πάντα «αν είναι να κλέψεις, να κλέψεις από τους καλύτερους» (γελάει). Δεν προσπαθώ να μοιάσω στον Λάνθιμο γιατί δεν μπορώ. Κι αυτή είναι η αλήθεια. Ομως, ακόμα και να δεχθώ αυτή τη σύμβαση αρχικά, ακόμα κι αν το πρώτο μέρος της ταινίας θυμίσει κάποιους λανθιμικούς κώδικες, πιστεύω ότι μετά γίνεται κάτι εντελώς άλλο. Εχω την εντύπωση, μπορεί την ψευδαίσθηση, ότι η ταινία πηγαίνει σε μία δική της περιοχή - ακόμα και σε επίπεδο θερμότητας, συναισθήματος.
Είσαι κομμάτι του ελληνικού σινεμά που γνώρισε δόξα στο εξωτερικό και στα φεστιβάλ. Πώς έζησες εσύ την επιτυχία του ελληνικού κινηματογράφου στο εξωτερικό;
Τα φεστιβάλ είναι πολύ όμορφοι θεσμοί - βλέπεις ανθρώπους, συζητάς για τέχνη, βλέπεις ταινίες, χορεύεις, γιορτάζεις. Λόγω της θεατρικής μου παράλληλης πορείας και των υποχρεώσεων μου εκεί, δεν το έζησα πολύ - δεν συνόδευσα σε αρκετά τις ταινίες που πρωταγωνίστησα. Σίγουρα όμως έζησα τη χαρά της επιτυχίας τους. Ημουν εκεί όταν γεννήθηκε το ενδιαφέρον, στην πρεμιέρα του «Κυνόδοντα» στις Κάννες το 2009. Κι αυτό ήταν υπέροχο. Ημουν κι αρκετά μικρός βέβαια και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ακριβώς τι συνέβαινε. Εκ των υστέρων ένιωσα ότι «κάτι ξεκινούσε». Και είναι υπέροχο αυτό που έχει συμβεί με το ελληνικό σινεμά κι αξίζει στο ταλέντο των Ελλήνων και των Ελληνίδων σκηνοθετών όλο αυτό. Υπάρχει μεγάλο ταλέντο - αυτό ποτέ δεν μάς έλειψε.
Δεν προσπαθώ να μοιάσω στον Λάνθιμο, γιατί, πολύ απλά, δεν μπορώ.»
Πόσο σε πληγώνει/απασχολεί ότι όταν οι ταινίες έρχονται στην Ελλάδα δεν κάνουν εισιτήρια; Εχεις κάποια πρόταση για αυτό; Πώς θα πήγαιναν καλύτερα οι ελληνικές ταινίες στις αίθουσες;
Ναι αυτό είναι μεγάλο τραύμα. Είναι πολύ θλιβερό για τόσο ενδιαφέρουσες ταινίες, φτιαγμένες από καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες πρωτοπόρους, φανταστικούς, που έχουν γυρίσει όλο τον κόσμο με αυτές και έχουν δοξαστεί, να επιστρέφουν στην πατρίδα τους και να μην τις βλέπει κανείς. Με πληγώνει που πάνε τόσο άσχημα στα ταμεία οι ελληνικές ταινίες. Μετά την πανδημία, πίστεψα ότι θα υπέφερε το θέατρο και τα θέατρα πάνε καλά. Τα σινεμά όχι. Βέβαια δεν μπορείς να δεις θέατρο στο σπίτι σου. Δεν γίνεται. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί το κοινό δεν τις θέλεις τις ελληνικές ταινίες. Τις θεωρεί δύσκολες; Uncool; Είχα μία εμπιστοσύνη στις νεότερες γενιές - καθώς το σύγχρονο ελληνικό σινεμά μπαίνει σε περιοχές πιο προοδευτικές, πίστευα ότι θα έπιανε τους νέους ανθρώπους κι αυτοί θα μπορούσαν να συμπαρασύρουν και τους μεγαλύτερους. Οπότε ίσως να έριχνα το βάρος μου στην εκπαίδευση της νεότερης γενιάς. Oσων βλέπουν παράξενες σειρές στις πλατφόρμες και ενθουσιάζονται - θα τους έστρεφα σιγά σιγά στο ελληνικό σινεμά. Να πειστεί ότι αυτό που κάνει ο Ελληνας ή η Ελληνίδα σκηνοθέτης είναι κι αυτό super cool. Κι εμείς θα μπορούσαμε να κάνουμε τις παραγωγές μας και την προώθηση των ταινιών μας λίγο ελκυστικότερες. Δεν ξέρω πώς. Αλλά με απασχολεί, το σκέφτομαι.
Τι σε γοητεύει στο να κάνεις σινεμά και τι σε κουράζει στο να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα;
Κοίτα είμαι ακόμα πολύ καινούργιος για να κουραστώ ή να γκρινιάξω. Τα ξέρω βέβαια όλα τα προβλήματα από συζητήσεις που κάνουμε συνεχώς στο χώρο, τα ξέρω κι ως ηθοποιός σε ταινίες συναδέλφων. Φυσικά και θα μιλήσω για την κρατική στήριξη που δεν υπάρχει, για τα χρήματα που δεν υπάρχουν, οι νόμοι που δεν υπάρχουν. Ζούμε σε μια χώρα που ακόμα πιστεύει ότι πολιτισμός είναι μόνο τα αρχαία - τον σύγχρονο πολιτισμό τον θεωρεί πολυτέλεια, χόμπι που μπορούμε να κόψουμε, να μικρύνουμε, να στριμώξουμε. Υπάρχουν τρόποι να στηρίξεις το ελληνικό σινεμά, οι παραγωγοί τους έχουν προτείνει, αλλά το κράτος προς το παρόν δεν φαίνεται να αντιδράει.
Τώρα τι με γοητεύει και θέλω να κάνω σινεμά, σε σύγκριση με το θέατρο; Με γοητεύει ότι, ενώ το θέατρο έχει βαρύτητα (τα σώματα είναι μπροστά σου, το κοινό θα δει ότι αν ένας ηθοποιός θα πηδήξει, θα πέσει), το σινεμά δεν έχει. Αν κάνει άλμα ο ηθοποιός δεν είναι απαραίτητο ότι θα τον δει ο θεατής να πέφτει. Αυτό με γοητεύει. Το λέω και κυριολεκτικά και συμβολικά αυτό με τη βαρύτητα.
Με την πρώτη ταινία σου, και την επιλογή που κάνουν οι ήρωές σου, μάς συστήνεσαι ως ρομαντικός. Παρεξηγημένη έννοια το ρομαντικός - όχι με την έννοια «ηλιοβασίλεμα/κεριά/κόκκινα τριαντάφυλλα». Αλλά με το ότι ακόμα πιστεύεις στον άνθρωπο. Πιστεύεις στην αγάπη. Είσαι, πράγματι ρομαντικός;
Συμφωνώ ότι έχουμε παρεξηγήσει την έννοια του ρομαντισμού. Αλλωστε, έτσι όπως γεννήθηκε στην κεντρική Ευρώπη, ο ρομαντισμός ήταν ένα πολύ ισχυρό κίνημα (πολύ βίαιο επίσης, με πολιτικές προεκτάσεις) Ομως είχε μία ψυχική αντίληψη της πραγματικότητας, ένα βασικό χαρακτηριστικό που έβλεπε τον άνθρωπο ως κομμάτι της φύσης. «Οταν ο ήρωας είναι λυπημένος, λυπάται και η φύση». Η ψυχή μεταμορφώνει την πραγματικότητα. «Με πονάει το κεφάλι μου και το σύμπαν ολόκληρο (σ.σ. Φερνάντο Πεσσόα) Οπότε με αυτή την έννοια είμαι. Χωρίς να μιλάω ως κάτι εξαιρετικό, κι εγώ όπως πολλοί άνθρωποι κινούμαι από τα πάθη μου. Ακόμα δεν έχω βρει τον τρόπο της αποστασιοποίησης. Εχω κάποια δραματικά πράγματα - έχει φύγει το δράμα από τη ζωή μου, αλλά παραμένω δραματικός. Ετσι ήμουν από παιδάκι. Δεν με έκανε η υποκριτική. Με κινούν τα πάθη αρκετά - για καλό ή για κακό.
Σε σχέση με πόσο φασαριόζικος λαός είμαστε, κάνουμε ησυχία εκεί που δεν πρέπει - σε τόσα αίσχη, κοινωνικά και πολιτικά, που γίνονται γύρω μας. Οταν δεν πρέπει να κάνουμε ησυχία, εμείς είμαστε πιο ήσυχοι από ποτέ. Ελπίζω να ετοιμάζεται κάτι που δεν νιώθουμε ακόμα. Αλλά, προς το παρόν, είμαστε εκκωφαντικά ήσυχοι...»
Θα μπορούσες όμως να έχεις ένα άλλο τέλος - και αυτό να είναι δραματικό. Ομως οι ήρωές σου κάνουν μία σαφή επιλογή. Μία επιλογή ρομαντισμού. Μια επιλογή αγάπης. Και, εσύ είσαι πίσω από αυτό. Εσύ κάνεις αυτή την επιλογή...
Ναι, σίγουρα. Κοίτα, δεν ξέρω πώς θα ακουστεί αυτό. Αλλά δεν πιστεύω ότι υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι μία σύμβαση για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε. Τα φανάρια πρέπει να κοκκινίζουν για να περνάνε οι πεζοί - μία σειρά από κανόνες. Ομως έχουμε παραπειστεί ότι αυτό είναι η πραγματικότητα. Δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν επίπεδα. Υπάρχουν συγγράμματα (καθόλου δεν μιλάω για new age θεωρίες, ούτε θεολογικές), συγγράμματα πνευματικά, προαιώνια, που μιλούν για επίπεδα. Οπότε δεν ξέρω αν οι ήρωες, ή εγώ, κάναμε μία «μεταφυσική» επιλογή. Αλλά σίγουρα μία επιλογή πραγματικότητας. Ναι, μία επιλογή αγάπης.
Πότε πρέπει να κάνουμε ησυχία εμείς οι άνθρωποι. Και πότε πρέπει να κάνουμε μεγάλη φασαρία;
Η ησυχία έχει κάτι κοντά στον θάνατο. Δεν μου αρέσει. Ταυτόχρονα σε περιπτώσεις και συνθήκες, όπως ο διαλογισμός, η ησυχία είναι πολύ ωραίο πράγμα. Η ζωή όμως είναι θόρυβος. Ακόμα και στη θάλασσα να πας δεν υπάρχει ησυχία, στη φύση δεν υπάρχει ησυχία πουθενά. Υπάρχει ήχος, μουσική, θόρυβος. Στις πόλεις ο άνθρωπος τον ζει σε απελπιστικό βαθμό. Ομως για τόσο φασαριόζικος λαός κάνουμε ησυχία εκεί που δεν πρέπει - σε τόσα αίσχη, κοινωνικά και πολιτικά, που γίνονται γύρω μας. Εκεί δεν πρέπει να κάνουμε ησυχία και είμαστε πιο ήσυχοι από ποτέ. Το παραδέχομαι πρώτα σε μένα, ως πολίτης. Ελπίζω να ετοιμάζεται κάτι που δεν νιώθουμε ακόμα. Αλλά, προς το παρόν, είμαστε εκκωφαντικά ήσυχοι.
Το «Ησυχία 6-9» του Χρήστου Πασσαλή κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες την Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου από την Weirdwave.
Διαβάστε επίσης:
- «Σχεδόν αρνηθήκαμε να βάλουμε κανόνες.» Χρήστος Πασσαλής και Σύλλας Τζουμέρκας μιλούν στο Flix για το «Η Πόλη και η Πόλη»
- Ο Χρήστος Πασσαλής γράφει για την «Εμπροσθοφυλακή» της «Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά»