Η Σελίν Σιαμά είναι οπωσδήποτε Γαλλίδα - ο συνδυασμός χαμηλών τόνων, φυσικότητας και εξαιρετικά κομψού στιλ το αποδεικνύει μεμιάς - κι οπωσδήποτε μια μοναδικά οξυδερκής συνομιλήτρια. Ντύνει τις φράσεις της με δύναμη, το βλέμμα της με χιούμορ, ακόμα κι όταν μιλά για τα πιο σοβαρά ζητήματα, κυρίως τότε. Είναι η προικισμένη, εγκεφαλική σκηνοθέτης που μπορεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να μιλήσει δροσερά, όταν ο κόσμος γύρω της φλέγεται, από τη φωτιά που η ίδια του έχει βάλει.
Η πρώτη της ταινία, το «Water Lilies» το 2007, την έφερε στο Ενα Κάποιο Βλέμμα στο Φεστιβάλ Κανών (και στις Νύχτες Πρεμιέρας όπου κέρδισε το Βραβείο Κοινού), το «Αγοροκόριτσο», το 2010, διακρίθηκε στην Berlinale, τα «Κορίτσια», το 2015, συνεπήρε τα Φεστιβάλ και το κοινό με τη σύγχρονη οπτική πάνω στη ζωή των κοριτσιών στα υποβαθμισμένα παρισινά προάστια κι έδωσε νέα διάσταση στο «Shine Bright Like a Diamond» της Rihanna. Η Σελίν Σιαμά είναι η σκηνοθέτης και σεναριογράφος (δική της η υπογραφή στο αξεπέραστο animation «Εγώ, ο Κολοκυθάκης», που χωρίς υπερβολική δραματοποίηση, χωρίς να υποτιμά στιγμή τις ηρωίδες και τους θεατές της, κάνει, σήμερα, ακτιβιστικό σινεμά και, ταυτόχρονα, μαγικό σινεμά.
Ολες οι αρετές της - και, κυρίως, το εξαιρετικό timing της εναλλακτικής απεικόνισης του σύγχρονου γυναικείου κινήματος με διαχρονικά αιτήματα - μοιάζουν να συμπυκνώνονται στη φετινή ταινία της, «Το Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται», που τιμήθηκε με το Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών. Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Βρετάνη του 1770, όπου μία κοντέσα (Βαλέρια Γκολίνο), προσλαμβάνει την Μαριάν (Νοεμί Μερλάν), νεαρή ταλαντούχο ζωγράφο, για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της μοναχοκόρης της, Ελοΐζ (Αντέλ Ενέλ), προκειμένου αυτό να σταλεί στον επίδοξο αρραβωνιαστικό της. Μόνο που η Ελοΐζ αρνείται να ποζάρει - όπως αρνείται και να δοθεί σ' έναν άντρα που ποτέ δεν έχει γνωρίσει. Ετσι, η Μαριάν αναλμβάνει να τη ζωγραφίσει από μνήμης, παρατηρώντας την από κοντά, από απόσταση αναπνοής και συναισθηματικής σάρωσης, στις καθημερινές τους, λιγόλογες βόλτες.
Συναντήσαμε τη Σελίν Σιαμά στο Φεστιβάλ Καννών, λίγο πριν τα βραβεία, λίγο μετά την πυροδότηση του hype γύρω από την ταινία της και, με μια λέξη, μαγευτήκαμε. Παρακάτω τα highlights απ' όσα μας είπε η σκηνοθέτης.
Γιατί διάλεξε τη ζωγραφική ως μέσο αποτύπωσης του γυναικείου πορτρέτου; Δεν είμαι ζωγράφος, ούτε ειδήμων στην τέχνη της ζωγραφικής. Συνεργάστηκα με μια ζωγράφο και ξέρω τι μ’ ενδιέφερε ώστε να επιλέξω τη ζωγραφική ως μέσο για να κατευθύνει το βλέμμα στην ταινία. Είναι αυτά τα επίπεδα της δουλειάς ενός ζωγράφου, που συγκρίνονται με τα επίπεδα της δουλειάς ενός σκηνοθέτη, παρότι δεν είναι το ίδιο. Προφανώς χρησιμοποιώ τη ζωγραφική ως μεταφορά για το σινεμά, δεν υπάρχει κρυφή ατζέντα σ’ αυτό. Με τη διευθύντρια φωτογραφίας σκεφτόμαστε ότι δεν θέλαμε να κάνουμε κάδρα που να μοιάζουν με πίνακες, αλλά ξέραμε ότι όλοι θα έλεγαν ότι κάθε κάδρο είναι σαν πίνακας. Γιατί το σινεμά έχει να κάνει με το κάδρο, το φως και την ομορφιά. Κι η ταινία έχει χτιστεί πάνω σ’ αυτή την αντανάκλαση των δύο.
Ανταλλαγή βλεμμάτων Η ταινία, περισσότερο απ' όλα, έχει να κάνει με το να κοιτάζεις κάποιον κι αυτός να σε κοιτάζει, με τη σειρά του. Είναι μια γυναίκα καλλιτέχνης που κοιτάζει μια γυναίκα μοντέλο, ενώ εμείς κοιτάζουμε εκείνη να κοιτάζει, αυτό είναι το παιχνίδι. Ο διεθνής Τύπος μου λέει ότι είναι μια ταινία για το γυναικείο βλέμμα. Και είναι. Αλλά πάντα κοιτάζουμε στη μία πλευρά αυτής της ιστορίας. Ως γυναίκες προσποιούμαστε ότι υπάρχει ένα ιδιαίτερο γυναικείο βλέμμα ενώ, ως γυναίκες, μεγαλώσαμε σ’ έναν κόσμο όπου μας είπαν ότι η γυναικεία φαντασία είναι εκείνη των ανδρών. Μεγάλωσα σ’ αυτόν τον κόσμο, τον γνωρίζω πολύ καλά, μπορώ να ταυτιστώ μ’ οποιονδήποτε κι έχω περάσει όλη μου τη ζωή ταυτιζόμενη με τους άνδρες. Ως γυναίκες είμαστε υβρίδια, δεν έχουμε το «δικό μας» βλέμμα, είμαστε πιο ελεύθερες να δημιουργήσουμε και να σχετιστούμε με τα πάντα. Το ανδρικό βλέμμα θα έπρεπε να αποδομηθεί περισσότερο γιατί εμείς γνωρίζουμε και τα δυο. Μ’ έχουν εξιτάρει, συγκινήσει, πολλές φορές ταινίες που με μισούσαν και βρήκα σέξι ταινίες με ανδρικό βλέμμα. Τους άντρες να ρωτήσουμε, πώς σχετίζονται με κάτι που δεν ξέρουν;
Καθιστώντας μοντέρνα μια ταινία εποχής Η ταινία εποχής είναι τρομακτική αρχικά, απλώς γιατί είναι πιο δύσκολο να γίνει. Αλλά δεν τη βρήκα τόσο διαφορετική απ' ό,τι έχω κάνει ως τώρα. Το σινεμά πάντα γίνεται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο πνευματικό πλαίσιο, βασίζεσαι στην ιστορική αλήθεια. Εκανα έρευνα, όπως κι όταν είσαι σ’ ένα σύγχρονο περιβάλλον μπαίνεις σε μια συζήτηση, κάνεις επιλογές, δεν το βρήκα διαφορετικό από τις προηγούμενες δουλειές μου, πάντα είχα κατασκευασμένα σκηνικά, ο τέταρτος τοίχος ποτέ δεν υπήρχε. Το κάστρο όπου κάναμε το γύρισμα δεν είχε ανακαινιστεί, δεν αγγίξαμε τίποτα, ούτε το χρώμα στους τοίχους, οπότε είναι παράδοξο αλλά σ’ αυτή την ταινία υπήρχε λιγότερη παρέμβαση απ' ό,τι στα «σύγχρονα» φιλμ μου. Ο στόχος μου ήταν η ανασύσταση της καρδιάς και της ψυχής αυτών των γυναικών, η ιδιωτική ζωή τους. Αυτό δεν μας έχει μεταδοθεί γιατί οι γυναίκες δεν έχουν μπορέσει ποτέ να μιλήσουν γι’ αυτήν κι έχει διαγραφεί από την ιστορία της τέχνης, ή και την ιστορία γενικώς. Αυτό ήταν πιο δύσκολο από την αναπαράσταση της εποχής. Η αίσθηση ότι παρότι ζεις σε μια εποχή που δεν σου επιτρέπει να έχεις αυτές τις επιθυμίες, εσύ συμβαίνει να τις έχεις. Αν και ζεις μέσα σ’ ένα πρωτόκολλο, όταν είσαι στο δωμάτιό σου δεν κάνεις την κυρία. Είναι μια ταινία που προσπαθεί ν' αποτυπώσει αυτή την ιδιωτικότητα.
Προσωπικός ή πολιτικός λόγος Αρχισα να ονειρεύομαι αυτή την ταινία πριν τέσσερα-πέντε χρόνια, δεν προσαρμόστηκα σε ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή σε σχέση με την ισότητα των γυναικών, έτσι κι αλλιώς πάντα οι ταινίες μου μιλούσαν για τις γυναίκες, τα κορίτσια, τη θέση ενός ανθρώπου όταν δεν θέλει να ορίζεται από το φύλο του. Αυτό, ωστόσο, που συμβαίνει τώρα, δεν είναι πως μιλάμε δυνατά, αλλά ότι μας ακούνε. Εγώ δεν άλλαξα τον τρόπο που μιλάω και δεν φωνάζω ποτέ. Δεν είναι σύμπτωση, όμως, ότι συμβαίνουν πράγματα ταυτόχρονα. Είναι επειδή έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε πολιτικά γι’ αυτά τα θέματα κι εγώ είμαι τυχερή, έχω το προνόμιο να εκφράζομαι μέσα από τη δουλειά μου.
Γυναίκες - μάγισσες και μουσικοί καμβάδες Λένε ότι οι μάγισσες είναι γυναίκες που μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά γιατί ήταν έξω κι είχε κρύο, έπιναν, ήταν φίλες, έκαναν γιορτές κι ακόμα ήταν γιατρίνες, βοτανολόγοι, είχαν γνώσεις πώς να προστατεύουν η μια την άλλη: έχτισα μια σεκάνς της ταινίας γύρω από αυτές τις εμβληματικές σκηνές των γυναικών που μπορεί κανείς να δει ως μάγισσες. Για να τη συνοδεύσω ήθελα ένα τραγούδι πολυφωνικό και πολυρυθμικό και α καπέλα και η μουσική στην ταινία δεν υπάρχει παρά μόνο ζωντανά. Μου φάνηκε πρόκληση να κάνω μια ερωτική ιστορία χωρίς μουσικό σκορ κι αυτό πρέπει να το αποφασίσεις από νωρίς, γιατί σίγουρα επηρεάζει τον τρόπο που γράφεις το σενάριο, η ταινία πρέπει και πάλι να έχει μουσικότητα κι έτσι βρίσκεις τη μελωδία της αλλού, στο ρυθμό του σεναρίου, στις ηθοποιούς. Ο ρυθμός μου έγινε εμμονή γιατί δεν ήθελα να βασιστώ σ’ ένα μελλοντικό σκορ. Είχε σημασία ακόμα κι ένα βήμα που θα έκαναν, αν ήταν οκτώ ή δώδεκα βήματα, να είναι ο ρυθμός τους και jazzy και ακριβής. Η ταινία μιλά για την τέχνη και για την τέχνη στη ζωή μας και ήθελα να βάλω το κοινό στο ίδιο αδιέξοδο των ηρωίδων: γιατί η τέχνη είναι μη διαθέσιμη, η ομορφιά είναι δυσεύρετη. Αλλά όταν τη βρεις σε τρέφει. Οπότε η ταινία έχει να κάνει και με το πώς η τέχνη μας παρηγορεί και το πώς η αγάπη μας φέρνει πιο κοντά στην τέχνη.
Αγαπώ την υπερφόρτωση αισθήσεων του σημερινού κόσμου Εγώ το βρίσκω υπέροχο που τα πράγματα είναι προσιτά, μου φαίνεται δημοκρατικό και πανέμορφο, που μπορείς να βρεις τη δική σου διαδρομή ακούγοντας μουσική στο youtube, δεν θα έπρεπε να νιώθουμε νοσταλγία για τους περιορισμούς του παρελθόντος, μου φαίνεται όμορφο πώς είχαμε φετίχ κι αυτά μας έφεραν άλλα φετίχ. Κι αυτό το βρίσκω υπέροχο.
Αντέλ και Νοεμί Η ταινία γεννήθηκε από την επιθυμία μου να δουλέψω με την Αντέλ Ενέλ ξανά κι έτσι έγραψα το σενάριο πάνω της. Αλλά έπρεπε να βρούμε την πρωταγωνίστριά μας, την οπτική της ταινίας κι έπρεπε να είναι μια δυνατή ηθοποιός που να μπορεί να υπάρχει σε κάθε σκηνή της ταινίας. Ηθελα ν’ ανακαλύψω κάποια, όχι που δεν θα είχε ξαναδεί κανείς ποτέ, αλλά που εγώ προσωπικά θα την κοίταζα να κοιτά κάποια που γνωρίζω πολύ καλά και να νιώθω ότι την ανακαλύπτει. Οπότε η ταινία είναι ένα τρίγωνο μαζί με μένα, αλλά είναι πάρα πολύ κι ένας κύκλος ταυτόχρονα, ένας τρελός κύκλος γιατί μέσα ήταν κι η διευθύντρια φωτογραφίας. Μια οργανική αλληλουχία βλεμμάτων: αν στην ταινία κοιτάζεις εμένα, εγώ ποιον κοιτάζω; Εγώ κοιτούσα τη Νοεμί να κοιτάζει την Αντέλ που με κοίταζε για να της δείξω πώς να κοιτάζει. Υπάρχει κάτι το μυστηριώδες σ’ αυτή τη σχέση. Ακόμα και στο κάστινγκ, είδα όλες τις ηθοποιούς και τους έδινα τις ατάκες κι εγώ ήμουν το μοντέλο: «αν κοιτάζεις εμένα, εγώ ποια κοιτάζω», αυτή η ισότητα, η αίσθηση του οριζόντιου που αναζητούσα, βρισκόταν ήδη εκεί από το κάστινγκ. Κι όταν γνώρισα τη Νοεμί Μερλάν επιδίωξα αυτό το οριζόντιο βλέμμα σκόπιμα, είχαν και το ίδιο ύψος, αλλά και με τη ζωγράφο – υπάρχει η αληθινή ζωγράφος – ήθελα επίσης να έχει την ίδια ηλικία και την ίδια διάπλαση. Οπότε είναι κι εκείνη μέσα στον κύκλο.
Το πολιτικό σινεμά δεν μπορεί να έχει τίποτε κρυφό Για μένα η πολιτική πλευρά μιας ταινίας δεν είναι ποτέ μυστική, είναι επίσημη. Θεωρώ πως όλα είναι πολιτικά κι όποιος λέει ότι η ταινία του δεν είναι πολιτική, απλώς σημαίνει ότι νιώθει καλά με το πώς λειτουργεί και πού κατευθύνεται ο κόσμος. Αρα κι αυτό είναι πολιτικό. Αλλά δεν το κατασκεύασα ως μια απάντηση, η ταινία μου δεν είναι μανιφέστο. Είναι πιο δυνατή από μένα, δεν μπορώ να το αποφύγω κι είναι και μια ευκαιρία να δημιουργήσεις νέες εικόνες, νέες αισθήσεις, νέες φόρμες, μια ευκαιρία για το σινεμά μου. Πάντα σκέφτομαι το πολιτικό και συναισθηματικό ταξίδι που κάνει το κοινό με μια ταινία και θέλω να χτίζω μια γλώσσα που το κοινό ν’ αρχίσει να μιλάει. Η εξυπνάδα, το πνεύμα του κοινού είναι μέρος αυτού του κύκλου επίσης.
Γιατί ν' απεικονίσεις μια έκτρωση του 18ου αιώνα Κάνουμε μια ταινία για λίγες, συγκεκριμένες σκηνές. Δεν είναι η ταινία απλώς το όχημα για να πω αυτή τη σκηνή, αλλά είναι αυτές οι σκηνές που σε κάνουν γενναίο, σε κάνουν να τα βγάλεις πέρα με την όλη διαδικασία του να γυρίζεις ταινίες, σε κάνουν να μην εγκαταλείπεις. Η σκηνή της έκτρωσης είναι μια τέτοια, δομική σκηνή της ταινίας. Ηθελα να σκιαγραφήσω την οικειότητα των γυναικών. Οταν ρώτησα τους ειδήμονες, τους ιστορικούς, δεν είχαν απαντήσεις. Ενώ είχαν απαντήσεις για όλα, «οι κοπέλες δεν μπορούν να βγουν έξω αν δεν φορούν καπέλο», για κάθε λεπτομέρεια, γι' αυτό το τεράστιο θέμα δεν είχαν. Η απάντηση για το πώς θα γινόταν μια έκτρωση ήταν, «δεν ξέρουμε». Γι’ αυτό πρέπει να κάνεις αυτές τις σκηνές. Υπάρχει μια Γαλλίδα συγγραφέας που θαυμάζω πολύ, λέγεται Ανί Ερνό, μια πολύ σημαντική προσωπικότητα, έγραψε σ’ ένα βιβλίο της αυτή την πρόταση: σε κανένα μουσείο του κόσμου δεν υπάρχει η φράση «η κυρία των εκτρώσεων», στα γαλλικά τη λέμε «εκείνη που φτιάχνει τους αγγέλους», δεν υπάρχει ούτε ένας πίνακας τέτοιος κι έτσι πρέπει να δημιουργήσουμε αυτή την εικόνα που δεν μας έχει δοθεί. Γιατί αυτό είναι το πιο στενάχωρο στο ότι οι γυναίκες καλλιτέχνες διαγράφηκαν, ή δεν τους επιτράπηκε να εκφραστούν. Οι εικόνες που θα είχαν φτιάξει λείπουν από την ιστορία της τέχνης, αλλά λείπουν κι από τη ζωή μας.